Clive Barker έλεγε το εξώφυλλο, βασισμένο σε νουβέλα του ίδιου ονόματι 'Cabal' που είχε κυκλοφορήσει το 1988.
Όταν γνωρίζεις ότι λίγο πιο πριν είχε βγάλει το Hellraiser και βλέποντας στο εξώφυλλο διαφόρων λογής σημεία και ...τέρατα, σκέφτεσαι αμέσως ότι πάμε για επόμενο αριστούργημα αρρωστημένου, ψυχολογικού και νοσηρού τρόμου.
Αμ δε...
Για μπιμουβάκι της πλάκας επρόκειτο τελικά από αυτά που καταλαβαίνεις με τη μία ότι δεν ξέραν τι θέλαν να κάνουν μαζί του, καταλήγοντας σε άνισο αποτέλεσμα...
Καταρχάς η ταινία ξεκινάει και δεν καταλαβαίνεις τι γίνεται και γιατί γίνεται.
Κάτι που συμβαίνει σε αρκετές ταινίες μέχρι να μπουν στο ζουμί της υπόθεσης, αλλά εδώ φαίνεται λίγο 'καμμένος' ο τρόπος.
Ένας άντρας που βλέπει περίεργα όνειρα με κάποια τέρατα που τον καλούν να πάει σε κείνους και ξυπνώντας μες στα αίματα, μοιάζει να μην θυμάται τι έχει κάνει.
Μετά κάτι επισκέψεις σε νοσοκομεία και ένας άκυρος που ορκίζεται ότι έχουν επικοινωνήσει και μαζί του, ο οποίος ξαφνικά τρελαίνεται, αρχίζει να αυτοτραυματίζεται και να σκίζει το κρανίο του.
Τελικά το αναμενόμενο θα συμβεί με τον πρωταγωνιστή Aaron Boone (Craig Sheffer) να κατοικοεδρεύει στο νεκροταφείο που ζούσαν τα πλάσματα και στο υπόγειο σπηλαιώδες κρησφύγετο τους, την πόλη Midian.
Εκεί θα συνειδητοποιήσει ότι όντας natural δεν μπορεί να διαμένει και έτσι, μιας και το χε και στο αίμα του θα μετατραπεί και αυτός σε Nightbreed.
Και όταν οι άνθρωποι τους ανακαλύψουν θα κληθεί να τους υπερασπιστεί και να τους εμψυχώσει.
Τα μόνα καλά ήταν ο γεννημένος για cult ρόλους Craig Sheffer που ίσως και δεν χρειάζονταν μάσκα για να φαίνεται τρομακτικός και η τεράστια ποικιλία από διαστροφικά σχεδιασμένα τέρατα, που ζούσαν σε ωραία σχεδιασμένες γκόθικ σπηλιές.
Φανταστική δουλειά και στο make up και τα προσθετικά με έντονες επιρροές στο σχεδιασμό από Lovecraft και Edgar Allan Poe.
Και τι δεν είδαμε, κατακόκκινους ρασταφάρι με σιχαμένες φάτσες και δόντια, χοντρούς με κεφάλι στην κοιλιά, άνθρωποι πουλιά, κερατόμορφοι σαταναραίοι, ένα κορίτσι που στον ήλιο γίνονταν τερατάκι που έλιωνε και ένα τεράστιο άγαλμα θεότητας που έτσι όπως πήγαινε η σκηνή του φινάλε, έλεγες τι άλλο επικό θα δεις ...αλλά το άφησαν ήσυχο τελικά.
Από κει και πέρα κάτι μπάτσοι πετάγονται, μάχη στο τέλος που έφερνε πιο πολύ σε κλίμα Indiana Jones και το χειρότερο ...ο σκηνοθέτης David Cronenberg (οποία έκπληξις!) ως ψυχίατρος/κρυφός δολοφόνος με μάσκα.
Γιατί ΝΑΙ η ταινία, καθ'όλη τη διάρκεια της είχε και serial killer εκτός από τέρατα.
Μόνο που εδώ πέρα Killer ηταν ο σκηνοθέτης David Cronenberg στον προαναφερθέντα ρόλο, σε μια εντελώς επίπεδη, ανέκφραστη και ελάχιστα φοβιστική ερμηνεία.
Με τη μάσκα και το μαχαίρι κάτι κατάφερνε δηλαδή αλλά από κει και πέρα.
(Πάντως εγώ με το που είδα τη μάσκα, αμέσως αναρωτήθηκα από που να επηρεάστηκε ο τραγουδιστής των Slipknot για την μάσκα του, στο δίσκο του 2004 'Vol.3:The Subliminal Verses'!)
Στο φινάλε επίσης αυτή η μάχη τραβούσε μεν σε διάρκεια αλλά γίνονταν τόσο της τρελής με τα τέρατα και τους μπάτσους και όποιον άλλον πετάγονταν που καταντούσε γελοία και γκροτέσκα.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας ήταν ότι είχε διαστροφικά σχεδιασμένα τέρατα και παρ'όλο το μικρό της μπάτζετ, μπορούσε να είχε ικανοποιήσει ως κλειστοφοβικό θρίλερ/σπλάτερ.
Καταντούσε όμως ασυνάρτητο και χωρίς συνοχή ενώ δεν σε έβαζε σε ένα σταθερό κλιμα για να σε συναρπάσει.
Και πραγματικά ούτε σαν κωμωδία τρόμου μπορούσες να το δεις.
Είχε μάλιστα το παράδοξο να διαθέτει φρικιαστικότατα τέρατα και ταυτόχρονα να φέρνει πιο πολύ σε ...παιδική, ηρωική περιπέτεια.
Δεν κάνω πλάκα!
Προς το τέλος ειδικά αυτό το κλίμα έβγαζε.
Ήθελε να είναι ένα monster movie, περνώντας σου το μήνυμα ότι το κακό είναι κι αυτό ανθρώπινο και τα τέρατα έχουν ψυχή!
Τουλάχιστον ο Danny Elfman δεν απογοήτευε πλάθοντας ένα περίεργο μουσικό score, πότε διασκεδαστικό, πότε παραμυθένια στοιχειωτικό και με πολλά tribal στοιχεία.
Εδώ φαίνεται βγήκε σε καλό το πολυποίκιλο κλίμα της ταινίας.
Από κει και πέρα, τζάμπα ο κόπος κύριε Barker με τις υπόνοιες για sequel στο τέλος, αφού πρώτη φορά έχω δει ταινία στην ζωή μου που να θέλει να χωρέσει τόσα πολλά και να καταλήγει να μην έχει απολύτως καμία ταυτότητα.
Μόνο σαν καμμένο b-movie βλέπεται, της τάξης του ...ότι να ναι.
B-movie για να είναι b-movie δηλαδή.
Κρίμα γιατί θα μπορούσε να είναι έπος cult-ίλας/σαπίλας αλλά το αδίκησε ο δημιουργός του.
Όταν γνωρίζεις ότι λίγο πιο πριν είχε βγάλει το Hellraiser και βλέποντας στο εξώφυλλο διαφόρων λογής σημεία και ...τέρατα, σκέφτεσαι αμέσως ότι πάμε για επόμενο αριστούργημα αρρωστημένου, ψυχολογικού και νοσηρού τρόμου.
Αμ δε...
Για μπιμουβάκι της πλάκας επρόκειτο τελικά από αυτά που καταλαβαίνεις με τη μία ότι δεν ξέραν τι θέλαν να κάνουν μαζί του, καταλήγοντας σε άνισο αποτέλεσμα...
Καταρχάς η ταινία ξεκινάει και δεν καταλαβαίνεις τι γίνεται και γιατί γίνεται.
Κάτι που συμβαίνει σε αρκετές ταινίες μέχρι να μπουν στο ζουμί της υπόθεσης, αλλά εδώ φαίνεται λίγο 'καμμένος' ο τρόπος.
Ένας άντρας που βλέπει περίεργα όνειρα με κάποια τέρατα που τον καλούν να πάει σε κείνους και ξυπνώντας μες στα αίματα, μοιάζει να μην θυμάται τι έχει κάνει.
Μετά κάτι επισκέψεις σε νοσοκομεία και ένας άκυρος που ορκίζεται ότι έχουν επικοινωνήσει και μαζί του, ο οποίος ξαφνικά τρελαίνεται, αρχίζει να αυτοτραυματίζεται και να σκίζει το κρανίο του.
Τελικά το αναμενόμενο θα συμβεί με τον πρωταγωνιστή Aaron Boone (Craig Sheffer) να κατοικοεδρεύει στο νεκροταφείο που ζούσαν τα πλάσματα και στο υπόγειο σπηλαιώδες κρησφύγετο τους, την πόλη Midian.
Εκεί θα συνειδητοποιήσει ότι όντας natural δεν μπορεί να διαμένει και έτσι, μιας και το χε και στο αίμα του θα μετατραπεί και αυτός σε Nightbreed.
Και όταν οι άνθρωποι τους ανακαλύψουν θα κληθεί να τους υπερασπιστεί και να τους εμψυχώσει.
Τα μόνα καλά ήταν ο γεννημένος για cult ρόλους Craig Sheffer που ίσως και δεν χρειάζονταν μάσκα για να φαίνεται τρομακτικός και η τεράστια ποικιλία από διαστροφικά σχεδιασμένα τέρατα, που ζούσαν σε ωραία σχεδιασμένες γκόθικ σπηλιές.
Φανταστική δουλειά και στο make up και τα προσθετικά με έντονες επιρροές στο σχεδιασμό από Lovecraft και Edgar Allan Poe.
Και τι δεν είδαμε, κατακόκκινους ρασταφάρι με σιχαμένες φάτσες και δόντια, χοντρούς με κεφάλι στην κοιλιά, άνθρωποι πουλιά, κερατόμορφοι σαταναραίοι, ένα κορίτσι που στον ήλιο γίνονταν τερατάκι που έλιωνε και ένα τεράστιο άγαλμα θεότητας που έτσι όπως πήγαινε η σκηνή του φινάλε, έλεγες τι άλλο επικό θα δεις ...αλλά το άφησαν ήσυχο τελικά.
Από κει και πέρα κάτι μπάτσοι πετάγονται, μάχη στο τέλος που έφερνε πιο πολύ σε κλίμα Indiana Jones και το χειρότερο ...ο σκηνοθέτης David Cronenberg (οποία έκπληξις!) ως ψυχίατρος/κρυφός δολοφόνος με μάσκα.
Γιατί ΝΑΙ η ταινία, καθ'όλη τη διάρκεια της είχε και serial killer εκτός από τέρατα.
Μόνο που εδώ πέρα Killer ηταν ο σκηνοθέτης David Cronenberg στον προαναφερθέντα ρόλο, σε μια εντελώς επίπεδη, ανέκφραστη και ελάχιστα φοβιστική ερμηνεία.
Με τη μάσκα και το μαχαίρι κάτι κατάφερνε δηλαδή αλλά από κει και πέρα.
(Πάντως εγώ με το που είδα τη μάσκα, αμέσως αναρωτήθηκα από που να επηρεάστηκε ο τραγουδιστής των Slipknot για την μάσκα του, στο δίσκο του 2004 'Vol.3:The Subliminal Verses'!)
Στο φινάλε επίσης αυτή η μάχη τραβούσε μεν σε διάρκεια αλλά γίνονταν τόσο της τρελής με τα τέρατα και τους μπάτσους και όποιον άλλον πετάγονταν που καταντούσε γελοία και γκροτέσκα.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας ήταν ότι είχε διαστροφικά σχεδιασμένα τέρατα και παρ'όλο το μικρό της μπάτζετ, μπορούσε να είχε ικανοποιήσει ως κλειστοφοβικό θρίλερ/σπλάτερ.
Καταντούσε όμως ασυνάρτητο και χωρίς συνοχή ενώ δεν σε έβαζε σε ένα σταθερό κλιμα για να σε συναρπάσει.
Και πραγματικά ούτε σαν κωμωδία τρόμου μπορούσες να το δεις.
Είχε μάλιστα το παράδοξο να διαθέτει φρικιαστικότατα τέρατα και ταυτόχρονα να φέρνει πιο πολύ σε ...παιδική, ηρωική περιπέτεια.
Δεν κάνω πλάκα!
Προς το τέλος ειδικά αυτό το κλίμα έβγαζε.
Ήθελε να είναι ένα monster movie, περνώντας σου το μήνυμα ότι το κακό είναι κι αυτό ανθρώπινο και τα τέρατα έχουν ψυχή!
Τουλάχιστον ο Danny Elfman δεν απογοήτευε πλάθοντας ένα περίεργο μουσικό score, πότε διασκεδαστικό, πότε παραμυθένια στοιχειωτικό και με πολλά tribal στοιχεία.
Εδώ φαίνεται βγήκε σε καλό το πολυποίκιλο κλίμα της ταινίας.
Από κει και πέρα, τζάμπα ο κόπος κύριε Barker με τις υπόνοιες για sequel στο τέλος, αφού πρώτη φορά έχω δει ταινία στην ζωή μου που να θέλει να χωρέσει τόσα πολλά και να καταλήγει να μην έχει απολύτως καμία ταυτότητα.
Μόνο σαν καμμένο b-movie βλέπεται, της τάξης του ...ότι να ναι.
B-movie για να είναι b-movie δηλαδή.
Κρίμα γιατί θα μπορούσε να είναι έπος cult-ίλας/σαπίλας αλλά το αδίκησε ο δημιουργός του.