Γράφει η Αμαλία Μουστάκη.
Στο Open Hearts εστίασε στην ιδέα ότι μια τυχαία συνάντηση μπορεί να αλλάξει τη ζωή μας με τρόπους που ούτε καν φανταζόμασταν.
Στο Brothers αντιμετώπισε ένα ακόμα πιο περίπλοκο ζήτημα, αυτό της αδελφικής αντιπαλότητας αλλά και τις επιπτώσεις της βίας στην ψυχοσύνθεση ενός στρατιώτη.
Στο After the Wedding μίλησε για την απόγνωση των ορφανών παιδιών στην Ινδία, για μυστικά που αποκαλύπτονται, για την αλαζονεία του πλούτου.
Η Susanne Bier αυτή τη φορά καταπιάνεται με ένα ακόμα “δύσκολο” θέμα και περιγράφει πώς η βία διαπερνά κάθε πλευρά της ζωής και διαμορφώνει τις συμπεριφορές ανθρώπων εντελώς διαφορετικής κουλτούρας, έθνους ακόμα και ηλικίας.
Με άλλα λόγια, το In a Better World από τη Δανία φιλοδοξεί να γίνει ...
...ένα δοκίμιο περί της αρχέγονης επιβολής της βίας στις ψυχές των ανθρώπων παρά τις αντιστάσεις αυτών που πρεσβεύουν την ειρήνη.
Φιλοδοξεί.
Κατά την εκτίμηση των κριτών της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου το καταφέρνει κιόλας και γι’αυτό της έδωσαν το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας για το 2011.
Ας μας επιτραπεί να έχουμε τις ενστάσεις μας....
Δύο παράλληλες ιστορίες, δύο οικογένειες, δύο μικρά παιδιά αλλά και δύο εκ διαμέτρου διαφορετικοί κόσμοι, μια σχεδόν “αποστειρωμένη” δανική πόλη και η καθημερινότητα των εχθροπραξιών και της αθλιότητας σε ένα στρατόπεδο προσφύγων της Αφρικής συνιστούν τον καμβά πάνω στον οποίο συνθέτει η Bier την ιστορία της.
Ο Εlias (Markus Rygaard) είναι εκείνο το αγόρι που συναντάμε σχεδόν σε κάθε σχολείο, εσωστρεφής, κλειστός, εύκολος στόχος για τους δυναμικούς και είρωνες συμμαθητές του.
Οι γονείς του βρίσκονται σε διαδικασία διαζυγίου και ο πατέρας του προσφέρει τις ιατρικές του υπηρεσίες στην Αφρική.
Ο Christian (William Johnk Nielsen) έχει χάσει τη μητέρα του από καρκίνο και μόλις έχει μετακομίσει με τον ευκατάστατο πατέρα του στο σπίτι της γιαγιάς του.
Τα δύο αγόρια συνδέονται φιλικά, ο δυναμικός Christian όμως συμπαρασύρει τον άτολμο Elias σε βίαιες συμπεριφορές.
Είναι η μία πλευρά της βίας, αυτή που σοκάρει και περισσότερο γιατί δεν προσιδιάζει στην αθωότητα της παιδικής ηλικίας.
Από την άλλη πλευρά η Αφρική, με την εξωτική γοητεία της γίνεται το σκηνικό όπου λαμβάνει χώρα η “ενήλικη” βία, η βία που προστάζει να εκδηλώνονται ανερυθρίαστα ακόμα και τα πιο αιμοσταγή ένστικτα των εκάστοτε ισχυρών επάνω σε άμαχες γυναίκες, πρόσφυγες, παιδιά.
Οι δύο ιστορίες συνδέονται από την Bier σταδιακά, αβίαστα, καθώς η σκηνοθέτης έχει εμπιστοσύνη στην αντιληπτική ικανότητα των θεατών της.
Εκεί ακριβώς όμως είναι που πάσχει συνολικά και η ταινία.
Ακαδημαϊκή συναρμολόγηση των επιμέρους σκηνών, όλα τακτοποιημένα έτσι ώστε να αποσπάσουν τη συγκίνηση ή την αποστροφή κατά περίπτωση, κάμερα που ακολουθεί κατά βήμα τους ήρωες, ζουμάρει στα πρόσωπα (συμπαθείς κατά τα άλλα όλοι οι πρωταγωνιστές), σεκάνς με συναισθήματα (“εσύ φταις που πέθανε η μητέρα” κατηγορεί ο μικρός Christian τον πατέρα του και έχεις την αίσθηση ότι βλέπεις ελληνικό κινηματογράφο του'60) που φλερτάρουν με το μελό και εν τέλει τι;
Όλα εννοούνται και στο τέλος φεύγεις από την αίθουσα με την αίσθηση ότι μόλις έχασες την ευκαιρία να δεις μια σπουδαία ταινία που θα είχε σα θέμα τη βία, την ωμή πραγματικότητα που στο δυτικό κόσμο απλώς σενιάρεται με την αστική δικαιολογία της δυσλειτουργικής οικογένειας.
Σίγουρα η προβολή της ταινίας θα εγείρει πολλές αντιπαραθέσεις για το αν άξιζε να είναι το Ιn A Better World η οσκαρούχος ξενόγλωσση και όχι ο Κυνόδοντας.
Χωρίς καμία διάθεση για εθνικιστικές κορώνες και με εκτίμηση για την οσκαρικών προδιαγραφών φωτογράφηση - ιδιαίτερα ξεχωρίζουν οι σκηνές από την Αφρική – θα λέγαμε ότι κάλλιστα το βραβείο θα έπρεπε να κατηφορίσει νοτιότερα της Δανίας.
Ίσως (όχι αύριο) αλλά κάποια επόμενη φορά!
Έρχεται στην Ελλάδα από την Odeon στις 24 Μαρτίου.