Γράφει ο Γιάννης Βούρος.
«...Είχαν ραντεβού με τη μοίρα στην Καζανμπλάνκα!...»
Τι φοβερός υπότιτλος αλήθεια!
Κάπως έτσι ξεκινάει το παραμύθι της υπόθεσης ενός απο τα μεγαλύτερα ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ!
Της Casablanca (1942) του Michael Curtiz!
Είναι η ιστορία του Ρικ και της Ιλσα, ενός δυνατού, συγκλονιστικού έρωτα, μιας «καταραμένης» αγάπης μέσα στη θύελλα του Β΄Παγκοσμίου πολέμου, με τόπο δράσης μια πολιτεία που έμεινε στην ιστορία σαν απο τις πλέον μοιραίες πολιτείες, την εξωτική ΚΑΖΑΜΠΛΑΝΚΑ.
Ενα σταυροδρόμι του κόσμου, στο οποίο συναντιέται ενα άνθρώπινο ποτάμι απο όλες τις φυλές, που ζητά διέξοδο σε μια νέα ζωή, ίσως κι ένα εισιτήριο για την Αμερική της ελευθερίας και των νέων ευκαιριών ζητώντας να ξεφύγει απ τα δεινά που σπαράζουν την Ευρώπη.
Μια Ευρώπη που κολυμπάει στο αίμα, απόρροια ενός ανελέητου, απάνθρωπου και παρανοικού πολέμου...
Σ’ αυτή λοιπόν την εξωτική πολιτεία (που είναι και ο «κεντρικός ήρωας» της ταινίας), ανάμεσα σ’ αυτό το συνοθύλευμα χαρακτήρων που το αποτελούσαν τυχοδιώκτες, πρόσφυγες, απατεώνες, καταζητούμενοι φονιάδες, αντιστασιακοί ήρωες, βρίσκεται ο Ρικ (Humphrey Bogart), ενας αμερικανός τυχωδιώκτης ...
...και ιδιοκτήτης ενός μπάρ- κλάμπ.
Δείχνει απόμακρος και σκληρός, χωρίς να είναι έτσι πραγματικά.
Οι συγκυρίες τον έχουν κάνει έτσι, κρύβοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τη γενναία και ηρωική του καρδιά.
Ολοι τον φοβούνται και τον σέβονται.
Στον κόσμο της νύχτας της Καζαμπλάνκα δε χωρούν συναισθηματισμοί.
Σκοτώνεις για να μη σε σκοτώσουν, χτυπάς για να μη σε χτυπούν....
Κανείς δε ξέρει οτι κάποτε στο Παρίσι, είχε αγαπήσει μια γυναίκα, την Ιλσα (Ingrid Bergman), που αποτέλεσε και τον μοναδικό έρωτα της ζωής του.
Μια γυναίκα που χωρίς να αφήσει εξηγήσεις, τον εγκατέλειψε ξαφνικά και χάθηκε χωρίς ποτέ να μπορέσει να τη ξαναβρεί.
Εναν έρωτα που έπρεπε να ξεχάσει, παση θυσία.
Μια πληγή στη γενναία καρδιά του που πασχιζε χρόνια να κλείσει.
Η μοίρα όμως είχε διαφορετική γνώμη, όπως συμβαίνει πάντα.
Η Ιλσα, πάλι εντελώς απρόσμενα, βρίσκεται μπροστά του μια νύχτα στο κλάμπ.
Η πληγή που δεν είχε ποτέ της κλείσει, ξανάνοιξε με τον πιο βάναυσο τρόπο.
Οσο κι αν προσπαθεί να μείνει ψυχρός κι απόμακρος, σύντομα καταλαβαίνει οτι η Ιλσα δεν τον εγκατέλειψε χωρίς σοβαρό λόγο.
Δεν εξαφανίστηκε επειδή έπαιξε μαζί του και μετά βαρέθηκε.
Η αιτία ήταν ο σύζυγός της, ο θρύλος της γαλλικής αντίστασης με το όνομα Βικτωρ Λάζλο (Paul Henreid), που τον καταζητούσε με μανία η Γκεστάπο.
Ο Λάζλο βρίσκεται μαζί με την Ιλσα στην Καζαμπλάνκα, προσπαθώντας να ξεφύγει απ τους διώκτες του αλλά συνάμα και να καταστρώσει ένα σχέδιο για πλήγμα εναντίον των Γερμανών.
Ο Ρικ βρίσκεται μπροστά στο μεγαλύτερο δίλημμα της ζωής του.
Να διεκδικήσει ξανά την Ιλσα απ τον Βίκτωρ προδίδοντάς τον ή να θυσιάσει εκείνος αυτή τη φορά την ίδια την καρδιά του για χάρη του αγώνα ενάντια στο Ναζισμό και τη φρίκη του, βοηθώντας τον Βίκτωρ και τη γυναίκα του να διαφύγουν στην Αμερική;
Η πάλη με τον εαυτό του είναι υπεράνθρωπη.
Απ τη μιά η Ιλσα που αυτή τη φορά είναι παραδομένη στην αγκαλιά του, απ την άλλη ο Βίκτωρ, η αντίσταση, ο πόλεμος, η σφαγή αθώων που πρέπει κάποτε να τελειώσει.
Η μοίρα, που για άλλη μια φορά στέκεται άδικη απέναντι σε μιαν αγάπη που είναι πολύ πιο πάνω απο ιδέες, πολέμους, αίματα, φρίκη.
Αλλά ο Ρικ δεν είναι απλά ένας κυνικός τυχοδιώκτης.
Είναι κάτι πολύ πιο βαθύ και ουσιώδες.
Και σύντομα θα κλειθεί να το αποδείξει....
Αν η 7η Τέχνη, σαν Τέχνη, έχει να καυχηθεί για μεγάλα έργα, η Casablanca στέκει σε περίοπτη θέση στο πάνθεον αυτό, ανάμεσα στη Metropolis, στο Θωρηκτό Ποτέμκιν, στον Αλέξανδρο Νιέφσκι, στο Solaris, στον Καθρεφτη, στην Οδυσσεια του Διαστηματος 2001.
Τι μπορεί να γράψει κανείς αλήθεια γι αυτό το ΜΝΗΜΙΩΔΕΣ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ εκτός απο διθυράμβους;
Τι θα μπορούσε να εκφράσει καλύτερα το μέγεθος της αξίας του, ποιά λόγια θα μπορούσαν να αποδώσουν στην τελική την ΑΡΤΙΟΤΗΤΑ αυτού του έργου;
Για μένα προσωπικά, η ταινία αυτή είναι η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΤΑΙΝΙΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ!
Καλύτερη ακόμη κι απ τον Πολίτη Κειν, που θεωρείται απο την συντριπτική πλειοψηφία των κριτικών ως το απόλυτο αριστούργημα.
Η ταινία του Orson Welles δεν έχει αυτή την τεράστια πηγή συναισθημάτων που πηγάζουν απο τούτο δώ το μνημιώδες έργο.
Σε καμμιά άλλη ταινία δε συνάντησα τόσο έντονα συναισθήματα όσο στη Casablanca.
Κι επειδής εγώ ποτέ δεν υπήρξα στα «σοβαρά» κριτικός κινηματογράφου αλλά απλός, ένθερμος, «κολλημένος» οπαδός του, επιτρέψτε μου αγαπητοί μου συνάδελφοι να τοποθετήσω την Casablanca στην κορυφή!
Είναι η ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ του όρου «κινηματογράφος»!
Απο την αρχή κιόλας, το φίλμ απογειώνεται, δρώντας πολυεπίπεδα, συμβολικά και ρεαλιστικά.
Με αποκορύφωμα το πιο τέλειο φινάλε που γυρίστηκε ποτέ.
Φοβερή μουσική, φωτογραφία που καθηλώνει, μοντάζ που αποτελεί τον ορισμό του...μοντάζ, και τα τρία μαζί υποψήφια για Οσκαρ!
Οσον αφορά τις ερμηνείες, τι να πούμε.
Για τον συγκλονιστικό Μπόγκυ;
Για την τραγικά υπέροχη και εκθαμβωτική Ινγκριντ;
Η ερμηνεία τους δυστυχώς δεν μπορεί να περιγραφεί (τουλάχιστον απο μένα).
Απλά αφήνεις το συναίσθημα να σε παρασύρει παρακολουθώντας τους.
Τίποτε άλλο.
Κι άν, στο μεταξύ, σας έρθει η επιθυμία να κλάψετε, αφήστε το να βγεί αβίαστα.
Μην ντραπείτε.
Είναι ίσως η ΜΟΝΗ ΤΑΙΝΙΑ που κανείς δε θα σας κοροιδέψει επειδή το δάκρυ κύλισε «κορόμηλο» απ τα ματάκια σας κι αν τολμήσει εν τέλει κάποιος να το κάνει...πλακώστε τον στις φάπες!
Το χω κάνει εγώ ο ίδιος, do not worry.
Και για την Ιστορία, να πώ ακόμη και κάποια πράγματα που θά’θελα να πώ, σαν υποσημείωση σε τούτη δώ την...κατάθεση ψυχής για ένα ΕΡΓΟ ΤΕΧΝΗΣ.
Συγνώμη αν σας κούρασα, αλλά αξίζει το κόπο.
Η Αμερική γύριζε τότε πολλά φίλμ που αποτελούσαν προπαγάνδα για τη δράση και τον ηρωισμό των συμμάχων ενάντια στον φασισμό.
Η Casablanca ξεκίνησε σαν ένα τέτοιο φίλμ και τελικά εξελίχθηκε ως μια απο τις πλέον ρομαντικές ταινίες όλων των εποχών.
Το μαεστρικό στήσιμο της ταινίας απ τον Curtiz, βοηθήθηκε κι απ τον πλούτο των ηθοποιών που είχε στη διάθεσή της η Warner, μιας κι εκεί τότε είχε μαζευτεί σχεδόν το αφάν κατέ των Ευρωπαίων ηθοποιών, πρόσφυγες οι περισσότεροι του πολέμου, ανάμεσά τους και οι δικοί μας Κατίνα Παξινού και Αλέξης Μινωτής.
Ετσι, ο Curtiz κατόρθωσε να αποδώσει με εκπληκτικό ρεαλισμό την πολυπολιτισμική Καζαμπλάνκα με τις σχεδόν 30τόσες εθνότητες συγκεντρωμένες εκεί.
Τη μουσική της ταινίας έγραψε ο βραβευμένος με Όσκαρ Max Steiner, με κορυφαία στιγμή τη «μάχη των τραγουδιών», όπου Σύμμαχοι και Γερμανοί αντιπαρατίθενται συμβολικά στο κλαμπ του Ρικ, τραγουδώντας οι μεν τη «Μασσαλιώτιδα», οι δε ένα ναζιστικό ύμνο.
Και φυσικά, μια από τις κορυφαίες στιγμές της ταινίας είναι και το τραγούδι «As Time Goes By» του Herman Hupfeld, πάνω στο οποίο ο Steiner έχτισε όλο το του μουσικό θέμα, κάνοντάς το μια από τις πιο κλασικές μελωδίες στην ιστορία του σινεμά.
Το τραγούδι αυτό, όχι μόνο ήταν το ερωτικό θέμα του ζευγαριού, αλλά και το κύριο συνδετικό τέχνασμα του Steiner για τους χαρακτήρες.
Συνδέει τον Ρικ με την Ίλσα, το παρόν με το παρελθόν, το κοινό με τους χαρακτήρες.
Οσον αφορά δε το σενάριο, το κείμενο τελικά είχε διαμορφωθεί με τη συνδρομή (χωρίς αμοιβή) πολλών σεναριογράφων και επίσης να σημειωθεί οτι εξακολουθούσε να «δουλευόταν» και κατα τη διάρκεια των γυρισμάτων, με διορθώσεις ακόμη την τελευταία στιγμή της απόδοσης των διαλόγων, με αποτέλεσμα την τελική δημιουργία του πιο άρτιου κινηματογραφικού κειμένου ever!
Η ταινία χαρακτηρίζεται από την αβεβαιότητα που αποπνέουν τα πλάνα της, και ακόμα περισσότερο, από την αγωνία και την ανασφάλεια στα μάτια της Ingrid, η οποία μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν ήξερε ποιον από τους δύο ήρωες θα ακολουθούσε τελικά η Ίλσα!
Όμως, αυτή η αβεβαιότητα είναι που έδωσε τελικά τη συναρπαστική νουάρ ατμόσφαιρα που καθήλωσε και εξακολουθεί να καθηλώνει τους θεατές!
Δικαίως χαρακτηρίστηκε απο την Αμερικάνικο Συνδικάτο Σεναριογράφων ως το «Καλύτερο σενάριο όλων των εποχών»!
Η «ΚΑΖΑΜΠΛΑΝΚΑ» σαν σενάριο, διδάσκεται στις μεγαλύτερες σχολές κινηματογράφου, όπως διδάσκεται ο «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» στα αγγλοσαξωνικά σχολεία ως μέρος της Αγγλικής γραμματείας, όπως διδάσκεται η «Ιλιάδα» ως μέρος της Ελληνικής...
Δε θα πώ τίποτε άλλο, θα το...βουλώσω και απλώς θα σας στείλω να πάτε να το δείτε όσοι δεν το έχετε δεί, τώρα που σας (ξανα)δίνεται η ευκαιρία.
Είναι κρίμα κι άδικο, να έχεις δεί ό,τι πιο βλακεία έχει γυριστεί τα τελευταία 10 χρόνια και να μην έχεις δεί Ο,ΤΙ ΠΙΟ ΤΕΛΕΙΟ ΕΧΕΙ ΔΩΣΕΙ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΙΝΕΜΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ!
Κλείνω με την πιο...φοβερή ατάκα της ταινίας, ιστορική, όπως το φίλμ.
Αυτή που ξεστομίζει ο Ρικ, μονολογώντας καθώς τα ...πίνει μόνος του μέσα στο μισοσκόταδο του άδειου μαγαζιού του, απελπισμένος μέσα στον καταδικασμένο έρωτά του:
«Of all the gin joints in all the towns in all the world, she walks into mine!»
(Απ’ όλα τα μπαρ σε όλες τις πόλεις του κόσμου, αυτή μπαίνει στο δικό μου!)...
Δείτε το trailer.
«...Είχαν ραντεβού με τη μοίρα στην Καζανμπλάνκα!...»
Τι φοβερός υπότιτλος αλήθεια!
Κάπως έτσι ξεκινάει το παραμύθι της υπόθεσης ενός απο τα μεγαλύτερα ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ!
Της Casablanca (1942) του Michael Curtiz!
Είναι η ιστορία του Ρικ και της Ιλσα, ενός δυνατού, συγκλονιστικού έρωτα, μιας «καταραμένης» αγάπης μέσα στη θύελλα του Β΄Παγκοσμίου πολέμου, με τόπο δράσης μια πολιτεία που έμεινε στην ιστορία σαν απο τις πλέον μοιραίες πολιτείες, την εξωτική ΚΑΖΑΜΠΛΑΝΚΑ.
Ενα σταυροδρόμι του κόσμου, στο οποίο συναντιέται ενα άνθρώπινο ποτάμι απο όλες τις φυλές, που ζητά διέξοδο σε μια νέα ζωή, ίσως κι ένα εισιτήριο για την Αμερική της ελευθερίας και των νέων ευκαιριών ζητώντας να ξεφύγει απ τα δεινά που σπαράζουν την Ευρώπη.
Μια Ευρώπη που κολυμπάει στο αίμα, απόρροια ενός ανελέητου, απάνθρωπου και παρανοικού πολέμου...
Σ’ αυτή λοιπόν την εξωτική πολιτεία (που είναι και ο «κεντρικός ήρωας» της ταινίας), ανάμεσα σ’ αυτό το συνοθύλευμα χαρακτήρων που το αποτελούσαν τυχοδιώκτες, πρόσφυγες, απατεώνες, καταζητούμενοι φονιάδες, αντιστασιακοί ήρωες, βρίσκεται ο Ρικ (Humphrey Bogart), ενας αμερικανός τυχωδιώκτης ...
...και ιδιοκτήτης ενός μπάρ- κλάμπ.
Δείχνει απόμακρος και σκληρός, χωρίς να είναι έτσι πραγματικά.
Οι συγκυρίες τον έχουν κάνει έτσι, κρύβοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τη γενναία και ηρωική του καρδιά.
Ολοι τον φοβούνται και τον σέβονται.
Στον κόσμο της νύχτας της Καζαμπλάνκα δε χωρούν συναισθηματισμοί.
Σκοτώνεις για να μη σε σκοτώσουν, χτυπάς για να μη σε χτυπούν....
Κανείς δε ξέρει οτι κάποτε στο Παρίσι, είχε αγαπήσει μια γυναίκα, την Ιλσα (Ingrid Bergman), που αποτέλεσε και τον μοναδικό έρωτα της ζωής του.
Μια γυναίκα που χωρίς να αφήσει εξηγήσεις, τον εγκατέλειψε ξαφνικά και χάθηκε χωρίς ποτέ να μπορέσει να τη ξαναβρεί.
Εναν έρωτα που έπρεπε να ξεχάσει, παση θυσία.
Μια πληγή στη γενναία καρδιά του που πασχιζε χρόνια να κλείσει.
Η μοίρα όμως είχε διαφορετική γνώμη, όπως συμβαίνει πάντα.
Η Ιλσα, πάλι εντελώς απρόσμενα, βρίσκεται μπροστά του μια νύχτα στο κλάμπ.
Η πληγή που δεν είχε ποτέ της κλείσει, ξανάνοιξε με τον πιο βάναυσο τρόπο.
Οσο κι αν προσπαθεί να μείνει ψυχρός κι απόμακρος, σύντομα καταλαβαίνει οτι η Ιλσα δεν τον εγκατέλειψε χωρίς σοβαρό λόγο.
Δεν εξαφανίστηκε επειδή έπαιξε μαζί του και μετά βαρέθηκε.
Η αιτία ήταν ο σύζυγός της, ο θρύλος της γαλλικής αντίστασης με το όνομα Βικτωρ Λάζλο (Paul Henreid), που τον καταζητούσε με μανία η Γκεστάπο.
Ο Λάζλο βρίσκεται μαζί με την Ιλσα στην Καζαμπλάνκα, προσπαθώντας να ξεφύγει απ τους διώκτες του αλλά συνάμα και να καταστρώσει ένα σχέδιο για πλήγμα εναντίον των Γερμανών.
Ο Ρικ βρίσκεται μπροστά στο μεγαλύτερο δίλημμα της ζωής του.
Να διεκδικήσει ξανά την Ιλσα απ τον Βίκτωρ προδίδοντάς τον ή να θυσιάσει εκείνος αυτή τη φορά την ίδια την καρδιά του για χάρη του αγώνα ενάντια στο Ναζισμό και τη φρίκη του, βοηθώντας τον Βίκτωρ και τη γυναίκα του να διαφύγουν στην Αμερική;
Η πάλη με τον εαυτό του είναι υπεράνθρωπη.
Απ τη μιά η Ιλσα που αυτή τη φορά είναι παραδομένη στην αγκαλιά του, απ την άλλη ο Βίκτωρ, η αντίσταση, ο πόλεμος, η σφαγή αθώων που πρέπει κάποτε να τελειώσει.
Η μοίρα, που για άλλη μια φορά στέκεται άδικη απέναντι σε μιαν αγάπη που είναι πολύ πιο πάνω απο ιδέες, πολέμους, αίματα, φρίκη.
Αλλά ο Ρικ δεν είναι απλά ένας κυνικός τυχοδιώκτης.
Είναι κάτι πολύ πιο βαθύ και ουσιώδες.
Και σύντομα θα κλειθεί να το αποδείξει....
Αν η 7η Τέχνη, σαν Τέχνη, έχει να καυχηθεί για μεγάλα έργα, η Casablanca στέκει σε περίοπτη θέση στο πάνθεον αυτό, ανάμεσα στη Metropolis, στο Θωρηκτό Ποτέμκιν, στον Αλέξανδρο Νιέφσκι, στο Solaris, στον Καθρεφτη, στην Οδυσσεια του Διαστηματος 2001.
Τι μπορεί να γράψει κανείς αλήθεια γι αυτό το ΜΝΗΜΙΩΔΕΣ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ εκτός απο διθυράμβους;
Τι θα μπορούσε να εκφράσει καλύτερα το μέγεθος της αξίας του, ποιά λόγια θα μπορούσαν να αποδώσουν στην τελική την ΑΡΤΙΟΤΗΤΑ αυτού του έργου;
Για μένα προσωπικά, η ταινία αυτή είναι η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΤΑΙΝΙΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ!
Καλύτερη ακόμη κι απ τον Πολίτη Κειν, που θεωρείται απο την συντριπτική πλειοψηφία των κριτικών ως το απόλυτο αριστούργημα.
Η ταινία του Orson Welles δεν έχει αυτή την τεράστια πηγή συναισθημάτων που πηγάζουν απο τούτο δώ το μνημιώδες έργο.
Σε καμμιά άλλη ταινία δε συνάντησα τόσο έντονα συναισθήματα όσο στη Casablanca.
Κι επειδής εγώ ποτέ δεν υπήρξα στα «σοβαρά» κριτικός κινηματογράφου αλλά απλός, ένθερμος, «κολλημένος» οπαδός του, επιτρέψτε μου αγαπητοί μου συνάδελφοι να τοποθετήσω την Casablanca στην κορυφή!
Είναι η ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ του όρου «κινηματογράφος»!
Απο την αρχή κιόλας, το φίλμ απογειώνεται, δρώντας πολυεπίπεδα, συμβολικά και ρεαλιστικά.
Με αποκορύφωμα το πιο τέλειο φινάλε που γυρίστηκε ποτέ.
Φοβερή μουσική, φωτογραφία που καθηλώνει, μοντάζ που αποτελεί τον ορισμό του...μοντάζ, και τα τρία μαζί υποψήφια για Οσκαρ!
Οσον αφορά τις ερμηνείες, τι να πούμε.
Για τον συγκλονιστικό Μπόγκυ;
Για την τραγικά υπέροχη και εκθαμβωτική Ινγκριντ;
Η ερμηνεία τους δυστυχώς δεν μπορεί να περιγραφεί (τουλάχιστον απο μένα).
Απλά αφήνεις το συναίσθημα να σε παρασύρει παρακολουθώντας τους.
Τίποτε άλλο.
Κι άν, στο μεταξύ, σας έρθει η επιθυμία να κλάψετε, αφήστε το να βγεί αβίαστα.
Μην ντραπείτε.
Είναι ίσως η ΜΟΝΗ ΤΑΙΝΙΑ που κανείς δε θα σας κοροιδέψει επειδή το δάκρυ κύλισε «κορόμηλο» απ τα ματάκια σας κι αν τολμήσει εν τέλει κάποιος να το κάνει...πλακώστε τον στις φάπες!
Το χω κάνει εγώ ο ίδιος, do not worry.
Και για την Ιστορία, να πώ ακόμη και κάποια πράγματα που θά’θελα να πώ, σαν υποσημείωση σε τούτη δώ την...κατάθεση ψυχής για ένα ΕΡΓΟ ΤΕΧΝΗΣ.
Συγνώμη αν σας κούρασα, αλλά αξίζει το κόπο.
Η Αμερική γύριζε τότε πολλά φίλμ που αποτελούσαν προπαγάνδα για τη δράση και τον ηρωισμό των συμμάχων ενάντια στον φασισμό.
Η Casablanca ξεκίνησε σαν ένα τέτοιο φίλμ και τελικά εξελίχθηκε ως μια απο τις πλέον ρομαντικές ταινίες όλων των εποχών.
Το μαεστρικό στήσιμο της ταινίας απ τον Curtiz, βοηθήθηκε κι απ τον πλούτο των ηθοποιών που είχε στη διάθεσή της η Warner, μιας κι εκεί τότε είχε μαζευτεί σχεδόν το αφάν κατέ των Ευρωπαίων ηθοποιών, πρόσφυγες οι περισσότεροι του πολέμου, ανάμεσά τους και οι δικοί μας Κατίνα Παξινού και Αλέξης Μινωτής.
Ετσι, ο Curtiz κατόρθωσε να αποδώσει με εκπληκτικό ρεαλισμό την πολυπολιτισμική Καζαμπλάνκα με τις σχεδόν 30τόσες εθνότητες συγκεντρωμένες εκεί.
Τη μουσική της ταινίας έγραψε ο βραβευμένος με Όσκαρ Max Steiner, με κορυφαία στιγμή τη «μάχη των τραγουδιών», όπου Σύμμαχοι και Γερμανοί αντιπαρατίθενται συμβολικά στο κλαμπ του Ρικ, τραγουδώντας οι μεν τη «Μασσαλιώτιδα», οι δε ένα ναζιστικό ύμνο.
Και φυσικά, μια από τις κορυφαίες στιγμές της ταινίας είναι και το τραγούδι «As Time Goes By» του Herman Hupfeld, πάνω στο οποίο ο Steiner έχτισε όλο το του μουσικό θέμα, κάνοντάς το μια από τις πιο κλασικές μελωδίες στην ιστορία του σινεμά.
Το τραγούδι αυτό, όχι μόνο ήταν το ερωτικό θέμα του ζευγαριού, αλλά και το κύριο συνδετικό τέχνασμα του Steiner για τους χαρακτήρες.
Συνδέει τον Ρικ με την Ίλσα, το παρόν με το παρελθόν, το κοινό με τους χαρακτήρες.
Οσον αφορά δε το σενάριο, το κείμενο τελικά είχε διαμορφωθεί με τη συνδρομή (χωρίς αμοιβή) πολλών σεναριογράφων και επίσης να σημειωθεί οτι εξακολουθούσε να «δουλευόταν» και κατα τη διάρκεια των γυρισμάτων, με διορθώσεις ακόμη την τελευταία στιγμή της απόδοσης των διαλόγων, με αποτέλεσμα την τελική δημιουργία του πιο άρτιου κινηματογραφικού κειμένου ever!
Η ταινία χαρακτηρίζεται από την αβεβαιότητα που αποπνέουν τα πλάνα της, και ακόμα περισσότερο, από την αγωνία και την ανασφάλεια στα μάτια της Ingrid, η οποία μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν ήξερε ποιον από τους δύο ήρωες θα ακολουθούσε τελικά η Ίλσα!
Όμως, αυτή η αβεβαιότητα είναι που έδωσε τελικά τη συναρπαστική νουάρ ατμόσφαιρα που καθήλωσε και εξακολουθεί να καθηλώνει τους θεατές!
Δικαίως χαρακτηρίστηκε απο την Αμερικάνικο Συνδικάτο Σεναριογράφων ως το «Καλύτερο σενάριο όλων των εποχών»!
Η «ΚΑΖΑΜΠΛΑΝΚΑ» σαν σενάριο, διδάσκεται στις μεγαλύτερες σχολές κινηματογράφου, όπως διδάσκεται ο «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» στα αγγλοσαξωνικά σχολεία ως μέρος της Αγγλικής γραμματείας, όπως διδάσκεται η «Ιλιάδα» ως μέρος της Ελληνικής...
Δε θα πώ τίποτε άλλο, θα το...βουλώσω και απλώς θα σας στείλω να πάτε να το δείτε όσοι δεν το έχετε δεί, τώρα που σας (ξανα)δίνεται η ευκαιρία.
Είναι κρίμα κι άδικο, να έχεις δεί ό,τι πιο βλακεία έχει γυριστεί τα τελευταία 10 χρόνια και να μην έχεις δεί Ο,ΤΙ ΠΙΟ ΤΕΛΕΙΟ ΕΧΕΙ ΔΩΣΕΙ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΙΝΕΜΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ!
Κλείνω με την πιο...φοβερή ατάκα της ταινίας, ιστορική, όπως το φίλμ.
Αυτή που ξεστομίζει ο Ρικ, μονολογώντας καθώς τα ...πίνει μόνος του μέσα στο μισοσκόταδο του άδειου μαγαζιού του, απελπισμένος μέσα στον καταδικασμένο έρωτά του:
«Of all the gin joints in all the towns in all the world, she walks into mine!»
(Απ’ όλα τα μπαρ σε όλες τις πόλεις του κόσμου, αυτή μπαίνει στο δικό μου!)...
Δείτε το trailer.