Το καλό με τα φεστιβάλ και η κύρια διαφορά με τα Village ας πούμε, είναι ότι είναι πολύ εύκολο να καταλάβεις αν μια ταινία άρεσε ή όχι.
Κάποιοι σχολιάζουν δυνατά χωρίς να φοβούνται τα μακρόσυρτα ‘σσσ’ από τον πισινό τους, άλλοι φεύγουν στη μέση για να κάνουν μια βόλτα στο φουαγιέ, άλλοι χειροκροτούνε στο τέλος ή βγάζουν επιφωνήματα δυσαρέσκειας κλπ.
Ναι, τα φεστιβάλ μπορούν να γίνουν αδυσώπητα στις πατατιές.
Το Amer των Bruno Forzani και Helen Cattet ήταν η ταινία στην οποία οι μισοί θεατές έφυγαν στη μέση και αυτοί που είχαν το κουράγιο να μείνουν ως το τέλος, το έκαναν με σχόλια ‘τι βλέπουμε ρε;’ ή ‘πότε τελειώνει;’.
Αν λάβεις υπόψη σου ότι μιλάμε για μια ταινία που βραβεύτηκε σε όλα (!) τα φεστιβάλ που πήρε μέρος, ότι συνολικά οι κριτικές του είναι πολύ καλές και ότι συμπεριλαμβάνεται στις Top-20 καλύτερες ταινίες του Quentin Tarantino για το 2010, το συμπέρασμα που βγάζω εγώ είναι ένα:
Το ελληνικό κοινό δεν είναι ώριμο για φεστιβαλικές ταινίες, έστω και σε ένα Horror Festival.
Το Amer δε μου άρεσε καθόλου, όμως το Amer είναι μια καταπληκτική ταινία.
Αφήστε με να προσπαθήσω να το σώσω αυτό που μόλις είπα.
Η αδικία είναι ότι δεν είναι η ταινία τρόμου που νομίζαμε όλοι και σας διαβεβαιώνω ότι γίνεται πολύ ενοχλητική για τους θεατές.
Όχι γιατί είναι κακή - αντίθετα είναι μια μεγάλη καινοτομία κι έχει φοβερή μαστοριά - αλλά γιατί χτιζει συνεχώς προσδοκίες στους θεατές χωρίς όμως ποτέ να φεύγει από τη πορεία του και χωρίς ποτέ να δίνει στο κοινό μια διέξοδο.
Αν για παράδειγμα η ταινία στο τέλος των τριών πράξεων είχε και έναν κακό που αποκαλύπτεται ή μια τελική αναμέτρηση ή έστω μια κάθαρση σεναριακή, θα μιλάγαμε για ένα αριστουργηματικό φιλμ.
Αλλά έτσι, είναι ένα τεχνικό στολίδι, ένα φιλμ καλλιτεχνικού τρόμου, ένα σινεμά αυστηρά για ειδήμονες και εν τέλη, η μεγαλύτερη πατάτα για το κοινό του Screamin’ Athens.
Την Ana τη γνωρίζουμε παιδί (Cassandra Foret) στο σπίτι με τα κλειδωμένα δωμάτια, τους ψίθυρους πίσω από τις πόρτες, το βλέμμα κάποιου να τη παρακολουθεί από τη κλειδαρότρυπα και τη μαυροντυμένη να μην την αφήνει να ουρλιάξει.
Αργότερα, ως κοπέλα (Charlotte Eugene Guibeaut) που βρίσκεται μπροστά στην σεξουαλική αναζήτηση και μπροστά σε μια ομάδα μηχανόβιων με μια φούστα που σηκώνεται από τον αέρα.
Τέλος, ώριμη γυναίκα πια (Marie Bos), επιστρέφει στο σπίτι με τα δωμάτια που τώρα είναι σε κακή κατάσταση από την εγκατάλειψη ...ή μήπως όχι;
Κοντινά πλάνα στις κόρες των ματιών και στον ιδρώτα του δέρματος, η κάμερα στο πλάι, καλειδοσκοπικές σκηνές ...τεχνικές κινηματογράφησης που ανήκουν στα 70’s horror του Argento.
Η διαφορά είναι ότι ο Dario Argento (στο Suspiria τουλάχιστον που θυμάμαι) τα έκανε αυτά για να φτιάξει ένα ολοκληρωμένο και τελικά αριστουργηματικό θρίλερ, ενώ το ζευγάρι Cattet – Forzani το κάνουν για επίδειξη και μένουν εκεί.
Χωρίς σενάριο, χωρίς αρχή και τέλος και χωρίς νόημα ουσιαστικά, το Amer μοιάζει με άσκηση μαθητών της σχολής Argento ...αλλά πολύ καλών μαθητών.
Το ρετρό του μέλλοντος.