Γράφει η Λίλα Τζαμούση.
Σε μία εποχή τεχνολογικής έκρηξης και οργασμού των ειδικών εφέ, ο Γάλλος σκηνοθέτης Michel Hazanavicius επιλέγει να κάνει στροφή 180 μοιρών γράφοντας και σκηνοθετώντας μία ταινία-έκπληξη που, διόλου άδικα, έχει ήδη διακριθεί αρκετές φορές και μόλις πήρε 6 υποψηφιότητες Χρυσής Σφαίρας!
Η απόδειξη ότι μία ταινία δεν χρειάζεται να είναι έρμαιο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή για να πετύχει τη σήμερον ημέρα, έρχεται μέσα από το The Artist.
Βρισκόμαστε στην Καλιφόρνια του 1927, όταν ακόμα η πινακίδα του Hollywood έγραφε Hollywoodland.
Ο George Valentin, αστέρας του βωβού κινηματογράφου και ζεν πρεμιέ της εποχής, ανακαλύπτει την νεαρή Peppy Miller, ανερχόμενη starlet και μαζί ξεκινούν να συνεργάζονται σε μια σειρά ταινιών...
Όταν ο ομιλών κινηματογράφος κάνει την παρθενική του εμφάνιση, η Peppy προχωρά ενώ ο George αρνείται πεισματικά να παραδοθεί στις εξελίξεις της εποχής, που επηρεάζουν και το σινεμά και να εγκαταλείψει το είδος που τον ανέδειξε, με αποτέλεσμα να απαξιωθεί μαζί με αυτό.
Η Peppy δεν τον ξεχνά ποτέ και θα προσπαθήσει να τον σώσει από αυτήν την κατρακύλα.
Το σενάριο μπορεί να μην παίρνει oscar πρωτοτυπίας, αλλά το εντυπωσιακό είναι αλλού: η ταινία, εκτός από ασπρόμαυρη, είναι και βουβή.
Το διπλό αυτό εγχείρημα του Hazanavicius, η απουσία χρώματος αλλά και η έλλειψη διαλόγων, είναι αρκετά δύσκολο και τα πήγε περίφημα.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνει ένας εκκολαπτόμενος φωτογράφος είναι η τεράστια διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο να φωτογραφίζει ασπρόμαυρα ή έγχρωμα.
Ακριβώς το ίδιο ισχύει και στην σκηνοθεσία.
Ένα φιλμ άλλωστε, δεν είναι τίποτα περισσότερο από 25 φωτογραφίες το δευτερόλεπτο.
Ο Hazanavicius, λοιπόν, «είδε» πολύ σωστά ασπρόμαυρα, ώστε τουλάχιστον το αισθητικό αποτέλεσμα της εικόνας να είναι πάρα πολύ καλό.
Όσον αφορά στην επιλογή να γυρίσει μια βουβή ταινία, αν και ριψοκίνδυνη, νομίζω είναι απόλυτα πετυχημένη, αφού οι εξαιρετικές jazz-swing συνθέσεις του Ludovic Bource, που μας κράτησαν συντροφιά κατά τη διάρκεια της ταινίας, ήταν κάτι παραπάνω από απολαυστικές.
Στις ερμηνείες των πρωταγωνιστών βρήκα πάρα πολύ σωστές τις συσπάσεις στα πρόσωπά τους, που εξέφραζαν τα εκάστοτε συναισθήματα – μην ξεχνάμε ότι σε μία βουβή ταινία, ο αμεσότερος τρόπος για να καταλάβει κανείς τι θέλει να πει ο ηθοποιός, είναι οι μορφασμοί του προσώπου.
Παρόλο που δεν είμαι εξοικειωμένη με το είδος, δεν μπερδεύτηκα ούτε στιγμή για το τι θέλει να μου περάσει ο κάθε ηθοποιός.
Τόσο ο Jean Dujardin (βραβείο στις Κάννες) όσο και η Bérénice Bejo αποτύπωσαν εξαιρετικά τις αλλαγές που υπόκεινται οι χαρακτήρες τους σε βάθος χρόνου.
Ο George «μαραίνεται» και η Peppy ωριμάζει, ξεκάθαρα, μέσα από το πρόσωπο του καθενός.
Παίζουν ακόμη ο John Goodman (Red State), ο James Cromwell (Secretariat), η Penelope Ann Miller (Flipped) και άλλοι.
Οι θύμησες που μου προκάλεσε το The Artist ήταν πολλές και άσχετες μεταξύ τους – καμιά φορά άσχετες και με την ταινία την ίδια, αλλά τι τα γυρεύεις, οι συνειρμοί μου είναι δύσκολοι παρακολούθησης.
Η ιδέα του σεναρίου μου θύμισε, απ’ έξω-απ’ έξω, το Singing In The Rain, αλλά μόνο λίγο.
Το ξέσπασμα του George κοντά στο τέλος της ταινίας, μου θύμισε τη στιγμή που τρελάθηκε για τα καλά η Norma στο Sunset Boulevard, και το φυζίκ του χαρακτήρα, έμοιαζε πολύ με τον αγαπημένο μου τζαζίστα, Django Reinhardt.
Όλα αυτά έβαλαν το λιθαράκι τους για να φύγω από τον κινηματογράφο με μία γλυκιά γεύση.
Είχα μόλις παρακολουθήσει μια ταινία του 2011, κι όμως, ταυτόχρονα, μια ταινία του 1927.
Η απόδειξη ότι μία ταινία δεν χρειάζεται να είναι έρμαιο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή για να πετύχει τη σήμερον ημέρα, έρχεται μέσα από το The Artist.
Βρισκόμαστε στην Καλιφόρνια του 1927, όταν ακόμα η πινακίδα του Hollywood έγραφε Hollywoodland.
Ο George Valentin, αστέρας του βωβού κινηματογράφου και ζεν πρεμιέ της εποχής, ανακαλύπτει την νεαρή Peppy Miller, ανερχόμενη starlet και μαζί ξεκινούν να συνεργάζονται σε μια σειρά ταινιών...
Όταν ο ομιλών κινηματογράφος κάνει την παρθενική του εμφάνιση, η Peppy προχωρά ενώ ο George αρνείται πεισματικά να παραδοθεί στις εξελίξεις της εποχής, που επηρεάζουν και το σινεμά και να εγκαταλείψει το είδος που τον ανέδειξε, με αποτέλεσμα να απαξιωθεί μαζί με αυτό.
Η Peppy δεν τον ξεχνά ποτέ και θα προσπαθήσει να τον σώσει από αυτήν την κατρακύλα.
Το σενάριο μπορεί να μην παίρνει oscar πρωτοτυπίας, αλλά το εντυπωσιακό είναι αλλού: η ταινία, εκτός από ασπρόμαυρη, είναι και βουβή.
Το διπλό αυτό εγχείρημα του Hazanavicius, η απουσία χρώματος αλλά και η έλλειψη διαλόγων, είναι αρκετά δύσκολο και τα πήγε περίφημα.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνει ένας εκκολαπτόμενος φωτογράφος είναι η τεράστια διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο να φωτογραφίζει ασπρόμαυρα ή έγχρωμα.
Ακριβώς το ίδιο ισχύει και στην σκηνοθεσία.
Ένα φιλμ άλλωστε, δεν είναι τίποτα περισσότερο από 25 φωτογραφίες το δευτερόλεπτο.
Ο Hazanavicius, λοιπόν, «είδε» πολύ σωστά ασπρόμαυρα, ώστε τουλάχιστον το αισθητικό αποτέλεσμα της εικόνας να είναι πάρα πολύ καλό.
Όσον αφορά στην επιλογή να γυρίσει μια βουβή ταινία, αν και ριψοκίνδυνη, νομίζω είναι απόλυτα πετυχημένη, αφού οι εξαιρετικές jazz-swing συνθέσεις του Ludovic Bource, που μας κράτησαν συντροφιά κατά τη διάρκεια της ταινίας, ήταν κάτι παραπάνω από απολαυστικές.
Στις ερμηνείες των πρωταγωνιστών βρήκα πάρα πολύ σωστές τις συσπάσεις στα πρόσωπά τους, που εξέφραζαν τα εκάστοτε συναισθήματα – μην ξεχνάμε ότι σε μία βουβή ταινία, ο αμεσότερος τρόπος για να καταλάβει κανείς τι θέλει να πει ο ηθοποιός, είναι οι μορφασμοί του προσώπου.
Παρόλο που δεν είμαι εξοικειωμένη με το είδος, δεν μπερδεύτηκα ούτε στιγμή για το τι θέλει να μου περάσει ο κάθε ηθοποιός.
Τόσο ο Jean Dujardin (βραβείο στις Κάννες) όσο και η Bérénice Bejo αποτύπωσαν εξαιρετικά τις αλλαγές που υπόκεινται οι χαρακτήρες τους σε βάθος χρόνου.
Ο George «μαραίνεται» και η Peppy ωριμάζει, ξεκάθαρα, μέσα από το πρόσωπο του καθενός.
Παίζουν ακόμη ο John Goodman (Red State), ο James Cromwell (Secretariat), η Penelope Ann Miller (Flipped) και άλλοι.
Οι θύμησες που μου προκάλεσε το The Artist ήταν πολλές και άσχετες μεταξύ τους – καμιά φορά άσχετες και με την ταινία την ίδια, αλλά τι τα γυρεύεις, οι συνειρμοί μου είναι δύσκολοι παρακολούθησης.
Η ιδέα του σεναρίου μου θύμισε, απ’ έξω-απ’ έξω, το Singing In The Rain, αλλά μόνο λίγο.
Το ξέσπασμα του George κοντά στο τέλος της ταινίας, μου θύμισε τη στιγμή που τρελάθηκε για τα καλά η Norma στο Sunset Boulevard, και το φυζίκ του χαρακτήρα, έμοιαζε πολύ με τον αγαπημένο μου τζαζίστα, Django Reinhardt.
Όλα αυτά έβαλαν το λιθαράκι τους για να φύγω από τον κινηματογράφο με μία γλυκιά γεύση.
Είχα μόλις παρακολουθήσει μια ταινία του 2011, κι όμως, ταυτόχρονα, μια ταινία του 1927.
The Artist trailer από FilmBoy-gr