Γράφει ο Αργύρης Σταματόπουλος.
Τι να πω γι αυτή την ταινία?
Κανονικά θα έπρεπε να γράφω μια βδομάδα, σπάζοντας τη σε κομμάτια και ποστάροντας τα στη στήλη «Σκηνές που αγαπήσαμε».
Ολόκληρη!
Αντ’ αυτού επέλεξα το τελευταίο μέρος της ταινίας, όπου ο τυφλός συνταγματάρχης Frank Slade τα χώνει στον στριμμένο διευθυντή Trask.
Ο μικρός και αθώος Charlie Sims (ο μικρός και αθώος Chris O’Donnel) κατηγορείται από την στριφνή και ξινισμένη αρχή του εκπαιδευτικού ιδρύματος, ότι συγκαλύπτει τους ενόχους συμφοιτητές του που σκάρωσαν μια φάρσα σε βάρος του Trask.
Ο έτερος μάρτυρας του συμβάντος είναι ο γόνος πλούσιου μπαμπά, George Willis Jr (Philip Seymour Hoffman), που προκειμένου να εξαγοράσει την παραμονή του στο σχολείο, κρύβεται πίσω από την τσέπη του Willis Sr και δύναται να συνεργαστεί.
Ο Sims από την άλλη, αν και με υποτροφία εκεί, δεν εξαγοράζεται, οπότε ο παθών διευθυντής στο γενικό συμβούλιο όλου του σχολείου αποφασίζει να τον αποβάλει για τη στάση του.
Και τότε σηκώνεται ο Slade και αρχίζει το χώσιμο.
Αλλά, ανάμεσα στις γραμμές, δεν είναι η υπεράσπιση μόνο του Charlie που κάνει το λόγο του τόσο παθιασμένο.
Ο Slade, ή ο σεναριογράφος Bo Goldman αν θέλετε, ρίχνει ένα χείμαρρο από κατηγορίες προς το στείρο εκπαιδευτικό σύστημα, που, παρόλο που προβάλει την ηθική, την εντιμότητα, την ακεραιότητα του χαρακτήρα και γενικά όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά μιας ηγετικής προσωπικότητας, ουσιαστικά προτρέπει τα νεαρά μυαλά να διαλέγουν την εύκολη συναλλαγή στα προβλήματα τους.
Ο Charlie και ο George έρχονται να αντιμετωπίσουν την ίδια κατάσταση, αλλά διαλέγουν διαφορετικά μονοπάτια.
Ο George διαλέγει την εύκολη λύση, να χρησιμοποιήσει τον πατέρα του για να τον καλύψει από τις ευθύνες του και να μην αμαυρώσει το γνωστό όνομα της οικογένειας.
Ο Charlie έρχεται μόνος του να αντιμετωπίσει τους δαίμονες του και τις συνέπειες των αποφάσεων του, ακόμα και μετά από απόπειρα δωροδοκίας από τον Trask με συστατική επιστολή (την οποία βέβαια και αρνήθηκε).
Ο διευθυντής Trask θεωρεί ότι ένας άνθρωπος που, άσχετα με το αν η στάση του είναι ορθή ή όχι, έχει ακεραιότητα και αντιμετωπίζει όποια κατάσταση με το κεφάλι ψηλά είναι άξιος τιμωρίας και εξευτελισμού.
Αντίθετα, πρέπει να ανταμείβεται αυτός που αποποιείται την ευθύνη του και πετά το μπαλάκι στους άλλους.
Ο Slade καυτηριάζει αυτή την αντιμετώπιση από ένα σύστημα που κατά τα άλλα καυχιέται ότι βγάζει ηγετικές φυσιογνωμίες στην κοινωνία, αλλά πετσοκόβει το πνεύμα και το χαρακτήρα ενός ανθρώπου που δεν φοβάται να ορθώσει το ανάστημα του.
Ωστόσο, δεν κάνει ένα θυμωμένο μονόλογο που θα μπορούσε στην τελική να πει ό,τι είναι να πει και να τα γράψει όλα μετά, απαξιώνοντας τους καθηγητές, τους μαθητές ή το θεσμό γενικά.
Ο Slade προτρέπει τους καθηγητές να μην εγκαταλείψουν τον νεαρό.
Τους καλεί, λέγοντας ότι αν τον καθοδηγήσουν σωστά, η δουλειά τους θα καρποφορήσει σε έναν αξιόλογο άνθρωπο.
Αυτό που κάνει το λόγο του Slade τόσο αληθινό δεν είναι σίγουρα η ρητορική δεινότητα ή το λεξιλόγιο (ειδικά την ‘F’ word την έχει όπως τα μωρά το γάλα!), αλλά το ότι ο καθένας με κοινή λογική και με αληθινές αξίες θα μπορούσε να τον ξεστομίσει.
Είναι ένας απλός αλλά στιβαρός λόγος, που προέρχεται από την καρδιά και όχι από το ξύλινο ‘πλούσιο λέγειν’, γι αυτό και εκφράζει και εκφράζεται από όλους και προς όλους.
Και φυσικά, μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια, τα λόγια αυτά δεν θα μπορούσαν να είναι πιο αληθινά.
Και στο τέλος το clue της υπόθεσης, όταν έρχεται η καθηγήτρια πολιτικής επιστήμης να μιλήσει στον απόστρατο συνταγματάρχη, εκείνος - μόνο από το άρωμα της - αναγνωρίζει το παρουσιαστικό της, με hints για ένα πιθανό ρομαντικό επακόλουθο.
Και μπορεί ο Slade/Pacino να διατείνεται ότι είναι «too old, too tired and too fucking blind», αλλά εμείς δεν κουραζόμαστε ποτέ να τον ακούμε, να τον βλέπουμε και να κρατάμε στο μυαλό μας τα λόγια του.
Stay true, FilmBoy-στες και FilmBoy-στριες!
Τι να πω γι αυτή την ταινία?
Κανονικά θα έπρεπε να γράφω μια βδομάδα, σπάζοντας τη σε κομμάτια και ποστάροντας τα στη στήλη «Σκηνές που αγαπήσαμε».
Ολόκληρη!
Αντ’ αυτού επέλεξα το τελευταίο μέρος της ταινίας, όπου ο τυφλός συνταγματάρχης Frank Slade τα χώνει στον στριμμένο διευθυντή Trask.
Ο μικρός και αθώος Charlie Sims (ο μικρός και αθώος Chris O’Donnel) κατηγορείται από την στριφνή και ξινισμένη αρχή του εκπαιδευτικού ιδρύματος, ότι συγκαλύπτει τους ενόχους συμφοιτητές του που σκάρωσαν μια φάρσα σε βάρος του Trask.
Ο έτερος μάρτυρας του συμβάντος είναι ο γόνος πλούσιου μπαμπά, George Willis Jr (Philip Seymour Hoffman), που προκειμένου να εξαγοράσει την παραμονή του στο σχολείο, κρύβεται πίσω από την τσέπη του Willis Sr και δύναται να συνεργαστεί.
Ο Sims από την άλλη, αν και με υποτροφία εκεί, δεν εξαγοράζεται, οπότε ο παθών διευθυντής στο γενικό συμβούλιο όλου του σχολείου αποφασίζει να τον αποβάλει για τη στάση του.
Και τότε σηκώνεται ο Slade και αρχίζει το χώσιμο.
Αλλά, ανάμεσα στις γραμμές, δεν είναι η υπεράσπιση μόνο του Charlie που κάνει το λόγο του τόσο παθιασμένο.
Ο Slade, ή ο σεναριογράφος Bo Goldman αν θέλετε, ρίχνει ένα χείμαρρο από κατηγορίες προς το στείρο εκπαιδευτικό σύστημα, που, παρόλο που προβάλει την ηθική, την εντιμότητα, την ακεραιότητα του χαρακτήρα και γενικά όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά μιας ηγετικής προσωπικότητας, ουσιαστικά προτρέπει τα νεαρά μυαλά να διαλέγουν την εύκολη συναλλαγή στα προβλήματα τους.
Ο Charlie και ο George έρχονται να αντιμετωπίσουν την ίδια κατάσταση, αλλά διαλέγουν διαφορετικά μονοπάτια.
Ο George διαλέγει την εύκολη λύση, να χρησιμοποιήσει τον πατέρα του για να τον καλύψει από τις ευθύνες του και να μην αμαυρώσει το γνωστό όνομα της οικογένειας.
Ο Charlie έρχεται μόνος του να αντιμετωπίσει τους δαίμονες του και τις συνέπειες των αποφάσεων του, ακόμα και μετά από απόπειρα δωροδοκίας από τον Trask με συστατική επιστολή (την οποία βέβαια και αρνήθηκε).
Ο διευθυντής Trask θεωρεί ότι ένας άνθρωπος που, άσχετα με το αν η στάση του είναι ορθή ή όχι, έχει ακεραιότητα και αντιμετωπίζει όποια κατάσταση με το κεφάλι ψηλά είναι άξιος τιμωρίας και εξευτελισμού.
Αντίθετα, πρέπει να ανταμείβεται αυτός που αποποιείται την ευθύνη του και πετά το μπαλάκι στους άλλους.
Ο Slade καυτηριάζει αυτή την αντιμετώπιση από ένα σύστημα που κατά τα άλλα καυχιέται ότι βγάζει ηγετικές φυσιογνωμίες στην κοινωνία, αλλά πετσοκόβει το πνεύμα και το χαρακτήρα ενός ανθρώπου που δεν φοβάται να ορθώσει το ανάστημα του.
Ωστόσο, δεν κάνει ένα θυμωμένο μονόλογο που θα μπορούσε στην τελική να πει ό,τι είναι να πει και να τα γράψει όλα μετά, απαξιώνοντας τους καθηγητές, τους μαθητές ή το θεσμό γενικά.
Ο Slade προτρέπει τους καθηγητές να μην εγκαταλείψουν τον νεαρό.
Τους καλεί, λέγοντας ότι αν τον καθοδηγήσουν σωστά, η δουλειά τους θα καρποφορήσει σε έναν αξιόλογο άνθρωπο.
Αυτό που κάνει το λόγο του Slade τόσο αληθινό δεν είναι σίγουρα η ρητορική δεινότητα ή το λεξιλόγιο (ειδικά την ‘F’ word την έχει όπως τα μωρά το γάλα!), αλλά το ότι ο καθένας με κοινή λογική και με αληθινές αξίες θα μπορούσε να τον ξεστομίσει.
Είναι ένας απλός αλλά στιβαρός λόγος, που προέρχεται από την καρδιά και όχι από το ξύλινο ‘πλούσιο λέγειν’, γι αυτό και εκφράζει και εκφράζεται από όλους και προς όλους.
Και φυσικά, μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια, τα λόγια αυτά δεν θα μπορούσαν να είναι πιο αληθινά.
Και στο τέλος το clue της υπόθεσης, όταν έρχεται η καθηγήτρια πολιτικής επιστήμης να μιλήσει στον απόστρατο συνταγματάρχη, εκείνος - μόνο από το άρωμα της - αναγνωρίζει το παρουσιαστικό της, με hints για ένα πιθανό ρομαντικό επακόλουθο.
Και μπορεί ο Slade/Pacino να διατείνεται ότι είναι «too old, too tired and too fucking blind», αλλά εμείς δεν κουραζόμαστε ποτέ να τον ακούμε, να τον βλέπουμε και να κρατάμε στο μυαλό μας τα λόγια του.
Stay true, FilmBoy-στες και FilmBoy-στριες!