Πιστεύω πως όλοι έχετε καταλάβει την επιφυλακτικότητα μου απέναντι στον Ελληνικό κινηματογράφο.
Ανά καιρούς έχουμε δει αξιόλογα Ελληνικά έργα και όμορφες προσπάθειες, όμως κατά κοινή ομολογία έχουμε παρακολουθήσει και πολλές, όμως πολλές, απαράδεκτες ταινίες.
Είτε πρόκειται για κωμωδίες με χιούμορ που δεν συγκινεί κανέναν είτε πρόκειται για ψευτοδιανουμενίστικες σκέψεις πάνω στην ζωή και στον άνθρωπο, έχουμε δεχτεί πολλά πλήγματα.
Ευτυχώς όμως, που και που, από το πουθενά εμφανίζονται ταινίες σαν το Poker Face και σώζουν την παρτίδα.
Και ναι, έσωσε την παρτίδα όχι επειδή ήταν ένα εξαιρετικό έργο που θα μείνει στην ιστορία, ούτε επειδή "μέσα από τα αμφιλεγόμενα πλάνα του ανέδειξε τον αρρωστημένο αστικό τρόπο σκέψης"...
Αντίθετα, έσωσε την παρτίδα επειδή δεν κρύφτηκε πίσω από το δάχτυλο της. Ήταν μια ευχάριστη κωμωδία που σε κέρδιζε από την αρχή.
Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Η Νίκη (Εύη Σαουλίδου) είναι ένα μικρό κοριτσάκι που μέσα στην ατυχία της είναι τυχερή.
Από την μια είναι άτυχη γιατί η μάνα της την εγκατέλειψε και την άφησε μόνη με τον πατέρα της όταν ήταν ακόμα μωρό, από την άλλη όμως είναι τυχερή γιατί βρήκε μια νέα οικογένεια.
Γιατί ο πατέρας της ο Φανούρης (Αντώνης Καφεντζόπουλος) παρόλα τα ελαττώματα του την αγαπάει και έχει και φίλους που την αγαπάνε.
Ο ίδιος είναι ιδιοκτήτης ενός συνεργείου αυτοκίνητων, μικροαπατεώνας και μανιακός τζογαδόρος.
Και η παρέα του ακολουθεί τον ίδιο τρόπο ζωής.
Έτσι η Νίκη, μεγαλώνει μέσα σε αυτό το συνεργείο παρακολουθώντας τον πατερά της να παίζει πόκερ.
Οι δυο του φίλοι, το Κοράκι (Δημήτρης Πιατάς) και ο Τζίμης (Γιάννης Μποσταντσόγλου) δεν συνεργάζονται απλά μαζί του, αλλά αντίθετα μεγαλώνουν την Νίκη παρέα.
Οι δυο του φίλοι, το Κοράκι (Δημήτρης Πιατάς) και ο Τζίμης (Γιάννης Μποσταντσόγλου) δεν συνεργάζονται απλά μαζί του, αλλά αντίθετα μεγαλώνουν την Νίκη παρέα.
Και όπως καταλαβαίνετε, δεν την μεγάλωσαν φυσιολογικά.
Το πρώτο πράγμα που την μαθαίνουν είναι να παίζει πόκερ.
Και έτσι η Νίκη, πέρα από οικογένεια αποκτά και τις πρώτες της εμπειρίες με τα τυχερά παιχνίδια.
Μαθαίνει τα μυστικά του παιχνιδιού και βυθίζεται στον κόσμο του τζόγου αλλά με έναν ρομαντικό τρόπο.
Όμως, αυτό που την κάνει πραγματικά τυχερή είναι το τελευταίο πράγμα που της άφησε η μητέρα της πριν φύγει.
Ένα λούτρινο μπλε πτηνό, που στα μάτια της παρέας έχει αποκτήσει μυθική αξία καθώς την κάνει να μην χάνει ποτέ.
Το μόνο πρόβλημα είναι πως το λούτρινο πτηνό έχει αρχίσει να γίνεται γνωστό και σε κύκλους εκτός της παρέας.
Έτσι, το λάθος βήμα γίνεται μια μέρα και το λούτρινο χάνεται σε μια παρτίδα.
Και μαζί χάνεται και η τύχη της παρέας.
Τα πράγματα δυσκολεύουν και οι συνθήκες αλλάζουν.
Η Νίκη μεγαλώνει και η τύχη της την εγκαταλείπει ακόμα περισσότερο όσο περνά ο καιρός.
Ξανασυναντάμε την πρωταγωνίστρια μας σε μια άσχημη στιγμή της ζωής της. Την βρίσκουμε να κάνει δυο δουλειές και να στοχεύει να γίνει άξια δημοσιογράφος.
Όταν της ζητείται να καλύψει ένα θέμα σχετικά με τον Αδιάβροχο (Άλκης Κούρκουλος), τον πιο διάσημο παίκτη πόκερ της Ελλάδας, αρχίζει να παρατηρεί κάποια πράγματα.
Βλέπει πως ο Αδιάβροχος ίσως δεν είναι απλά ένας πολύ καλός παίχτης αλλά και ο έρωτας της ζωής της, ή ίσως ο μεγαλύτερος εχθρός της.
Είναι αστείο και βασίζεται πολύ στα "παιχνίδια της τύχης" κάτι που του δίνει ενδιαφέρον.
Όλη αυτή την ιστορία με την περίεργη οικογένεια και με το μυστήριο γύρω από τον Αδιάβροχο εμπερικλείει μπόλικο χιούμορ.
Οι διάλογοι είναι απολαυστικοί και οι ατάκες έξυπνες.
Στην σκηνοθεσία τα πάντα είναι προσεγμένα.
Ο Χρήστος Δήμας ακολουθεί μια φυσιολογική πορεία για την ταινία του και δεν ξεφεύγει πουθενά.
Επικεντρώνεται στα πρόσωπα και στους χαρακτήρες, ενώ το όλο παιδικό της ιστορίας αποτυπώνεται και στην ανέμελη σκηνοθετική οπτική του.
Ενώ, και στο πιο ενδιαφέρον κομμάτι του, τις ερμηνείες, το Poker Face φαίνεται να τα καταφέρνει πολύ καλά.
Δεν μπορώ να πω ότι συγκλονίστικα από το πρωταγωνιστικό δίδυμο αλλά η ποικιλία χαρακτήρων με έκανε να μην δώσω τόση σημασία σε αυτό το κομμάτι.
Αν θέλω να είμαι δίκαιος ωστόσο οφείλω να πω πως ιδιαίτερα ο Κούρκουλος ήταν απογοητευτικός.
Είχε έναν από τους συνηθισμένους του ρόλους του στυλ είμαι ωραίος, απόμακρος και μυστήριος ενώ ουσιαστικά στην μεγάλη οθόνη έβγαζε ένα αίσθημα παγωμάρας και αδιαφορίας.
Το παίξιμο του ήταν άκαμπτο και θα περίμενα κάτι καλύτερο.
Και το ίδιο μπορώ να πω και για την Εύη Σαουλίδου.
Προσπάθησε, έπαιρνε και κάποιες σκηνές επάνω της, ωστόσο πάντα φαινόταν άχαρη στο παίξιμο της.
Γενικότερα, δεν μπορώ να πω πως ήταν ένα ταιριαστό δίδυμο.
Ευτυχώς όμως, όπως είπα και πριν η πληθώρα ρόλων σε κάνει να μην δίνεις τόση σημασία σε αυτό.
Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες ήταν το ατού της ταινίας και το αποδείκνυαν σε κάθε ευκαιρία.
Ο Γιάννης Μποσταντσόγλου έδειξε πως δεν έχει ξεχωρίσει μόνο για την ιδιαίτερη φωνή του αλλά και για τις εξαιρετικές υποκριτικές του ικανότητες, ενώ ο Αντώνης Καφεντζόπουλος απέδειξε για άλλη μια φορά πως είναι ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια του σύγχρονου Ελληνικού κινηματογράφου (είτε ως ηθοποιός αυτή την φορά, είτε ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος στις άλλες του ταινίες).
Φυσικά, το Poker Face είχε αρκετά αρνητικά τα οποία όμως θα προτιμήσω να συνοψίσω στα τρία σημαντικότερα.
Πρώτον, η όλη ιδέα του λούτρινου πτηνού που φέρνει τύχη ήταν κάπως παιδική. Δεύτερον, θα μπορούσαν να είχαν ενισχύσει την ταινία με λίγη καλή μουσική και να είναι πιο προσεκτικοί με τα τεχνικά μέρη (η βροχή ας πούμε φαίνεται τελείως ψεύτικη) και τρίτον οι σκηνές πόκερ θα μπορούσαν να είχαν περισσότερο ενδιαφέρον και 'δράση'.
Ωστόσο, το σημαντικό με το Poker Face είναι ότι κάνει ένα βήμα προς τα μπροστά.
Γιατί σε αυτή την ταινία δεν θα βρείτε ούτε κενά πλάνα σε τοπία, ούτε αισχρά voice over, ούτε διαλόγους που ουσιαστικά δεν λένε τίποτα.
Δεν είναι ένα αριστούργημα, αλλά είναι μια αξιοπρεπέστατη ταινία.
Οπότε, εάν έχετε βαρεθεί τις κωμωδίες τους στυλ I Love Karditsa και την ψευτοκουλτούρα των «ποιοτικών» ταινιών, το Poker Face θα σας κερδίσει.
Μια ευχάριστη έκπληξη με τις καλές και τις κακές της στιγμές.
Στις ελληνικές αίθουσες από 3 Μαίου.