Γράφει ο Κωνσταντίνος Παναγιώτου.
Είμαι θερμός οπαδός των ταινιών που πραγματεύονται πράγματα και καταστάσεις της αμερικάνικης υπαίθρου, σύγχρονης ή μη.
Το μουντό και στενάχωρο περιβάλλον που τη διαπερνά και φτάνει μέχρι το μεδούλι του θεατή, πάντα με έκανε να αισθάνομαι αμήχανα που εκείνη τη στιγμή, καθισμένος μέσα στη σκοτεινή αίθουσα δεν έχω ένα όπλο (εξάσφαιρο ή κάτι πιο εξελιγμένο, ανάλογα με την εποχή της ταινίας) ζωσμένο στη μέση μου.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως διστάζω να «κάψω» ταινίες, οι οποίες πραγματεύονται το αντικείμενο (άλλες περισσότερο άλλες λιγότερο).
Το Killer Joe, είναι ένα από τα πιο τρανταχτά παραδείγματα...
Έστω και αν πολλοί θα διαφωνήσετε, προσωπικά την κατατάσσω στις ταινίες χωρίς νόημα, με σκηνές-κράχτες (βλέπε τη σκηνή με το κοτόπουλο), «ρηχό» σενάριο και αποτυχία στην απόδοση των χαρακτήρων του έργου.
Στον αντίποδα, δεν έχω επίσης κανένα πρόβλημα να απονείμω τα εύσημα στις ταινίες οι οποίες πραγματικά αφουγκράζονται το χαρακτήρα της εποχής.
Έτσι λοιπόν πρέπει να το παραδεχτώ ότι ...κάποιος έκανε εξαιρετική δουλειά στο Lawless.
Κάποιος σήκωσε πραγματικά τα μανίκια, ίδρωσε και κόπιασε προκειμένου να μας παρουσιάσει μία ταινία, η οποία αποτυπώνει στο μέγιστο βαθμό την αμερικάνικη κοινωνία του 1930.
Αν δεν έχετε ιδέα για τι πράγμα μιλάμε, φέρτε στο μυαλό σας το Φαρ-Ουέστ.
Παράνομοι με ένα τσιγάρο κολλημένο στα χείλη, σερίφηδες, χορεύτριες σε μπαρ, βία (συχνά ωμή), διαφθορά και όπλα ζωσμένα στη μέση.
Όλα αυτά εμπλουτίστε τα με μία μικρή δόση τεχνολογίας (μικρή έτσι, μην ξεχνάτε σε ποια εποχή βρισκόμαστε) και έχετε το πορτρέτο του κεντρικού θέματος του Lawless.
Δεν ισχυριζομαι ότι η ταινία φιλοδοξεί να αποτελέσει τον κολοφώνα του είδους, έχουν υπάρξει αρκετές καλύτερες της στο παρελθόν και σίγουρα θα υπάρξουν και στο μέλλον, τονίζω όμως πως μέσα στη γενική μετριότητα που κυριαρχεί αυτή την περίοδο στις σκοτεινές αίθουσες (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων φυσικά) αποτελεί μία όαση για τους θεατές.
Δεν ξέρουμε αν την εξαιρετική δουλειά πρέπει να τη χρεώσουμε στον John Hillcoat (The Road, The Proposition), ο οποίος από την καρέκλα του σκηνοθέτη συντόνισε σχεδόν άριστα το επιτελείο του, στον Matt Bondurant, πάνω στο μυθιστόρημα του και επί της ουσίας στα βιώματα της οικογένειας του στηρίχτηκε η ταινία, στους Shia LaBeouf, Tom Hardy και Guy Pearce για τις πολύ καλές τους ερμηνείες, στον υπεύθυνο της φωτογραφίας, Benoit Delhomme ή σε αυτούς που «έντυσαν» μουσικά τη ταινία, Nick Cave και Warren Ellis.
Μάλλον το πιο δίκαιο θα ήταν να απονείμουμε τα εύσημα σε όλους τους παραπάνω και σε όσους από το παρασκήνιο μόχθησαν για το Lawless.
Αρκετά με τα εισαγωγικά και τα συχαρίκια όμως.
Περνάμε στο ζουμί…
Το Lawless μας τοποθετεί στη κομητεία Φράνκλιν, στη Βιρτζίνια, το 1931.
Τότε η εμπορία και η κατανάλωση αλκοόλ ήταν απαγορευμένη.
Όπως σε όλες τις ανάλογες απαγορεύσεις όμως (ναρκωτικά, όπλα κτλ), υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι προσπαθούν «υπόγεια» να σπρώξουν το προϊόν τους στο εμπόριο.
Στην προκειμένη περίπτωση αυτοί είναι οι αδερφοί Bondurant, ο Forrest (Tom Hardy, The Dark Knight Rises), ο Jack (Shia LaBeouf, Transformers: Dark of the Moon) και ο Howard (Jason Clarke, Texas Killing Fields), οι οποίοι με τη βοήθεια του φίλου τους, Cricket Pate (Dane DeHaan, Chronicle) έχουν στήσει πίσω από τη «βιτρίνα» ενός μπαρ ολόκληρη επιχείρηση εμπορίας ουίσκι.
Η συντροφιά εμπλουτίζεται - και ομορφαίνει - με την προσθήκη της Maggie Beauford (Jessica Chastain, Texas Killing Fields) ως σερβιτόρα, χαρακτήρας ο οποίος μαζί με τη Bertha Minnix (Mia Wasikowska, Albert Nobbs), το κλασσικό κορίτσι της ενορίας το οποίο ερωτεύεται σφόδρα ο Jack, επωμίζεται το ρομαντικό και δραματικό κομμάτι του έργου.
Οι παράνομες δραστηριότητες των αδερφών Bondurant είναι γνωστές στη συγκεκριμένη κομητεία, αλλά κανείς ούτε καν ο σερίφης Hodges (Bill Camp, Compliance) δεν τολμά να σταθεί εμπόδιο στο έργο τους αφού εκτός των άλλων πλανάται ο μύθος πως οι Bondurant είναι άτρωτοι.
Είναι χαρακτηριστικό πως και οι μεγαλομαφιόζοι της περιοχής, με αρχηγό τον Floyd Banner (Gary Oldman, The Dark Knight Rises) σέβονται την οικογένεια.
Όταν όμως καταφθάνει στην περιοχή, ο ειδικός επιθεωρητής Charlie Rakes (Guy Pearce, Prometheus) με σκοπό να ξεσκεπάσει τη σπείρα της παράνομης εμπορίας αλκοόλ, τα πράγματα παίρνουν διαφορετική τροπή.
Βλέπετε, ο Rakes δεν είναι ένας κοινός αστυνομικός.
Είναι ένας ψυχάκιας, ο οποίος έχει σταλεί από την πρωτεύουσα του εγκλήματος, το Σικάγο, προκειμένου να πετύχει εκεί όπου οι άλλοι απέτυχαν.
Με τον Pearce να σκιαγραφεί τέλεια το χαρακτήρα του Rakes - απίστευτη χωρίστρα, η οποία είναι τιγκαρισμένη στη βαζελίνη για να γυαλίζει, δερμάτινα γάντια στα χέρια, τα οποία δεν βγαίνουν ακόμα κι όταν «σπάει στο ξύλο» κόσμο και κοσμάκη, απέχθεια προς τους χωριάτες και δη τους συγκεκριμένους - είχαμε τη τύχη να παρακολουθήσουμε έναν από τους πιο εύστοχα δοσμένους καλούς-κακούς της χρονιάς.
Καλός όσον αφορά το ρόλο του ως αστυνομικός, κακός έως πολύ κακός όσον αφορά την εκτέλεση του ρόλου αυτού.
Εν πάση περιπτώσει, ο Rakes βάζει στο μάτι τους αδελφούς Bondurant και δη τον αρχηγό αυτών, τον Forrest.
Το σκληρό και ψυχρό στυλάκι του τσιτώνουν όσο δεν πάει τον ειδικό επιθεωρητή, ο οποίος πλέον βάζει ως στόχο της ζωής του να βρει το παράνομο αποστακτήριο των Bondurant.
Η κατάσταση μπλέκεται ακόμα περισσότερο μέσα από τις προσπάθειες του Jack να «ανδρωθεί» στα μάτια των μεγαλύτερων αδερφών του, ενώ παράλληλα «τρέχουν» οι ερωτικές ιστορίες του Forrest με τη Maggie και του προαναφερθέντος Jack με τη Bertha.
Δεν θα πούμε περισσότερα για την υπόθεση της ταινίας καθώς αξίζει να παρακολουθήσετε το ξετύλιγμα των χαρακτήρων μέσα από τις ιδιαίτερες συνθήκες της εποχής, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει και το «δέσιμο» των τριών αδερφών μεταξύ τους αλλά και με τη Maggie και τον Cricket.
Ούτε συζήτηση φυσικά για το «αρρωστάκι» Rakes, ο οποίος όπως είπαμε και παραπάνω προσθέτει τους περισσότερους πόντους στη ταινία.
Η σκηνοθεσία του Hillcoat είναι εξαιρετική, καθώς μας μεταφέρει αψεγάδιαστα το κλίμα της εποχής ενώ όπως είπαμε και παραπάνω αξίζουν πολλά συγχαρητήρια και στη φωτογραφία της ταινίας.
Οι ερμηνείες των Clarke, Wasikowska, Chastain και DeHaan είναι αποδεκτές, αλλά η ευχάριστη έκπληξη πραγματοποιείται με τους LaBeouf, ο οποίος αποδεικνύει πως δεν είναι τόσο «ρηχός» όσο πιστέψαμε στα Transformes, και Hardy, το μουγκρητό του οποίου στη θέα της γυμνής Maggie μένει στην ιστορία.
Όλα τα λεφτά όμως είναι ο Pearce μιας και πείθει απόλυτα στο ρόλο του παρανοϊκού Rakes.
Η ταινία «ντύνεται» με μία μουσική-σήμα κατετεθέν της εποχής, η οποία μας έκανε να θέλουμε να πηδήξουμε μέσα στο «πανί», να οδηγήσουμε ένα αρχαίο Ford, με ένα τσιγάρο κολλημένο στα χείλη και να καταλήξουμε σε ένα ξεχασμένο από το Θεό μπαρ όπου θα φάμε άψητη και σκληρή μπριζόλα, και θα πιούμε ουίσκι με το λίτρο.
Στα συν επίσης οι σκηνές με το πιστολίδι και το ξύλο ενώ τα όρια του soft splatter αγγίζει η εκδίκηση των Bondurant απέναντι σε δύο πληρωμένους από τον Rakes, δολοφόνους.
Τέλος, οφείλω να τονίσω πως η ιστορία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, με την αληθινή φωτογραφία των αδερφών Bondurant στο τέλος της ταινίας να το επιβεβαιώνει.
Μάλιστα, ο συγγραφέας του βιβλίου, Matt Bondurant, σε συνέντευξη του είχε δηλώσει πως τυχαία έμαθε για την ιστορία των προγόνων του και από εκεί και πέρα αποφάσισε να την καταγράψει μέσω του μυθιστορήματος του.
Για την…ιστορία, ο Matt ήταν εγγονός του Jack και επομένως ανιψιός των Forrest και Howard.
Όπως δήλωσε και ο ίδιος:
«Συχνά σκέφτομαι τις ευκαιρίες που είχα να ρωτήσω τον παππού μου για τα γεγονότα της εποχής, τις οποίες και έχασα.
Αυτή η απίστευτη ιστορία, η πόρτα για το παρελθόν ήταν μπροστά μου.
Τότε ήμουν νέος και φοβόμουν.
Δεν θα κάνω το ίδιο λάθος ξανά».
Προτείνουμε να ακολουθήσετε τη συμβολή του και να μην χάσετε την ευκαιρία να «βυθιστείτε» στα σκοτεινά μονοπάτια της Αμερικής και να βαδίσετε παρέα με τους Bondurant προς την εκδίκηση…
Α, να μην ξεχάσω απίστευτη ειρωνεία η αφήγηση του Jack στο φινάλε σχετικά με τη τύχη του Forrest…
Στις αίθουσες από 25 Οκτωβρίου.
Lawless trailer από FilmBoy-gr