********** 5/10
Στο FilmBoy υπάρχουν διαφορετικές απόψεις.
Διαβάστε εδώ την κριτική της Τατιάνας Τζινιώλη.
Γράφει η Αμαλία Μουστάκη.
Άλλη μια ταινία που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα για φέτος, το The way Back περιγράφει το επικό ταξίδι μιας ομάδας φυλακισμένων στα γκούλαγκ της Σιβηρίας, οι οποίοι - για τους δικούς του λόγους ο καθένας - σχεδίασαν και πραγματοποίησαν την απόδραση τους το 1942.
Σκηνοθέτης ο ακριβοθώρητος Peter Weir που μετά τις θάλασσες και τους ωκεανούς του Master and Commander (2003) μας μεταφέρει τώρα σε βουνά και ερήμους από τη Μογγολία μέχρι το Θιβέτ και τα Ιμαλάια.
Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους ο παλιός γνώριμος του Weir από το Truman Show, o Ed Harris γεμίζει και πάλι τα πλάνα με τη συνήθη βαρύτητα της προσωπικότητας του με συνοδοιπόρους στο επικό και αντικειμενικά ακατόρθωτο ταξίδι τον Colin Farrell να μας διασκεδάζει με τη ρωσική προφορά και τα - είμαι μικροαπατεώνας - τατουάζ του, ενώ άτονος αν και με τον κεντρικό ρόλο εμφανίζεται ο Jim Sturgess του 21.
Ως αντίβαρο ...
...στην λακωνική τραχύτητα των ανδρικών ρόλων έρχεται η εύθραυστη Saoirse Ronan με το εντυπωσιακό βιογραφικό σε σχέση με τη νεαρή της ηλικία (Atonement, The lovely Bones) η οποία υποδύεται μια ορφανή Πολωνέζα που ακολουθεί εξίσου θαρραλέα και επίμονα το καραβάνι των δραπετών στην πορεία προς την ελευθερία.
Αυτή άλλωστε είναι και η βασική ιδέα του φιλμ.
Το πώς η επιθυμία για διαφυγή από τις άθλιες και εξοντωτικές συνθήκες της ζωής στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Σιβηρίας ωθεί εφτά άνδρες να τολμήσουν αυτό που φαντάζει ακατόρθωτο: να περπατήσουν χιλιάδες χιλιόμετρα κάτω από τις πιο αντίξοες κλιματολογικές συνθήκες μέχρι να περάσουν τα σύνορα της τότε Σοβιετικής Ένωσης και να ανακτήσουν την ελευθερία.
Μια πορεία που υποτίθεται πραγματοποίησε και ο συγγραφέας του βιβλίου “The Long Walk” πάνω στο οποίο βασίστηκε το σενάριο, ο Πολωνός αξιωματικός Slavomir Rawcz.
H τελειομανία του Weir για άλλη μια φορά δίνει τον τόνο σε μια εντυπωσιακή αναμφισβήτητα ιστορία η οποία όμως ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα στο να πάρει διαστάσεις έπους από τη μια ή στο να γίνει μια βαρετή εξιστόρηση που θα θυμίζει οδοιπορικό του National Geographic από την άλλη.
Στο μεταίχμιο αυτό η ταινία τελικά σώζεται χάρη στην ευαισθησία ή ακόμα και στο χιούμορ με το οποίο αντιμετωπίζουν τις απίστευτες αντιξοότητες οι ήρωες.
Κυρίως όμως είναι η αίσθηση πως περπατάμε κι εμείς μαζί τους, πως ακολουθούμε το ταξίδι σπιθαμή προς σπιθαμή, πως υποφέρουμε από την υποθερμία, την πείνα, την αφυδάτωση, πως έχουμε κι εμείς φουσκάλες και πρήξιμο στα πόδια, κάψιμο και φλύκταινες στο δέρμα (εξαιρετική η υποψήφια για όσκαρ δουλειά του make-up team)
Ωστόσο αντί για την έμφαση στη δερματολογική τους κατάσταση, θα ήταν προτιμότερο να πριμοδοτηθεί η περισσότερο ολοκληρωμένη σκιαγράφηση των χαρακτήρων.
Δεν είναι δυνατόν άτομα που ταξιδεύουν επί τόσους μήνες να μην έχουν συναισθηματικές διακυμάνσεις, να μην εμφανίζουν αντιφάσεις.
Επιπλέον το τέλος του ταξιδιού δεν εκπληρώνει την απαιτούμενη αίσθηση κάθαρσης, αφήνει περισσότερο μια αίσθηση ανολοκλήρωτου, σα να έχει τελειώσει ο χρόνος ή το φιλμ του Weir και πρέπει να κλείσει την ταινία του στα γρήγορα.
Ειδικά η τελευταία σκηνή είναι σχεδόν κωμική...
Το The Way Back σε τελική ανάλυση είναι μια ταινία που ξεκίνησε με τις καλύτερες προθέσεις προσπαθώντας να πετύχει μια επική διάσταση χωρίς όμως ταυτόχρονα να επιδώσει επικότητα στους χαρακτήρες.
Πολύ περισσότερο που ο Mr Peter Weir είχε περισσότερα από εφτά χρόνια για να πραγματοποιήσει τα μεγαλόπνοα σχέδια του!
Θάλασσα versus έρημος λοιπόν σημειώσατε 1!!
Στο FilmBoy υπάρχουν διαφορετικές απόψεις.
Διαβάστε εδώ την κριτική της Τατιάνας Τζινιώλη.
Γράφει η Αμαλία Μουστάκη.
Άλλη μια ταινία που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα για φέτος, το The way Back περιγράφει το επικό ταξίδι μιας ομάδας φυλακισμένων στα γκούλαγκ της Σιβηρίας, οι οποίοι - για τους δικούς του λόγους ο καθένας - σχεδίασαν και πραγματοποίησαν την απόδραση τους το 1942.
Σκηνοθέτης ο ακριβοθώρητος Peter Weir που μετά τις θάλασσες και τους ωκεανούς του Master and Commander (2003) μας μεταφέρει τώρα σε βουνά και ερήμους από τη Μογγολία μέχρι το Θιβέτ και τα Ιμαλάια.
Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους ο παλιός γνώριμος του Weir από το Truman Show, o Ed Harris γεμίζει και πάλι τα πλάνα με τη συνήθη βαρύτητα της προσωπικότητας του με συνοδοιπόρους στο επικό και αντικειμενικά ακατόρθωτο ταξίδι τον Colin Farrell να μας διασκεδάζει με τη ρωσική προφορά και τα - είμαι μικροαπατεώνας - τατουάζ του, ενώ άτονος αν και με τον κεντρικό ρόλο εμφανίζεται ο Jim Sturgess του 21.
Ως αντίβαρο ...
...στην λακωνική τραχύτητα των ανδρικών ρόλων έρχεται η εύθραυστη Saoirse Ronan με το εντυπωσιακό βιογραφικό σε σχέση με τη νεαρή της ηλικία (Atonement, The lovely Bones) η οποία υποδύεται μια ορφανή Πολωνέζα που ακολουθεί εξίσου θαρραλέα και επίμονα το καραβάνι των δραπετών στην πορεία προς την ελευθερία.
Αυτή άλλωστε είναι και η βασική ιδέα του φιλμ.
Το πώς η επιθυμία για διαφυγή από τις άθλιες και εξοντωτικές συνθήκες της ζωής στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Σιβηρίας ωθεί εφτά άνδρες να τολμήσουν αυτό που φαντάζει ακατόρθωτο: να περπατήσουν χιλιάδες χιλιόμετρα κάτω από τις πιο αντίξοες κλιματολογικές συνθήκες μέχρι να περάσουν τα σύνορα της τότε Σοβιετικής Ένωσης και να ανακτήσουν την ελευθερία.
Μια πορεία που υποτίθεται πραγματοποίησε και ο συγγραφέας του βιβλίου “The Long Walk” πάνω στο οποίο βασίστηκε το σενάριο, ο Πολωνός αξιωματικός Slavomir Rawcz.
H τελειομανία του Weir για άλλη μια φορά δίνει τον τόνο σε μια εντυπωσιακή αναμφισβήτητα ιστορία η οποία όμως ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα στο να πάρει διαστάσεις έπους από τη μια ή στο να γίνει μια βαρετή εξιστόρηση που θα θυμίζει οδοιπορικό του National Geographic από την άλλη.
Στο μεταίχμιο αυτό η ταινία τελικά σώζεται χάρη στην ευαισθησία ή ακόμα και στο χιούμορ με το οποίο αντιμετωπίζουν τις απίστευτες αντιξοότητες οι ήρωες.
Κυρίως όμως είναι η αίσθηση πως περπατάμε κι εμείς μαζί τους, πως ακολουθούμε το ταξίδι σπιθαμή προς σπιθαμή, πως υποφέρουμε από την υποθερμία, την πείνα, την αφυδάτωση, πως έχουμε κι εμείς φουσκάλες και πρήξιμο στα πόδια, κάψιμο και φλύκταινες στο δέρμα (εξαιρετική η υποψήφια για όσκαρ δουλειά του make-up team)
Ωστόσο αντί για την έμφαση στη δερματολογική τους κατάσταση, θα ήταν προτιμότερο να πριμοδοτηθεί η περισσότερο ολοκληρωμένη σκιαγράφηση των χαρακτήρων.
Δεν είναι δυνατόν άτομα που ταξιδεύουν επί τόσους μήνες να μην έχουν συναισθηματικές διακυμάνσεις, να μην εμφανίζουν αντιφάσεις.
Επιπλέον το τέλος του ταξιδιού δεν εκπληρώνει την απαιτούμενη αίσθηση κάθαρσης, αφήνει περισσότερο μια αίσθηση ανολοκλήρωτου, σα να έχει τελειώσει ο χρόνος ή το φιλμ του Weir και πρέπει να κλείσει την ταινία του στα γρήγορα.
Ειδικά η τελευταία σκηνή είναι σχεδόν κωμική...
Το The Way Back σε τελική ανάλυση είναι μια ταινία που ξεκίνησε με τις καλύτερες προθέσεις προσπαθώντας να πετύχει μια επική διάσταση χωρίς όμως ταυτόχρονα να επιδώσει επικότητα στους χαρακτήρες.
Πολύ περισσότερο που ο Mr Peter Weir είχε περισσότερα από εφτά χρόνια για να πραγματοποιήσει τα μεγαλόπνοα σχέδια του!
Θάλασσα versus έρημος λοιπόν σημειώσατε 1!!