Με αφορμή τις επανεκδόσεις κλασικών ταινιών που γίνονται κατά καιρούς, κάνουμε κάποιες παρουσιάσεις που πιθανόν να αποτελέσουν ερέθισμα για κάποιους από εσάς εκεί έξω.
Ερέθισμα για μια ιστορική αναζήτηση στις ρίζες του κινηματογράφου τις δεκαετίες από το ‘20 μέχρι την δεκαετία του ’60.
Ταινίες που μπορεί σήμερα να μας φαίνονται ξεπερασμένες, και να μας ξενίζουν σε πολλά επίπεδα (τρόπος ερμηνειών, απλά σκηνικά, avant-garde πνεύμα κάποιων από αυτές κτλ), αποτέλεσαν όμως τη βάση για τους μετέπειτα κινηματογραφιστές, ακόμα και για αυτούς του εμπορικού κινηματογράφου, με άλλο πνεύμα οπωσδήποτε.
Γράφει ο Γιάννης Πεντσερετζίδης.
Ένα πρώιμο «δικαστικό» δράμα μυστηρίου, που οποιοσδήποτε σημερινός μέσος θεατής Village Cinemas, άνετα θα χαρακτήριζε «κουλτουρέ», το Rashomon του Akira Kurosawa είναι μια ταινία που θεωρείται σταθμός για τον κινηματογράφο και έχει γράψει ιστορία για πολλούς και διάφορους λόγους.
Βεβαίως ήταν η πρώτη Γιαπωνέζικη ταινία που βγήκε με τόσο επιτυχημένο τρόπο εκτός συνόρων και τελικά κέρδισε και τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία και το Όσκαρ Ξενόγλωσσης στην Αμερική.
Πέρα από τα βραβεία όμως, ο Kurosawa παρουσίασε έναν νέο τρόπο σύνθετης κινηματογραφικής αφήγησης.
Στην ταινία, μέσα σε ένα πυκνό δάσος, ένας ληστής βιάζει μια γκέισα και σκοτώνει τον Σαμουράι άνδρα της.
Η’ μήπως όχι;
Ο Kurosawa βάζει ...
...έναν-έναν τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση -ακόμα και τον πεθαμένο άνδρα- να καταθέσουν την ομολογία τους, για το πώς έγιναν τα γεγονότα.
Βλέποντας μέσω flash backs, τέσσερις φορές το ίδιο γεγονός από διαφορετικές οπτικές γωνίες, ο θεατής γίνεται μάρτυρας των φόβων, των κινήτρων και των παραγόντων που ορίζουν την υποκειμενική ιστορία του καθενός από αυτούς ήρωες.
Κάθε ήρωας μπορεί τελικά να σκότωσε τον σαμουράι, μπορεί και ο ίδιος να αυτοκτόνησε.
Ο θεατής μπορεί να παρατηρήσει ότι κάθε ήρωας, μπορεί να μην προσπαθεί να πείσει ότι δεν σκότωσε τον άνδρα, όμως όλοι τους ακόμα και ο πεθαμένος προσπαθούν να μας πείσουν για τις καλές τους προθέσεις, αλλά και να κάνουν τα κίνητρα τους πιο ευγενή.
Έτσι ο Kurosawa μας μιλά για την άποψη του ότι όλοι μας λέμε τις υποκειμενικές μας αλήθειες προσπαθώντας να χτίσουμε μια εικόνα προς τους άλλους, στρογγυλεύουμε έτσι τη φύση μας ή δεν αντέχουμε την αλήθεια μας.
Οι διάλογοι είναι ότι κανείς περιμένει από Γιαπωνέζικη ταινία, γεμάτοι από αλήθειες, μίση, φόβους αλλά και κηρύγματα ηθικής, παρόμοιοι με αυτούς αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.
Οι ερμηνείες είναι 100% θεατρικές, με υπερβολές εκφράσεων, ένταση αντιδράσεων ενίοτε και σουρεαλισμό και αυτό είναι περισσότερο αισθητό στις σκηνές του «δικαστηρίου» όπου πέρα από τις ερμηνείες θεατρικός είναι και ο τρόπος που σπάει ο τέταρτος τοίχος, με κάθε ήρωα να στέκεται μπροστά στον θεατή και να ομολογεί τη δική του εκδοχή.
Η κίνηση της κάμερας μέσα στο δάσος είναι πανέμορφη και πρωτοποριακή αν αναλογιστεί ο σύγχρονος θεατής ότι η ταινία ήταν του 1950.
Είναι μια κίνηση κάμερας η οποία ξεκινάει πίσω από τον ηθοποιό τρέχει με μεγαλύτερη ταχύτητα τον «γλύφει» καθώς τον προσπερνά και βγαίνει μπροστά από τον ηθοποιό δείχνοντας τον ανφάς, μια κίνηση που λίγο σχέση έχει με την ουσία της ταινίας (περισσότερο αποτελεί αυτόνομη εικαστική καλλιτεχνία), η οποία όμως αγαπήθηκε από πολλούς σκηνοθέτες μέχρι και σήμερα.
Το Rashomon θα προβληθεί σε επανέκδοση στις ελληνικές αίθουσες στις 6 Μαΐου.
Ερέθισμα για μια ιστορική αναζήτηση στις ρίζες του κινηματογράφου τις δεκαετίες από το ‘20 μέχρι την δεκαετία του ’60.
Ταινίες που μπορεί σήμερα να μας φαίνονται ξεπερασμένες, και να μας ξενίζουν σε πολλά επίπεδα (τρόπος ερμηνειών, απλά σκηνικά, avant-garde πνεύμα κάποιων από αυτές κτλ), αποτέλεσαν όμως τη βάση για τους μετέπειτα κινηματογραφιστές, ακόμα και για αυτούς του εμπορικού κινηματογράφου, με άλλο πνεύμα οπωσδήποτε.
Γράφει ο Γιάννης Πεντσερετζίδης.
Ένα πρώιμο «δικαστικό» δράμα μυστηρίου, που οποιοσδήποτε σημερινός μέσος θεατής Village Cinemas, άνετα θα χαρακτήριζε «κουλτουρέ», το Rashomon του Akira Kurosawa είναι μια ταινία που θεωρείται σταθμός για τον κινηματογράφο και έχει γράψει ιστορία για πολλούς και διάφορους λόγους.
Βεβαίως ήταν η πρώτη Γιαπωνέζικη ταινία που βγήκε με τόσο επιτυχημένο τρόπο εκτός συνόρων και τελικά κέρδισε και τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία και το Όσκαρ Ξενόγλωσσης στην Αμερική.
Πέρα από τα βραβεία όμως, ο Kurosawa παρουσίασε έναν νέο τρόπο σύνθετης κινηματογραφικής αφήγησης.
Στην ταινία, μέσα σε ένα πυκνό δάσος, ένας ληστής βιάζει μια γκέισα και σκοτώνει τον Σαμουράι άνδρα της.
Η’ μήπως όχι;
Ο Kurosawa βάζει ...
...έναν-έναν τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση -ακόμα και τον πεθαμένο άνδρα- να καταθέσουν την ομολογία τους, για το πώς έγιναν τα γεγονότα.
Βλέποντας μέσω flash backs, τέσσερις φορές το ίδιο γεγονός από διαφορετικές οπτικές γωνίες, ο θεατής γίνεται μάρτυρας των φόβων, των κινήτρων και των παραγόντων που ορίζουν την υποκειμενική ιστορία του καθενός από αυτούς ήρωες.
Κάθε ήρωας μπορεί τελικά να σκότωσε τον σαμουράι, μπορεί και ο ίδιος να αυτοκτόνησε.
Ο θεατής μπορεί να παρατηρήσει ότι κάθε ήρωας, μπορεί να μην προσπαθεί να πείσει ότι δεν σκότωσε τον άνδρα, όμως όλοι τους ακόμα και ο πεθαμένος προσπαθούν να μας πείσουν για τις καλές τους προθέσεις, αλλά και να κάνουν τα κίνητρα τους πιο ευγενή.
Έτσι ο Kurosawa μας μιλά για την άποψη του ότι όλοι μας λέμε τις υποκειμενικές μας αλήθειες προσπαθώντας να χτίσουμε μια εικόνα προς τους άλλους, στρογγυλεύουμε έτσι τη φύση μας ή δεν αντέχουμε την αλήθεια μας.
Οι διάλογοι είναι ότι κανείς περιμένει από Γιαπωνέζικη ταινία, γεμάτοι από αλήθειες, μίση, φόβους αλλά και κηρύγματα ηθικής, παρόμοιοι με αυτούς αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.
Οι ερμηνείες είναι 100% θεατρικές, με υπερβολές εκφράσεων, ένταση αντιδράσεων ενίοτε και σουρεαλισμό και αυτό είναι περισσότερο αισθητό στις σκηνές του «δικαστηρίου» όπου πέρα από τις ερμηνείες θεατρικός είναι και ο τρόπος που σπάει ο τέταρτος τοίχος, με κάθε ήρωα να στέκεται μπροστά στον θεατή και να ομολογεί τη δική του εκδοχή.
Η κίνηση της κάμερας μέσα στο δάσος είναι πανέμορφη και πρωτοποριακή αν αναλογιστεί ο σύγχρονος θεατής ότι η ταινία ήταν του 1950.
Είναι μια κίνηση κάμερας η οποία ξεκινάει πίσω από τον ηθοποιό τρέχει με μεγαλύτερη ταχύτητα τον «γλύφει» καθώς τον προσπερνά και βγαίνει μπροστά από τον ηθοποιό δείχνοντας τον ανφάς, μια κίνηση που λίγο σχέση έχει με την ουσία της ταινίας (περισσότερο αποτελεί αυτόνομη εικαστική καλλιτεχνία), η οποία όμως αγαπήθηκε από πολλούς σκηνοθέτες μέχρι και σήμερα.
Το Rashomon θα προβληθεί σε επανέκδοση στις ελληνικές αίθουσες στις 6 Μαΐου.