Γράφει ο Αργύρης Σταματόπουλος.
Οι fans του Resident Evil franchise είστε διπλά κερδισμένοι αυτό το μήνα, αφού εκτός από το καινούριο sequel της Jovovich-κεντρικής σειράς ταινιών, κυκλοφόρησε και το sequel της CG ταινίας Resident Evil: Degeneration του 2008.
Και μπορεί το Retribution να έλαβε ουκ ολίγο φτυάρισμα από τον fearless leader (και όχι άδικα), το Resident Evil: Damnation ωστόσο έρχεται να γεμίσει λίγο τα κενά, τουλάχιστον γι αυτούς που έχουν μια ξεχωριστή θέση στα ράφια τους για τα video games.
Ο Leon S. Kennedy παίρνει τη σκυτάλη στον πρωταγωνιστικό ρόλο από την κινηματογραφική Alice, η οποία τον άφησε δευτεροτρίτο στο live action (αν και ο Johann Urb μου άρεσε στο ρόλο και θα ήθελα να έχει περισσότερο screen time)...
Ο Leon, λοιπόν, βρίσκεται σε μυστική αποστολή στην ‘Ανατολική Σλαβική Δημοκρατία’ για να ερευνήσει την ύπαρξη και τη χρήση ‘βιο-οργανικών όπλων’ (‘BOWs’) στον εμφύλιο πόλεμο που ταλανίζει τη χώρα.
Αν και οι Η.Π.Α. μαζί με τη Ρωσία ετοιμάζονται να επέμβουν, ο Leon λαμβάνει εντολή να αποχωρήσει, την οποία όμως αγνοεί, προκειμένου να ανακαλύψει την αλήθεια -ειδικά όταν δέχεται επίθεση από ένα ‘licker’.
Πιάνεται αιχμάλωτος και γνωρίζει δύο από τα μέλη των επαναστατών, τον σοβαρό στρατιώτη ‘Buddy’ και τον πολύ πιο άνετο ‘JD’.
Οι επαναστάτες αντιδρούν ενάντια στην εξουσία της αδίστακτης προέδρου Svetlana Belikova, η οποία έχει κι αυτή τα δικά της σκοτεινά μυστικά.
Για να ερευνήσει, αλλά και για άλλους λόγους, την πλησιάζει η κατάσκοπος Ada Wong…
Η υπόθεση είναι καλά ανεπτυγμένη, με τα γνωστά ηθικά διλλήματα, τη δράση και την αντίδραση μεταξύ πράξεων και συνεπειών, και γενικά ό,τι αντιμετωπίζει ένας μαχητής όταν δεν είναι απασχολημένος με το δάχτυλο στη σκανδάλη.
Ωστόσο, στην ουσία της, δεν έδωσε κάτι το καινούριο, κάτι το αξιοπρόσεκτο σε όλο αυτό το πράγμα που αποκαλείται Resident Evil.
Δεν είχε αυτό το plot twist που πολλές φορές έχουμε δει στα βιντεοπαιχνίδια, ώστε πραγματικά να εξιτάρει το θεατή.
Παρόλα αυτά, στο μεγαλύτερο μέρος της, η ταινία διατηρεί την ατμόσφαιρα μυστηρίου που υπάρχει στα παιχνίδια, βάζοντας το χαρακτήρα μέσα σε σκοτεινά μέρη, σε στενούς διαδρόμους χωρίς πολύ φωτισμό και σε κλειστοφοβικά δωματιάκια όπου κάπου πρέπει να υπάρχει ένα μυστικό πέρασμα.
Ενίοτε, αιφνιδιάζει πρωταγωνιστή και θεατή με ξαφνικές εμφανίσεις από τέρατα (‘lickers’ για τους γνώστες του είδους) ή ζόμπι, και αποσκοπεί στο σασπένς του gamer όταν ψάχνει για ένα λοστό ή μαχαίρι για να αντιμετωπίσει τον αντίπαλο.
Δυστυχώς, προς το τέλος της ταινίας, η ατμόσφαιρα αυτή χάνεται, αλλά παραμένει η έντονη δράση για να αντισταθμίσει τη διαφορά.
Σκηνοθετικά, το Damnation θυμίζει πιο πολύ το ύφος του 3rd person shooter παιχνιδιού από το Degeneration, με πλάνα που ακολουθούν από κοντά τον Leon ή το όπλο του, η με βιντεοκλιπίστικα close-ups στα τέρατα, ίσως θέλοντας να δώσουν την αίσθηση στο θεατή ότι έρχονται κατά πάνω του ‘game style’.
Το CGI είναι εμφανέστατα βελτιωμένο, και από το Degeneration, και σε γενικότερο πλαίσιο.
Αυτό φαίνεται πιο συγκεκριμένα στη μορφή του Leon, λαμβάνοντας υπόψη το προηγούμενο CG μοντέλο του.
Είναι όμως εμφανές και από τις υφές των αντικειμένων ή των ρούχων, τη βελτιωμένη ‘φυσικότητα’ στην κίνηση και τον καλύτερο συγχρονισμό στην κίνηση και τοποθέτηση των χειλιών κατά την ομιλία.
Οι πολύ καλές σκηνές δράσης στηρίζονται στο 90 τοις εκατό τους στο “shoot ‘em up and then shoot ‘em some more” αρχέτυπο, αλλά σε δυο-τρεις σκηνές με hand-to-hand combat, το choreography είναι καλό και αρκετά αληθοφανές, αποφεύγοντας το ‘anime ninja’ style.
Το μόνο στοιχείο που δε μου φάνηκε τόσο καλό οπτικά ήταν οι Tyrants (γιγαντιαία ανθρωπόμορφα πλάσματα για όσους δεν τυγχάνει να γνωρίζουν).
Παρόλο που ήταν αρκετά επιβλητικά, η κίνηση τους ήταν περίεργη, σαν να πήγαιναν σε slow motion, τουτέστιν ‘επιτρέπουν στον παίκτη να ξαναγεμίσει το όπλο ή να χρησιμοποιήσει health pack’.
Γενικότερα, η ποιότητα των γραφικών είναι εξαιρετική, αλλά μην περιμένετε να ζωντανέψουν και εντελών μπροστά σας.
Απλά έχει ξεπεράσει το επίπεδο του game cinematic.
Το voice over, από την άλλη, είναι πιο πολύπλοκο.
Μακάρι να μπορούσα να είμαι πιο θετικός πάνω σε αυτό, γιατί δεν είμαι από τους σκληροπυρηνικούς που θέλουν τα anime αποκλειστικά σε ιαπωνική γλώσσα, αλλά δε μπορώ και να μη συμφωνήσω όταν ενίοτε υποστηρίζεται ότι οι Αμερικανοί ηθοποιοί δεν βάζουν τόσο συναίσθημα.
Η φωνή του Leon S. Kennedy (Matthew Mercer), αφενός, μου άρεσε.
Ήταν μπάσα και λίγο πιο γρεζαριστή, αντιπροσωπευτική της ψύχραιμης προσωπικότητας και της αυτοπεποίθησης του.
Οι υπόλοιποι voice actors όπως η Wendy Lee (Svetlana Belikova), ο Dave Wittenberg (Buddy) ή ο Val Tasso (JD), δεν μου φάνηκαν τόσο πιστευτοί.
Ο τόνος τους ήταν πολύ χλιαρός και η σλαβική προφορά στα αγγλικά τους ήταν επιεικώς τυπική.
Η Courtenay Taylor, όχι ότι διέφερε πολύ, αλλά τουλάχιστον προσέθετε λίγο χρώμα στη φωνή της, υποστηρίζοντας κάπως τον αμφιλεγόμενο και πνευματώδη χαρακτήρα της Ada Wong.
Το μείον στην Ada ήταν ότι δεν της διατέθηκε πολύ screen time και, πέρα από ένα-δυο hints, η σχέση της με τον Leon δεν εξερευνήθηκε περεταίρω.
Εν κατακλείδι, το Resident Evil: Damnation είναι μια ευχάριστη μιάμιση ώρα, για όσους έχουν όρεξη για μπόλικους πυροβολισμούς και λίγη σπλατεριά παραπάνω.
Οι fans θα το λατρέψουν, όχι μόνο γιατί ακολουθεί το mainstream story των παιχνιδιών και όχι των live action ταινιών, αλλά γιατί στην πλειοψηφία του έχει εκείνα τα στοιχεία που κάνουν το Resident Evil ευρέως γνωστό και αγαπητό.
Αλλά και όσοι δεν έχουν ασχοληθεί με τα βιντεοπαιχνίδια, ωστόσο έχουν μια κάποια σχέση με το αντικείμενο από κινηματογραφικής πλευράς, μπορούν να του δώσουν μια ευκαιρία και ίσως να μείνουν ευχαριστημένοι.
Το Resident Evil: Damnation δε θα προβληθεί στο σινεμά (παρά μόνο στην Ιαπωνία στις 27 Οκτωβρίου, υπό τον τίτλο Biohazard: Damnation -μάλλον δε μας αφορά αυτό), αλλά έχει κυκλοφορήσει σε DVD και Blu-ray από τις 25 Σεπτεμβρίου από την Capcom και τη Sony Pictures Entertainment Japan, ενώ από τις 15 Σεπτεμβρίου διατίθετο και για digital download στα δίκτυα Xbox Live, Zune και PlayStation Network.