********** 8/10
Γράφει η Αμαλία Μουστάκη.
Φεστιβάλ Βενετίας (με βραβείο γυναικείας ερμηνείας για την πρωταγωνίστρια), Φεστιβάλ του Ρόντερνταμ, επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ D'Angers Premier Plan, φεστιβάλ του Τορόντο, δεκάδες άλλες συμμετοχές σε φεστιβάλ της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ασίας και κυρίως συμμετοχή στο κορυφαίο Αμερικανικό φεστιβάλ ανεξάρτητου κινηματογράφου, το Sundance.
Πριν κάποιους μήνες όλα τα παραπάνω θα θύμιζαν - στην καλύτερη περίπτωση - κακόγουστο ανέκδοτο.
Και ξαφνικά (αλλά όχι από το πουθενά) έρχεται η Αθηνά Τσαγγάρη, μια ελληνίδα σκηνοθέτρια άγνωστη στο ευρύ κοινό, συνεργάτιδα του Δημήτρη Παπαϊωάννου στους Ολυμπιακούς και αλλού, να τα κάνει πραγματικότητα με την πρώτη κιόλας μεγάλου μήκους ταινία της, το Attenberg.
Τρυφερή, γλυκόπικρη, κυνική, ανθρώπινη, αποστασιοποιημένη, ανεπιτήδευτη και ...
...επιτηδευμένη ταυτόχρονα, όποιο επίθετο και να διαλέξει κανείς με κάποιο περίεργο τρόπο θα αποδώσει και μια πτυχή της αριστουργηματικής αυτής ταινίας, χωρίς όμως να μπορεί να την αποδώσει στο σύνολο της.
Γιατί πώς μπορείς να περιγράψεις τις σκληρές σκηνές στο νοσοκομείο όπου ο πατέρας της ηρωίδας αργοπεθαίνει, όταν αυτές εναλλάσσονται με τα γκονταρικά ιντερμέδια των δύο ηρωίδων που χορεύουν σαν καλοκουρδισμένες μαριονέτες ντυμένες πανομοιότυπα;
Πώς να μιλήσεις για τον έρωτα που ανακαλύπτει αμήχανα (και ταυτόχρονα μηχανικά) η σχεδόν αέρινη Μαρίνα (Ariane Labed) τη στιγμή που η καλύτερη φίλη της, η Μπέλα (Ευαγγελία Ράντου) γειώνεται μέσα από την άνεση με τη σεξουαλική πλευρά της;
Ηχοι και σιωπές, το αστείο και το σοβαρό, η ζωή και ο θάνατος, το πνεύμα και η σάρκα…
Τόσες αντιφάσεις, σε ένα σενάριο που σε μια πρώτη ανάγνωση θα φάνταζε απλοϊκό.
Μια νεαρή κοπέλα, η Μαρίνα, φροντίζει τον αρχιτέκτονα πατέρα της Σπύρο (Βαγγέλης Μουρίκης) στις τελευταίες του μέρες.
Το περιβάλλον γύρω τους βιομηχανικό (τα άσπρα σπίτια Βοιωτίας) έρχεται σε αντίθεση με το αποστειρωμένο περιβάλλον του νοσοκομείου αλλά ταυτόχρονα αποτελεί το καλύτερο φόντο στην προσπάθεια της ηρωίδας να “χτίσει” την προσωπικότητα, τη σεξουαλικότητα, την ύπαρξη της μια που στα 23 της χρόνια μοιάζει να ταλαντεύεται ακόμα ανάμεσα στην αθωότητα του μικρού παιδιού και στην ανησυχία της γυναίκας που βλέπει να χάνει την σταθερά του αρχιτέκτονα πατέρα και ψάχνει τις νέες κολόνες που θα την στηρίξουν.
Στην ταινία εμφανίζεται και ο Γιώργος Λάνθιμος, ο σκηνοθέτης του περσινού Κυνόδοντα.
Η ατμόσφαιρα των δύο ταινιών μοιάζει σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από το να θεωρηθεί απλή σύμπτωση.
Σε καμία περίπτωση όμως οι όποιες ομοιότητες δε φτάνουν στην άποψη ότι πρόκειται περί αντιγραφής.
Το Αttenberg είναι μια φρέσκια και ανήσυχη ταινία, μια ταινία αφύπνισης και ωρίμανσης, μια ταινία για όλους εκείνους που γνωρίζουν ότι η ενηλικίωση, η απόκτηση ταυτότητας είναι μια εσωτερική υποθεση που φλερτάρει άλλοτε με την μελαγχολία, αλλοτε με το χιούμορ.
Μα αυτά δεν είναι τα συστατικά στοιχεία της ίδιας μας της ζωής άλλωστε;
Ξεχωριστή μνεια στη μουσική των Suicide και ιδιαίτερα στο κομμάτι I surrender που ακούγεται στις πιο καίριες στιγμές της ταινίας.
Γράφει η Αμαλία Μουστάκη.
Φεστιβάλ Βενετίας (με βραβείο γυναικείας ερμηνείας για την πρωταγωνίστρια), Φεστιβάλ του Ρόντερνταμ, επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ D'Angers Premier Plan, φεστιβάλ του Τορόντο, δεκάδες άλλες συμμετοχές σε φεστιβάλ της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ασίας και κυρίως συμμετοχή στο κορυφαίο Αμερικανικό φεστιβάλ ανεξάρτητου κινηματογράφου, το Sundance.
Πριν κάποιους μήνες όλα τα παραπάνω θα θύμιζαν - στην καλύτερη περίπτωση - κακόγουστο ανέκδοτο.
Και ξαφνικά (αλλά όχι από το πουθενά) έρχεται η Αθηνά Τσαγγάρη, μια ελληνίδα σκηνοθέτρια άγνωστη στο ευρύ κοινό, συνεργάτιδα του Δημήτρη Παπαϊωάννου στους Ολυμπιακούς και αλλού, να τα κάνει πραγματικότητα με την πρώτη κιόλας μεγάλου μήκους ταινία της, το Attenberg.
Τρυφερή, γλυκόπικρη, κυνική, ανθρώπινη, αποστασιοποιημένη, ανεπιτήδευτη και ...
...επιτηδευμένη ταυτόχρονα, όποιο επίθετο και να διαλέξει κανείς με κάποιο περίεργο τρόπο θα αποδώσει και μια πτυχή της αριστουργηματικής αυτής ταινίας, χωρίς όμως να μπορεί να την αποδώσει στο σύνολο της.
Γιατί πώς μπορείς να περιγράψεις τις σκληρές σκηνές στο νοσοκομείο όπου ο πατέρας της ηρωίδας αργοπεθαίνει, όταν αυτές εναλλάσσονται με τα γκονταρικά ιντερμέδια των δύο ηρωίδων που χορεύουν σαν καλοκουρδισμένες μαριονέτες ντυμένες πανομοιότυπα;
Πώς να μιλήσεις για τον έρωτα που ανακαλύπτει αμήχανα (και ταυτόχρονα μηχανικά) η σχεδόν αέρινη Μαρίνα (Ariane Labed) τη στιγμή που η καλύτερη φίλη της, η Μπέλα (Ευαγγελία Ράντου) γειώνεται μέσα από την άνεση με τη σεξουαλική πλευρά της;
Ηχοι και σιωπές, το αστείο και το σοβαρό, η ζωή και ο θάνατος, το πνεύμα και η σάρκα…
Τόσες αντιφάσεις, σε ένα σενάριο που σε μια πρώτη ανάγνωση θα φάνταζε απλοϊκό.
Μια νεαρή κοπέλα, η Μαρίνα, φροντίζει τον αρχιτέκτονα πατέρα της Σπύρο (Βαγγέλης Μουρίκης) στις τελευταίες του μέρες.
Το περιβάλλον γύρω τους βιομηχανικό (τα άσπρα σπίτια Βοιωτίας) έρχεται σε αντίθεση με το αποστειρωμένο περιβάλλον του νοσοκομείου αλλά ταυτόχρονα αποτελεί το καλύτερο φόντο στην προσπάθεια της ηρωίδας να “χτίσει” την προσωπικότητα, τη σεξουαλικότητα, την ύπαρξη της μια που στα 23 της χρόνια μοιάζει να ταλαντεύεται ακόμα ανάμεσα στην αθωότητα του μικρού παιδιού και στην ανησυχία της γυναίκας που βλέπει να χάνει την σταθερά του αρχιτέκτονα πατέρα και ψάχνει τις νέες κολόνες που θα την στηρίξουν.
Στην ταινία εμφανίζεται και ο Γιώργος Λάνθιμος, ο σκηνοθέτης του περσινού Κυνόδοντα.
Η ατμόσφαιρα των δύο ταινιών μοιάζει σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από το να θεωρηθεί απλή σύμπτωση.
Σε καμία περίπτωση όμως οι όποιες ομοιότητες δε φτάνουν στην άποψη ότι πρόκειται περί αντιγραφής.
Το Αttenberg είναι μια φρέσκια και ανήσυχη ταινία, μια ταινία αφύπνισης και ωρίμανσης, μια ταινία για όλους εκείνους που γνωρίζουν ότι η ενηλικίωση, η απόκτηση ταυτότητας είναι μια εσωτερική υποθεση που φλερτάρει άλλοτε με την μελαγχολία, αλλοτε με το χιούμορ.
Μα αυτά δεν είναι τα συστατικά στοιχεία της ίδιας μας της ζωής άλλωστε;
Ξεχωριστή μνεια στη μουσική των Suicide και ιδιαίτερα στο κομμάτι I surrender που ακούγεται στις πιο καίριες στιγμές της ταινίας.