Ο έρωτας δεν είναι μόνο ένα συναίσθημα.
Είναι ένα άγγιγμα, ένα βλέμμα, μια ανατριχίλα, μια ταραχή, μια εμπειρία.
Είναι ένα σύνολο συναισθημάτων, που αν αποδοθεί στη μεγάλη οθόνη οπτικά, δεν θα ήταν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ένα σύνολο χρωμάτων που περιτριγυρίζουν αυτή την εμπειρία.
Αυτή την απλή, πολύχρωμη, γεμάτη ένταση κουβέντα έκανε πράξη ο Todd Haynes στην ταινία του “Carol”, παίζοντας με τα τεχνικά μέσα που διαθέτει αλλά και με τα πρόσωπα που μπορεί να δημιουργήσει.
Οι λέξεις ενσαρκώνονται από προσωποποιήσεις και αποκαλύπτονται ως αναδυόμενα παράθυρα, μέσα από εκφράσεις, ξεσπάσματα ή σιωπές των χαρακτήρων.
Όλα είναι απόλυτα οργανωμένα και κλιμακωμένα, διατηρώντας την κλασική ροή και συνοχή ενός ρομάντζου αλλά με μια ενισχυμένη οπτικά απόδοση, θυμίζοντας όντως την δεκαετία του ’50.
Τα χρώματα, έντονα, με παραμυθένια υφή και εντατική παρουσία του κόκκινου, κατευθύνουν ακόμα περισσότερο την ονειρικά ρομαντική ατμόσφαιρα, ηλεκτρίζοντας τη μέσα από ακριβέστατες εστιάσεις σε λεπτομερειακές εκφράσεις.
Ένα πρόσωπο που απλώς παρακολουθεί, αποτελεί μια ρεαλιστικότατη κι ενδεχομένως αινιγματική εικόνα, με μηδαμινή καλλιτεχνική κ συναισθηματική μεταδοτικότητα.
Ένα πλάνο, όμως, με την παρουσία δύο μόνο ματιών που κοιτάζουν αχόρταγα κι αναπόσπαστα το θύμα τους, υποκρύπτει μια ηλεκτρισμένη και ψυχικά φορτισμένη περιέργεια.
Μέχρι, να συναντήσουν άλλο ένα ζευγάρι μάτια, που θα ανταποδώσουν την ματιά και θα μετατρέψουν την περιέργεια σε ερωτισμό.
Οι εικόνες δεν χρειάζονται διαλόγους, αλλά μιλούν από μόνες τους: Μια Therese, μοναχική στον πάγκο της, ξεχωρίζει ανάμεσα στη ροή του πλήθους του καταστήματος την "διαφορετική" Carol, χωρίς κάποια ιδιαίτερη αφορμή.
Η απλότητα στην καθημερινότητα, είναι αυτή που ομορφαίνει τα άτομα γύρω μας.
Δεν χρειάζεται ολόκληρη πολιτική φιλοσοφία ή κοινωνική αναφορά για να ερωτευτεί κανείς, αρκεί να παρατηρεί άβουλα, παθητικά, και εντελώς υποσυνείδητα τα άτομα από τα οποία περιτριγυρίζεται.
Κάποια στιγμή, το βλέμμα θα σταματήσει να ταξιδεύει, θα ριζώσει κάπου κι εκεί θα μείνει για ΠΑΡΑ πολύ.
Είναι ίσως η περιπλοκότητας, της μοιραίας αυτής προσμονής, που δηλώνει την παρουσία της τόσο απότομα, ανεξέλεγκτα κι ορμητικά χάνοντας πλέον τη ρεαλιστική της υπόσταση.
Ποιος μίλησε εξάλλου για αληθοφάνεια στα συναισθήματα;
Η μόνη δόση αλήθειας, είναι ότι κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να τα δει.
Ο Haynes, όμως, εξακολουθεί να μην αρκείται στους κλιμακωμένους συναισθηματισμούς και περνά στην ουσία των επιθυμιών του θεατή, δημιουργώντας ένα παζλ από εντυπωσιακή εξωτερικότητα και «αθώα» περιπλεγμένη εσωτερικότητα.
Όλα γίνονται τόσο «αθώα» και «πειστικά» που καταντούν μοιραίως διακινούμενα από ανώτερες δυνάμεις ανίκανες να ελέγξουν και να ελεγχθούν.
Είναι μια κλασική περίπτωση «πλατωνικού» ρομαντισμού, μια ιστορία αγάπης, δηλαδή, πάνω από το γήινα εφικτό, αλλά στηριζόμενη σε μια θεωρητική καλλιτεχνική πραγματικότητα, όπου η ανθρώπινη επιθυμία είναι η μόνη νικήτρια απέναντι στη μοίρα και τη ζωή.
Κι αυτός ο ρομαντισμός είναι που ηλεκτρίζει τελικά την ατμόσφαιρα αποτρέποντας σε οποιαδήποτε κίνηση της μεγάλης οθόνης να μην περάσει απαρατήρητη από τον καθηλωμένο, πλέον, θεατή.
Το τίναγμα των μαλλιών της Carol κάθε λίγο και λιγάκι, οι «πνιγμοί» της Therese την ώρα που δοκιμάζει το φαγητό στο εστιατόριο, όλα δείχνουν μια αιωρούμενη και ανεξέλεγκτη «νευρικότητα», αυτή που μέσω των εικόνων θα κλιμακώσει το συναισθηματικό κόσμο του έργου.
Γρήγορα και μέσα από την οπτικά πολυτάραχη αλλά χρονικά στάσιμη πορεία της ταινίας, θα αναδυθούν κι επιπλέον άξονες, παίζοντας με όρους όπως «αυτό που πρέπει» και «αυτό που θέλω» ή «το ιδανικό», «το ηθικό» και «το σωστό» που πολλές φορές έρχονται αντιμέτωπα με την θεωρητική ομορφιά που μόλις περιέγραψε ο Haynes.
Υπό μια πιο έμμεση οπτική, βέβαια, δεν είναι τόσο ζήτημα αν θα συμφωνούσε κάποιος με την Carol ή αν θα ταυτιζόταν μαζί της, όσο για το κατά πόσο αξίζει να θέτει κανείς διλήμματα στον ίδιο του τον εαυτό για τις επιθυμίες μιας «κοινωνίας κριτών» που θεωρούν άξιους τους εαυτούς τους να ορίζουν τα «πρέπει» και τα «ηθικώς ορθά», αλλά ποτέ όταν αφορά τους ίδιους.
Το εγχείρημα αυτό προφανώς και ανοίγει μια μεγάλη κουβέντα που πολλοί καλλιτέχνες δοκίμασαν να προσεγγίσουν για το πρόσωπο του σινεμά (Queer cinema), και όχι μόνο, αφήνοντας την προσωπική τους άποψη κι επηρεάζοντας σιγα-σιγά τις επερχόμενες γενιές ατόμων.
Στην ίδια ακριβώς πορεία κινήθηκε και ο Todd Haynes σε αυτή του την ταινία, αδυνατώντας ωστόσο να ανοίξει σεναριακή κουβέντα γι’ αυτό που ήθελε να πει με την ερωτική ιστορία της Carol και της Therese και αρκούμενος στο να δείξει, μέσα από μια οπτική «παλέτα», ένα σινεμά οπτικών συναισθημάτων ως ένα μέσο απόδειξης ότι το τελευταίο είναι υπεραρκετό για να πιάσει τον θεατή απ’ το χέρι και να εισέρθουν μαζί στον «καμουφλαρισμένα ασταθή» κόσμο που έχει δημιουργήσει.
Νικόλ Φιλλιποπούλου.