Ο 68χρονος Βρετανός Jonathan Lynn έχει να σκηνοθετήσει ταινία από το 2003 (The Fighting Temptations) και ταινία που να βλέπεται από το 2000 με τον Μαφιόζο της Διπλανής Πόρτας, αλλά εγώ δε πρόκειται να ξεχάσω το ξεκαρδιστικό My Cousin Vinny το 1992 με τον Joe Pesci και τη Marisa Tomei στην απολαυστικότερη στιγμή της καριέρας τους.
Όπως καταλάβατε, η κωμωδία καταστάσεων κυλά στο αίμα του Βρετανού σκηνοθέτη και μόνο γι’αυτό οφείλουμε να δώσουμε σημασία στο Wild Target παρά το κακό word of mouth και το χιλιοειπωμένο στόρι.
Για την ακρίβεια, πρόκειται για το remake μιας Γαλλικής ταινίας του 1993 με τίτλο Cible Emouvante (παρεμπιπτόντως, από την άλλη εβδομάδα ξεκινάμε μια μόνιμη στήλη για τα remake για την οποία είμαι ενθουσιασμένος).
Ο – διασκεδαστικός όπου κι αν παίζει – Bill Nighy υποδύεται τον Βίκτωρ, έναν επαγγελματία δολοφόνο που ζει για να ευχαριστεί την ανάπηρη μητέρα του.
Οι δολοφονίες είναι παράδοση στην οικογένεια αλλά ο Βίκτωρ δεν έχει σύζυγο άρα ούτε διάδοχο και αυτό είναι πρόβλημα, κάτι που δείχνει να καταλαβαίνει μεν αλλά ...
...να συνεχίζει να εκτελεί τους στόχους του χωρίς να σκέφτεται να κάνει κάτι σύντομα γι’αυτό δε.
Μέχρι που ο κόσμος του έρχεται πάνω κάτω όταν του ανατίθεται να βγάλει από τη μέση τη Rose (Emily Blunt), μια κλεπτομανή που μόλις εξαπάτησε έναν μεγάλο έμπορο τέχνης (Rupert Everett).
Παρά τη διαφορά ηλικίας, ο Βίκτωρ νοιώθει μια συμπάθεια για τη Rose και όχι μόνο δε μπορεί να τη βγάλει από τη μέση αλλά αναλαμβάνει να τη προστατεύσει από τους άλλους assasins που προσλαμβάνονται να τελειώσουν τη δουλειά.
Αυτή του η απόφαση θα τον κάνει να φύγει για την επαρχία μαζί με τη κοπέλα και έναν νέο φίλο (Rupert Grint, ο Ron στα Harry Potter) που καπνίζει χόρτο συνεχώς και που με τον καιρό προορίζεται να εκπαιδευτεί ως προστατευόμενος του.
Το Wild Target είναι γεμάτο από Βρετανικό χιούμορ (έτσι ελπίζω τουλάχιστον) και παρά τις κακές κριτικές, έχω εμπιστοσύνη στον Lynn.
Θα έλεγα θετικά και για την Emily Blunt αλλά η κοινή διαπίστωση που διαβάζω είναι ότι είναι εντελώς άσχετη με τη ταινία και δεν προσφέρει ούτε ένα αστείο.
Ξέρω, κι εμένα μου αρέσει αλλά ...ας μην εκτεθώ.
Στην Αμερική έκανε πρεμιέρα στις 29 Οκτωβρίου 2010 σε λίγες αίθουσες και με λίγες έμεινε.
Για Ελλάδα δεν έχει ακουστεί κάτι.
Όπως καταλάβατε, η κωμωδία καταστάσεων κυλά στο αίμα του Βρετανού σκηνοθέτη και μόνο γι’αυτό οφείλουμε να δώσουμε σημασία στο Wild Target παρά το κακό word of mouth και το χιλιοειπωμένο στόρι.
Για την ακρίβεια, πρόκειται για το remake μιας Γαλλικής ταινίας του 1993 με τίτλο Cible Emouvante (παρεμπιπτόντως, από την άλλη εβδομάδα ξεκινάμε μια μόνιμη στήλη για τα remake για την οποία είμαι ενθουσιασμένος).
Ο – διασκεδαστικός όπου κι αν παίζει – Bill Nighy υποδύεται τον Βίκτωρ, έναν επαγγελματία δολοφόνο που ζει για να ευχαριστεί την ανάπηρη μητέρα του.
Οι δολοφονίες είναι παράδοση στην οικογένεια αλλά ο Βίκτωρ δεν έχει σύζυγο άρα ούτε διάδοχο και αυτό είναι πρόβλημα, κάτι που δείχνει να καταλαβαίνει μεν αλλά ...
...να συνεχίζει να εκτελεί τους στόχους του χωρίς να σκέφτεται να κάνει κάτι σύντομα γι’αυτό δε.
Μέχρι που ο κόσμος του έρχεται πάνω κάτω όταν του ανατίθεται να βγάλει από τη μέση τη Rose (Emily Blunt), μια κλεπτομανή που μόλις εξαπάτησε έναν μεγάλο έμπορο τέχνης (Rupert Everett).
Παρά τη διαφορά ηλικίας, ο Βίκτωρ νοιώθει μια συμπάθεια για τη Rose και όχι μόνο δε μπορεί να τη βγάλει από τη μέση αλλά αναλαμβάνει να τη προστατεύσει από τους άλλους assasins που προσλαμβάνονται να τελειώσουν τη δουλειά.
Αυτή του η απόφαση θα τον κάνει να φύγει για την επαρχία μαζί με τη κοπέλα και έναν νέο φίλο (Rupert Grint, ο Ron στα Harry Potter) που καπνίζει χόρτο συνεχώς και που με τον καιρό προορίζεται να εκπαιδευτεί ως προστατευόμενος του.
Το Wild Target είναι γεμάτο από Βρετανικό χιούμορ (έτσι ελπίζω τουλάχιστον) και παρά τις κακές κριτικές, έχω εμπιστοσύνη στον Lynn.
Θα έλεγα θετικά και για την Emily Blunt αλλά η κοινή διαπίστωση που διαβάζω είναι ότι είναι εντελώς άσχετη με τη ταινία και δεν προσφέρει ούτε ένα αστείο.
Ξέρω, κι εμένα μου αρέσει αλλά ...ας μην εκτεθώ.
Στην Αμερική έκανε πρεμιέρα στις 29 Οκτωβρίου 2010 σε λίγες αίθουσες και με λίγες έμεινε.
Για Ελλάδα δεν έχει ακουστεί κάτι.