Γράφει η Λίλα Τζαμούση.
Κατά κοινή ομολογία, ο Sean Penn μας έχει συνηθίσει σε μεγάλα πράγματα.
Τι να πρωτοθυμηθώ;
Την καταπληκτική ερμηνεία-ξέσπασμα μετά το θάνατο της κόρης του στο Σκοτεινό Ποτάμι;
Την τόσο προσεκτική και συγκινητική απόδοση του Sam;
Ή το πάθος που έδειξε ενσαρκώνοντας τον ομοφυλόφιλο ακτιβιστή Harvey Milk;
Ήταν λογικό, λοιπόν, να έχω ανεβασμένες προσδοκίες και για τη νέα του ταινία, This Must Be The Place.
Περίμενα με αγωνία να ξεδιπλώσει μια ακόμα πτυχή της υποκριτικής του ικανότητας, που μέχρι τότε θα μου ήταν άγνωστη.
Παρά τη συμπαθητική ταινία, η κάθαρση ήρθε μόνο για το χαρακτήρα του Sean Penn, τον Cheyenne, και όχι για μένα...
Ο Cheyenne είναι ένας ζάμπλουτος πρώην ροκ σταρ στα 50κάτι του, ο οποίος έχει κάνει και έχει βαρεθεί τα πάντα.
Σέρνει μαζί του το θάνατο δύο έφηβων αδερφών, που αυτοκτόνησαν επηρεασμένοι από τη μουσική του, την ανύπαρκτη σχέση με τον πατέρα του και ζει πλέον μία αδιάφορη ζωή, με πολλούς fan να τον προσεγγίζουν ακόμα, αλλά χωρίς τίποτα ουσιαστικό να του προσφέρουν.
Όταν ο πατέρας του πεθαίνει, ο Cheyenne φεύγει από την Ιρλανδία, όπου ζει μόνιμα με την γυναίκα του τη Jane και φτάνει στην άλλη άκρη του Ατλαντικού για την κηδεία.
Εκεί ανακαλύπτει ότι ο πατέρας του όλα αυτά τα χρόνια μάζευε στοιχεία για να βρει τον ναζί βασανιστή του, και αποφασίζει να συνεχίσει το έργο του, ξεκινώντας ένα road trip στην Αμερική, που δεν του ταιριάζει καθόλου.
Αν με ρωτάτε, θα τον βρει.
Αλλά το απροσδόκητο τέλος, δεν θα σας το αποκαλύψω.
Ο χαρακτήρας του Cheyenne είναι πολύπλοκος και πολύπλευρος και σίγουρα θα ήταν αρκετά δύσκολο για τον Sean Penn (The Tree of Life) να τον προσεγγίσει.
Μόνο έτσι μπορώ να δικαιολογήσω μια ερμηνεία που δεν με ικανοποίησε, αλλά που προήρθε και από έναν τόσο σπουδαίο ηθοποιό.
Μου θύμισε πάρα πολύ τον τρόπο που έπαιξε τον νοητικά υστερημένο Sam, δίνοντας μία άτοπη διάσταση στον Cheyenne.
Ίσως αν δεν είχε προηγηθεί το I am Sam, το αποτέλεσμα να φαινόταν καλύτερο, τώρα όμως η σύγκριση είναι αναπόφευκτη.
Η Frances McDormand (Transformers 3) στο ρόλο της Jane ήταν που κυριάρχησε για μένα, παρά τον περιορισμένο χρόνο που είχε στο πανί.
Είναι μια σύζυγος η οποία κατανοεί απόλυτα τη φάση που περνάει ο άντρας της, που ουσιαστικά είναι ακόμα παιδί και του φέρεται με δεξιοτεχνικό τρόπο, ακριβώς όπως πρέπει για να τον βοηθήσει να βγει από όλο αυτό.
Αν η ταινία σώζεται παρά την ελλιπή πρωταγωνιστική ερμηνεία, το χρωστάει κυρίως στη σκηνοθεσία.
Ο Ιταλός Paolo Sorrentino δεν έπεσε στην παγίδα της απαράμιλλης ιρλανδικής φύσης, και επέλεξε να δείξει εξαιρετικά αστικά τοπία, φτιαγμένα με ακρίβεια φωτογραφικού κάδρου.
Και στο αμερικάνικο τοπίο, όμως, η επιτυχία συνεχίζεται είτε στις ερήμους είτε σε παγωμένες αχανείς εκτάσεις.
Φαίνεται ότι η υποψηφιότητά του για τον Χρυσό Φοίνικα, δεν ήταν τυχαία.
Το έτερο δυνατό σημείο του This Must Be The Place είναι το soundtrack.
Με μελωδίες όπως το “Charmaine” και τα δυνατότερα “The Passenger” του Iggy Pop και το ομώνυμο “This Must Be The Place (Naive Melody)” από τους Talking Heads, που δεν αφήνουν περιθώρια δυσαρέσκειας, συναντάμε ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ, ιδανικό να ντύσει την ταινία.
Αν κάποιος περιμένει να δει έναν Sean Penn όπως τον ξέρουμε, μάλλον θα απογοητευτεί.
Έχουμε όμως να κάνουμε με μία αρκετά καλή ταινία πάλης με εσωτερικούς δαίμονες, που άπαξ και ξεδιπλωθεί μπροστά στα μάτια του καθενός, δεν θα περάσει απαρατήρητη.
Στις ελληνικές αίθουσες από 8 Μαρτίου.
This Must Be The Place trailer από FilmBoy-gr