Αρκετά όμορφο στο μάτι για να το ξετινάξεις στη κριτική, με λίγες καλές στιγμές για να το χαντακώσεις τελείως, αλλά τελικά καθόλου καλό για να το παρακολουθήσεις.
Και θα πρέπει να είναι πολύ αισιόδοξοι όσοι αποφασίσουν να κάνουν τελικά το sequel του Priest.
Βασισμένο στο Κορεάτικο κόμικ, το Priest του Scott Stewart (δεύτερη σκηνοθετική δουλειά του μετά το Legion) έχει κάποια ΄δροσερά' εξωτερικά πλάνα στην έρημο (πάντα με συνάρπαζαν οι αχανές εκτάσεις) και κανα δυο cool turbo-μοτοσικλέτες αλλά αυτά δε φτάνουν.
Αντίθετα, το τετριμμένο στόρι, οι κάτι από σκηνές δράσης και η 'τηλεοπτική' σκηνοθεσία (θα ορκιζόμουν ότι έβλεπα τηλεοπτική σειρά) υπερισχύουν και κάνουν το Priest ένα μετριότατο sci fi action thriller που δεν αξίζει της προσοχής μας και που θα έχω ξεχάσει μέχρι να τελειώσω το κείμενο.
Το Priest ξεκινάει κατάλληλα σαν κόμικ εισάγοντας τους μη μυημένους στο στόρι της ταινίας, όπου οι βρυκόλακες πάντα υπήρχαν και πολεμούν τους ανθρώπους εδώ και αιώνες.
Η ανθρωπότητα παίρνει τελικά το πάνω χέρι όταν εκπαιδεύει μια ειδική ομάδα βαμπιροδολοφόνων, τους Ιερείς, που θα μπορούσατε να τους πείτε Πεζοναύτες του Θεού.
Το πρόβλημα με τους Ιερείς είναι ότι μόλις τελείωσε ο πόλεμος με τα βαμπίρ δε μπορούν να ενταχθούν στη κοινωνία, στις δουλειές δεν τους παίρνει κανένας και είναι δαχτυλοδειχτούμενοι από τα μικρά παιδιά λόγω του τατουάζ στο μέτωπο.
Τα λίγα βαμπίρ που απέμειναν έχουν περιοριστεί σε εγκαταστάσεις έξω από τις πόλεις, οι οποίες με τη σειρά τους είναι προστατευμένες από πανύψηλους τοίχους και ...από την Εκκλησία.
Οι πόλεις-τέρατα κυβερνώνται με σιδηρά πυγμή από την Εκκλησία με επικεφαλής τον αυστηρό και ξεροκέφαλο Σεβασμιότατο Orelas (Christopher Plummer, The Last Station) και στις οποίες πόλεις η προσευχή και η εξομολόγηση (με ηλεκτρονικό τρόπο, πολύ γέλιο) είναι καταναγκαστική και επιφέρει τιμωρίες σε όποιον αρνείται.
Υπάρχουν όμως και άνθρωποι που επιλέγουν να ζήσουν έξω από τα τείχη αλλά το πράτουν με δική τους ευθύνη, όπως η οικογένεια Pace – Stephen Moyer, Madchen Amick και η μικρή Lily Collins (The Blind Side) στο ρόλο της Lucy.
Όταν η οικογένεια δέχεται την επίθεση των βαμπίρ, η μικρή Lucy εξαφανίζεται και ο Ιερέας-πρωταγωνιστής Paul Bettany (The Tourist) μαζί με τον νεαρό Σερίφη-γκόμενο της μικρής, Cam Gigandet (The Experiment) ξεκινούν με τις jet-μηχανές τους να τη βρουν.
Σημαντικό ρόλο έχει και ο Karl Urban (And Soon The Darkness) ως τον υπερ-κακό, κάτι μεταξύ ανθρώπου και βαμπίρ ...με καπέλο Indiana Jones αλλά και η Maggie Q (New York, I Love You) στο ρόλο μιας Ιέρειας (Priestess) που ήταν στην ομάδα του Priest.
Εμφανίζεται και η μορφή Brad Dourif (Chain Letter) στο ρόλο που ξέρει να κάνει καλά, αυτόν του βρωμιάρη ρακένδυτου τυχοδιώκτη.
Ο σκηνοθέτης Scott Charles Stewart επιμένει στον Paul Bettany για τις ταινίες του (όπως και στο Legion) και ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί.
Δεν του πάνε οι ταινίες δράσης, δεν έχει γκάμα ερμηνειών, δεν είναι καν 'γοητευτικός' στην οθόνη και σε όποια ταινία κι αν παίζει νομίζεις ότι είναι από άλλο έργο – με μοναδική εξαίρεση το Dogville του Lars von Trier όπου έπαιξε τον μοναδικό ταιριαστό του ρόλο.
Ο έταιρος πρωταγωνιστής Cam Gigandet είναι κανονικά σε άλλη ταινία.
Όπου δείτε γραμμένο ότι ο συγκεκριμένος παίζει στο Priest, είναι υπερβολή.
Εκτός κλίματος στο μεγαλύτερο διάστημα ...με ένα μόνιμο ψευτοχαμόγελο ακόμα και σε στιγμές συγκηνητικές ...είναι κανονικότατα σε άλλη ταινία.
Το μεγάλο μειονέκτημα όμως του Priest είναι στα τεχνικά.
Δεν έχω ξανασυναντήσει ταινία που να τελειώνει τα πλάνα της με zoom και τη μουσική να δυναμώνει, ακριβώς όπως σε όλες τις τηλεοπτικές σειρές.
Δε ξέρω αν καταλαβαίνετε τί εννοώ.
Για παράδειγμα, λέει ο πρωταγωνιστής σαπουνόπερας: 'Εγώ όμως ξέρω!'
Και η κάμερα ζουμάρει στο πρόσωπό του, με τη μουσική να κάνει 'Νταντάν!' λές και είπε κάτι συνταρακτικό, και η σκηνή τελειώνει.
Οι σκηνές δράσης είναι υπόδειγμα του πώς να μην κάνεις σκηνές δράσης όταν δεν έχεις budget.
Γίνεται ευρεία χρήση πεταγμάτων στυλ Hidden Dragon, μόνο που εδώ μοιάζουν εντελώς ψεύτικα.
Επίσης η τελική σκηνή στο τρένο είναι πρόχειρα φτιαγμένη χωρίς μεγάλη κλιμάκωση και χωρίς το παραμικρό σήκωμα από τη καρέκλα από τη πλευρά του θεατή.
Σε ότι αφορά τα CGI βαμπίρ, ισχύει ότι και για το I Am Legend: δε πείθουν.
Αντίθετα με τους μακιγιαρισμένους βοηθούς των βαμπίρ που φαίνονται μια χαρά.
Το Priest θα ήταν μεγάλη πατάτα αν δεν το έσωζαν τα φουτουριστικά πλάνα της πόλης, οι αχανής έρημοι και η ατμόσφαιρα που, αν μη τί άλλο σε πείθει να μην εμπιστεύεσαι κράτος που κυβερνάται από την Εκκλησία.
Ακόμα κι έτσι όμως, το Priest είναι ένα μέτριο φιλμ.
Όχι κακό αλλά πολύ μέτριο.
Θα το δούμε στην Ελλάδα στις 11 Αυγούστου από τη Audio Visual, εκτός αν το αλλάξουν και πάλι.
Priest trailer by FilmBoy-gr