Γράφει ο Κωνσταντίνος Παναγιώτου.
Μόνο ένα πράγμα μπορώ να πω με σιγουριά.
Το Killing Them Softly όντως δικαίωσε το τίτλο του.
Η ταινία του Andrew Dominik όντως μας σκότωσε απαλά και αργά.
Πολύ αργά, σε σημείο που μας πήρε ο ύπνος μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα.
Πριν αναλύσουμε όμως τα κακώς κείμενα του Killing Them Softly, οφείλουμε να τονίσουμε πως η ταινία είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα του George V. Higgins, με τίτλο «Cogan’s Trade», το οποίο εκδόθηκε το 1974.
Το έργο όπως και η νουβέλα, ακολουθούν τα βήματα του Jackie Cogan (Brad Pitt, Moneyball), ενός πληρωμένου δολοφόνου, ο οποίος έχει αναλάβει να βρει και προφανώς να «καθαρίσει» αυτούς που ευθύνονται για τη ληστεία εν μέσω μίας οργανωμένης από τη μαφία παρτίδας πόκερ...
Μέχρι εδώ όλα καλά.
Μάλλον, κάτι παραπάνω από καλά.
Έχουμε λέξεις-κλειδιά όπως Brad Pitt, μαφία, πόκερ, ληστεία, «καθαρίζω», δολοφόνος, οι οποίες όχι μόνο μας προδιαθέτουν θετικά αλλά μας τσιτώνουν και μας προετοιμάζουν για ένα γκανγκστερικό υπερθέαμα.
Προσθέστε και την αφίσα της ταινίας, όπου εμφανίζεται ο Brad Pitt οπλισμένος με ένα shotgun και ένα «ψαρωτικό» βλέμμα εν μέσω ενός μαύρου και άραχνου φόντου, και έχετε μία ιδέα για τη διάθεση με την οποία διαβήκαμε το κατώφλι της αίθουσας.
Κάπου εδώ γίνεται και ο διαχωρισμός του τι είδαμε και του τι περιμέναμε ή θέλαμε να δούμε.
Κατ’ αρχάς, αν και ο Brad Pitt εμφανίζεται ως ο απόλυτος πρωταγωνιστής, αυτός πάνω στον οποίο στηρίζεται ολόκληρο το φιλμ έκανε για πρώτη φορά την εμφάνιση του με τη συμπλήρωση είκοσι λεπτών με μισής ώρας ταινία.
Τον Καρρά να περίμενες να εμφανιστεί στη σκηνή, λιγότερο θα ξεροστάλιαζες.
Βάζοντας παρ’ όλα αυτά στην άκρη την…αργοπορία του Pitt, δεν μπορούμε να μη σταθούμε στη παντελή έλλειψη χαρακτήρα της ταινίας.
Υπερβολικά λίγες (για το θέμα της ταινίας) σκηνές δράσης, αραιοί πυροβολισμοί, κάποιοι σκόρπιοι ωμοί ξυλοδαρμοί και μερικές σκηνές χρήσης ναρκωτικών.
Ύστερα από την εισαγωγή, την οποία αναφέραμε παραπάνω, περίμενα ένα φιλμ «πνιγμένο» στο πιστολίδι, αλλά αντ’ αυτού ο Andrew Dominik μας σέρβιρε μία μετριότατη ταινία, η οποία όχι μόνο με άφησε αδιάφορο αλλά κατάφερε να με τσαντίσει κιόλας.
Εν πάσει περιπτώσει, ας πιάσουμε το κουβάρι από την αρχή, προκειμένου να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα για πράγματα και καταστάσεις.
Δύο εγκληματίες (της κακιάς ώρας), οι Frankie (Scoot MacNairy, Monsters) και Russell (Ben Mendelsohn, The Dark Knight Rises) αποφασίζουν να ληστέψουν μία παρτίδα πόκερ, η οποία διεξάγεται υπό την αιγίδα της μαφίας, καθώς πιστεύουν πως αν τα καταφέρουν οι υποψίες θα στραφούν στο διοργανωτή της Markie Trattman (Ray Liotta, The Son of No One) καθώς ο τελευταίος είχε ηγηθεί μίας ανάλογης ληστείας παλαιότερα.
Η ληστεία εξελίσσεται θετικά (για τους δράστες – όχι για τα θύματα), οι Frankie και Russell κάνουν γερή μπάζα, αλλά έχουν διαπράξει ένα σοβαρό σφάλμα.
Έχουν τσαντίσει τη μαφία και όταν η μαφία τσαντίζεται καλεί τον Cogan να «καθαρίσει» τη μπουγάδα.
Το παραμύθι πως ο Trattman διέπραξε τη ληστεία δεν γίνεται πιστευτό, και έτσι ο Cogan οφείλει πλέον να βρει και να τιμωρήσει παραδειγματικά (πιο απλά να σκοτώσει – απαλά όπως λέει ο ίδιος) τους δράστες.
Συνεχίζετε να «ψήνεστε» ε;
Ωραίο το story, παίζει και ο Pitt , επιτυχία μεγάλη και ο αρθρογράφος σκέτος γκρινιάρης.
Μακάρι να ήταν έτσι τα πράγματα.
Με τα πολλά ο Cogan κάνει την εμφάνιση του και θέτει το μοναδικό όρο του προκειμένου να ξεχυθεί στο κυνήγι των υπαίτιων για τη ληστεία.
Θέλει ως συνεργάτη τον Mickey (James Gandolfini, The Taking of Pelham 123), ο οποίος κάποτε συμπεριλαμβανόταν ανάμεσα στους καλύτερους δολοφόνους αλλά πλέον δεν μπορεί να ξεκολλήσει από το ποτό και τις γυναίκες, ενώ εκκρεμεί και η αναστολή του.
Κάνω λόγο για τη συγκεκριμένη φιγούρα, όχι γιατί έπαιξε κάποιο σημαντικό ρόλο την υπόθεση (το αντίθετο θα λέγαμε μάλιστα) αλλά επειδή ήταν μία νότα χαλάρωσης και χιούμορ μέσα σε όλο τον αχταρμά της υπόλοιπης ταινίας.
Επιστρέφω στο κεντρικό story.
Και εκεί που περιμένεις να αρχίσουν οι καταδιώξεις, οι παρακολουθήσεις, το ξύλο, η δράση γενικά, «τρώμε» την υπόλοιπη ώρα του φιλμ ανάμεσα σε διάλογους χωρίς ουσία, υπέρ του δέοντος πολύπλοκη υπόθεση με σκοπό το «γέμισμα» της ταινίας και μόνο (έπρεπε να δικαιολογήσει κάπως και το τίτλο του σεναριογράφου ο Dominik) και εξόφθαλμα σκηνοθετικά λάθη.
Ειδικά όσον αφορά τα τελευταία, όποιος παρ’ ευχήν παρακολουθήσει τη ταινία ας δώσει βάση στη σκηνή όπου οι Cogan και Mickey πίνουν ποτά σε ένα εστιατόριο.
Σε αυτό το διάστημα θα γίνουν μάρτυρες του μαγικού ποτηριού μπύρας το οποίο εμφανίζεται-εξαφανίζεται, αδειάζει και γεμίζει εν ριπή οφθαλμού!
Το ξεπερνάμε και αυτό για να φτάσουμε στο φινάλε της υπόθεσης, το οποίο εμπεριείχε μία μικρή ανατροπή, η οποία δεν κατάφερε όμως να μας αλλάξει γνώμη.
Το Killing Them Softly δεν μου άρεσε ούτε στο ελάχιστο, ενώ θεωρώ πως προσπαθεί να εξαπατήσει το κοινό χρησιμοποιώντας τον Brad Pitt ως κράχτη.
Και μόνο η αφίσα, η οποία μικρή τελικά σχέση έχει με τη ταινία, τα λέει όλα για το ποιόν του φιλμ.
Στα καθαρά κινηματογραφικά τώρα, η σκηνοθεσία ήταν μετριότατη καθώς εκτός από τα προαναφερθέντα «χτυπητά» λάθη, ο Dominik προσπάθησε, ανεπιτυχώς, με διάφορα τεχνάσματα να μας βάλει στο ρόλο των πρωταγωνιστών.
Έτσι όταν ο Russell παίρνει ναρκωτικά , η κάμερα θολώνει, ξεθολώνει, κινείται αργά και μας αποπροσανατολίζει, προσπαθώντας να μας κάνει να βιώσουμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια του εν λόγω χαρακτήρα.
Αμ δε, πιο πολύ μας ζάλισε και μας κοίμισε ακόμα περισσότερο παρά μας έβαλε στο κλίμα της υπόθεσης.
Η ερμηνεία του Pitt είναι ένα από τα μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού, θετικά σημεία της ταινίας.
Γνωστός για την ικανότητα του να προσαρμόζεται σε όλα τα είδη ρόλων, ο Pitt υποδύεται αρκετά γλαφυρά τον ψυχρό δολοφόνο ο οποίος δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα προκειμένου να εκτελέσει την αποστολή του.
Βέβαια με τσάντισε όπως είπα και παραπάνω, το γεγονός πως αν και παρουσιάζεται ως πρωταγωνιστής , πρακτικά είναι δευτεραγωνιστής από την άποψη πως και αργά εμφανίζεται στο έργο και μικρότερη χρονικά συμμετοχή έχει γενικότερα σε αυτό σε σχέση με τους Frankie και Russell για παράδειγμα.
Το λοιπό cast δεν ξεφεύγει από τη μετριότητα, αν εξαιρέσω όπως είπα και παραπάνω, τον James Gandolfini.
Το «κλου» της υπόθεσης είναι πως η όλη ιστορία διαδραματίζεται με φόντο τον προεκλογικό αγώνα McCain και Obama.
O Dominik, με αφορμή τη τωρινή μάχη του πρόερδου των ΗΠΑ με τον Romney προσπαθεί να προβεί σε ένα συνειρμό αναφορικά με τη βαναυσότητα της αμερικάνικης ζωής.
Εμείς δεν το πιάσαμε το όλο concept, αν εσείς καταλάβετε κάτι παραπάνω παρακαλώ διαφωτίστε μας.
Στις ελληνικές αίθουσες από 25 Οκτωβρίου.
Killing Them Softly trailer από FilmBoy-gr