Γράφει ο Kostas Tsokos.
Σκηνοθεσία: Alexander Witt
Κόστος: $45 εκατομμύρια, US box office $51 και παγκόσμιο $129.
Εδώ η σειρά πήγε από το ένα άκρο στο άλλο, υιοθετώντας straight action προεκτάσεις.
Ο Paul W.S. Anderson αποχώρησε από τη σκηνοθεσία για να παραδώσει τότε ένα άλλο 'αριστούργημα', ονόματι Alien vs Predator.
Παρέμεινε όμως ως σεναριογράφος και παραγωγός, παραδίδοντας τα ηνία στον Alexander Witt, μέχρι τότε βοηθός σκηνοθέτη και υπεύθυνος φωτογραφίας στα Twister, Gladiator και Πειρατές Της Καραϊβικής.
Μετά το πρώτο φιλμ που λειτουργούσε ως prequel, στο Apocalypse παρακολουθήσαμε μια διαφορετική εκδοχή του παιχνιδιού Resident Evil 3: Nemesis...
Βρισκόμαστε μερικές εβδομάδες μετά τα γεγονότα της πρώτης ταινίας, με τον ιό να έχει εξαπλωθεί και να σαρώνει τη Racoon City.
Οι υπεύθυνοι της Umbrella Corporation κλείνονται στο κτίριο τους στο Detroit αφήνοντας τον κόσμο απ'έξω, κλείνοντας την πόλη σε καραντίνα και έχοντας στα κρυφά σχέδια τους την πυρηνική καταστροφή της Racoon City, προκειμένου να καλυφθούν οι βρωμιές τους.
Στην αρχή παρακολουθούμε για πρώτη φορά την αφήγηση της Alice με το "My name is Alice" και την περίληψη του τι προηγήθηκε.
Ένα πάντοτε πορωτικό μοτίβο, που αρέσει σε όποια ταινία κι αν το δεις και έγινε κανόνας για κάθε συνέχεια του συγκεκριμένου franchise.
Ύστερα ακολουθούν οι διάφορες υποϊστορίες των δευτερευόντων χαρακτήρων, όπου βλέπουμε για πρώτη φορά την αστυνομικίνα Jill Valentine ή τον μισθοφόρο Carlos Oliveira ενώ αργότερα προστίθενται οι συνηθισμένοι, αναλώσιμοι και συμπληρωματικοί ρόλοι της ρεπόρτερ, του έγχρωμου μπάτσου κλπ.
Αργότερα θα συναντηθούν με την Alice στην οποία είχαν γίνει γενετικά πειράματα, τροποποιώντας το DNA της και χαρίζοντας της υπερφυσικές ικανότητες.
Όλοι μαζί θα βρεθούν μέσα από συγκυρίες που τις διαμορφώνει ο Dr Ashford (o Jared Harris, μετέπειτα καθηγητής Moriarty στο Sherlock Holmes: A Game of Shadows).
Ανακαλύπτουμε πως ο Dr. Ashford ήταν ο υπεύθυνος για την δημιουργία του ιού καθώς έψαχνε μια θεραπεία για την άρρωστη κόρη του, Angela.
Κρατείται απ΄τους ανθρώπους της Umbrella και παράλληλα έρχεται σε επικοινωνία με την Alice υποσχόμενος να δώσει τους κωδικούς για το πως θ'αποδράσουν από την πόλη, με αντάλλαγμα να βρουν την κόρη του και να του την παραδώσουν.
Κάπου εκεί παραμονεύει και ο Nemesis/πρώην Matt Addison, που τον ρίχνει η Umbrella στη μάχη για να γαζώσει ότι αναπνέει και να μονομαχήσει στο τέλος με την Alice, για το ποιος απ'τους δύο θα αποδειχτεί το δυνατότερο πείραμα/όπλο της εταιρείας.
Εδώ ο κόσμος χανόταν δηλαδή και λίγο πριν την καταστροφή, η Umbrella είχε στο νου της τα ...street fighting.
Στο σημείο αυτό, ήταν οφθαλμοφανέστατο πως οι ταινίες δανείζονταν κανονικά και με το νόμο από την ιστορία των παιχνιδιών, διασκευάζοντας τα και παρουσιάζοντας μια εναλλακτική εκδοχή τους.
Το πεδίο του Resident Evil απλώθηκε σε μια ποικιλία χώρων και περιοχών, από μεγάλα κτίρια μέχρι κλειστούς χώρους και νεκροταφεία ενώ η πλοκή προχωρούσε σαν πίστες από βιντεοπαιχνίδι, με προσθήκη από στυλιζαρισμένο ξυλίκι και μια ελάχιστη υπόννοια ατμόσφαιρας.
Οπτικά, δανειζόταν αρκετά στοιχεία και χαρακτήρες του παιχνιδιού και σίγουρα ήταν πιο πιστή, σε ένα γενικότερο videogame κλίμα.
Ειδικά στις σκηνές με Jill ή Nemesis ήταν σαν να παρακολουθείς σινεματικές σεκάνς από το παχνίδι, με τρανότερο παράδειγμα την πυρηνική έκρηξη του φινάλε.
Είδαμε και την Jil Valentine της Sienna Guillory, η οποία ήταν χάρμα οφθαλμών και δεν χόρταινες να την βλέπεις σε κάθε πλάνο, να στοχεύει με τα όπλα και το σέξι βλέμμα της, φορώντας καυτό σορτς και το χαρακτηριστικό μπλε strapless της ενώ ο Nemesis με τα όπλα/γκουμούτσες που διέθετε ήταν εξίσου ολόιδιος με τα βιντεοπαιχνίδια.
Στα συν και η εμφάνιση του Carlos Oliveira, στο πρόσωπο του συμπαθούς Oded Fehr των Mummy και Mummy Returns.
Δυστυχώς με την τροπή που πήρε το σενάριο να χαρίσουν υπερδυνάμεις στην Alice, το sequel διέθετε μεν περισσότερη δράση, αλλά είχε σχεδόν πλήρη απουσία κλειστοφοβικού κλίματος ενώ και οι κασκάντες ήταν υπερβολικά στυλιζαρισμένες.
Ίσως οι μόνες σεκάνς που ξεχώρισαν, ήταν αυτή με τους Lickers στην εκκλησία, τα ψηφιακά εφέ των οποίων ήταν πολύ πιο βελτιωμένα από την πρώτη ταινία και αυτή του νεκροταφείου όπου τα ζόμπι έβγαιναν από τους τάφους, παραπέμποντας σε κλασικές zombie movies.
Τι να τα κάνεις όμως και τα θετικά, όταν καταστρέφονταν από την ζαλιστική σκηνοθεσία και μοντάζ;
Το μεγαλύτερο μειονέκτημα του Apocalypse δεν ήταν το videogame κλίμα του, αλλά ο videogame τρόπος ανάπτυξης του σεναρίου.
Με μια σκηνοθεσία που σε πέταγε γρήγορα και βιντεοκλιπίστικα από την μία σεκάνς στην άλλη, με τόσο κακότεχνα γρήγορο μοντάζ που δεν ευχαριστιόσουν καμία σκηνή δράσης, ο αμφιβληστροειδής σου ζαλιζόταν προσπαθώντας να ακολουθήσει τις εν λόγω σκηνές.
Επίσης, μέγιστο αμάρτημα όταν διασκευάζεις το Resident Evil 3 που είχε πρωταγωνιστές τους Jill και Carlos, να έχεις πάλι ως πρωταγωνίστρια έναν άσχετο χαρακτήρα όπως η Alice.
Να μην μιλήσω για το αχρείαστο αν και όχι τόσο ενοχλητικό, comic relief του L.J. (Mike Epps).
Ήταν ...ηλί(θι)ου φαεινότερον πως ειδικά η Jill ξεχώριζε από την αρχή της ταινίας και μπορούσε να της δωθεί παραπάνω χρόνος.
Βέβαια όλα τα παραπάνω αρνητικά δεν θα άρχιζαν να ενοχλούν τόσο, μέχρι να εμφανιστούν τα Afterlife και Retribution, αλλά και πάλι...πρέπει να χωνέψουμε με το ζόρι την Alice, για να μην τρώει παντόφλα, πλάστες και τηγάνια ο Anderson, από την 'ταλαντούχα' γυναίκα του;
Εν ολίγοις, χειρότερο από το πρώτο σαν ταινία και μέτριο σαν action-fest.
Όμως, με τόσα στοιχεία και χαρακτήρες από τα παιχνίδια, παραμένει το πιο κλασικό απ΄τα sequel, για τους φαν του franchise.
Συνέχεια με το Resident Evil: Extinction (2007).