Γράφει ο Κωνσταντίνος Παναγιώτου.
Η προσπάθεια ενός δεκαεξάχρονου αγοριού να «εισβάλλει» στη ζωή μίας οικογένειας προκειμένου να ολοκληρώσει την εργασία του, αλλά και η αναζωπύρωση του πάθους για τη διδασκαλία ενός κορεσμένου καθηγητή.
Αυτό εν ολίγοις είναι το concept του Dans la Maison (αγγλικός τίτλος: In the House και ελληνικός: Το αγόρι στο τελευταίο θρανίο), τη Γαλλική παραγωγή που πήρε βραβείο στο φετινό φεστιβάλ του Toronto.
Ο ταλαντούχος και πολλά υποσχόμενος Francois Ozon, καταφέρνει να μας παρουσιάσει αρκετά παραστατικά τη ζωή μίας μεσοαστικής γαλλικής οικογένειας μέσα από τις αράδες του δεκαεξάχρονου Claude Garcia (Ernst Umhauer)...
Το Dans la Maison στηρίζεται στο ισπανικό θεατρικό έργο με τίτλο: “The Boy in the Last Row”, του Juan Mayorca, ο οποίος προσυπογράφει και το σενάριο της κινηματογραφικής μεταφοράς.
Με αφορμή την εργασία με τίτλο: «Περιγράψτε πώς περάσατε το Σαββατοκύριακο σας», ο Claude αρχίζει να περιγράφει αρκετά γλαφυρά το προφίλ της οικογένειας του Rapha (Bastien Ughetto) δίνοντας βάση κατά κύριο λόγο στη γοητευτική μητέρα του Esther (Emmanuelle Seigner).
Το γεγονός δεν ξεφεύγει της προσοχής του καθηγητή του, Germain (Fabrice Luchini, ο Ιούλιος Καίσαρας στο Astérix et Obélix: Au service de Sa Majesté), ο οποίος αν και αρχικά φαίνεται να αποτροπιάζει με την - τουλάχιστον περίεργη - εργασία του Claude , δέχεται μετά χαράς στη συνέχεια να διαβάσει τα επόμενα κεφάλαια της.
Εδώ παρατηρούμε πως εμφανίζεται η τεχνική του εγκιβωτισμού στην διάρθρωση της ταινίας.
Μία ιστορία μέσα σε μία ιστορία.
Το κεντρικό story καλύπτει την αρχική ένταση στις σχέσεις καθηγητή και μαθητή αλλά και τη μετέπειτα σύμπλευση τους, ενώ η εγκιβωτισμένη ιστορία αφορά τη ζωή της οικογένειας του Rapha Artole ιδωμένη μέσα από τα γραπτά του Claude.
Μιλώντας για τον κεντρικό άξονα της διήγησης, πρέπει να τονίσουμε πως παρατηρούμε τα προφίλ δύο εντελώς διαφορετικών αλλά συγχρόνως εξίσου γοητευτικών τύπων ανθρώπων.
Από τη μία ο «ψυχρός», αποστασιοποιημένος και «σταφιδιασμένος» καθηγητής που ουσιαστικά έχει χάσει τη θέρμη του για τη δουλειά του και στον αντίποδα, ο νεαρός «θερμός» γεμάτος ένταση και δίψα για τη ζωή ταλαντούχος μαθητής, ο οποίος αποφασίζει να περιγράψει εντελώς βιωματικά τον τρόπο ζωής μίας ξένης οικογένειας.
Η εργασία του Claude, όπως είπαμε και παραπάνω δεν είναι αυτοτελής.
Χωρίζεται σε κεφάλαια, με αρχή, μέση άλλο όχι και τέλος μιας και όπως κάθε μυθιστόρημα που σέβεται τον εαυτό του, αφήνει τον αναγνώστη στην «πρίζα» για τη συνέχεια.
Κάπως έτσι την «πατάει» και ο Germain και σε συνδυασμό με το αδιαμφισβήτητο συγγραφικό ταλέντο του Claude αρχίζει να «ψάχνεται» πάνω στο θέμα.
Αρχικά επιχειρεί να παρατηρήσει από απόσταση την υπόθεση αλλά γρήγορα αρχίζει να συναναστρέφεται με τον Claude σε ώρες εκτός σχολικού ωραρίου με σκοπό από τη μία να «χτίσει» πάνω στα ισχυρά θεμέλια της συγγραφικής φύσης του νεαρού και επομένως να «οικοδομήσει» ένα νέο λογοτέχνη και από την άλλη για να γευτεί κι αυτός την απόλαυση της «ματιάς από την κλειδαρότρυπα» στην οικογένεια του Rapha.
Μέσα από αυτή τη συνεργασία λοιπόν, ο μεν Claude ενθαρρύνεται να συνεχίσει να «κατασκοπεύει» τους Artole ενώ ο Germain αρχίζει να ανακαλύπτει εκ νέου τη ζωή.
Ξανανιώνει και με περίσσια ζωντάνια πλέον αρχίζει να απασχολεί το μυαλό του μόνο με την εργασία του μαθητή του, η οποία πλέον έχει πάρει το χαρακτήρα μυθιστορήματος.
Η δεύτερη ιστορία διαδραματίζεται φυσικά στο σπίτι του Rapha, σκηνικό που θα ενσωματώσει διάφορα σήριαλ, από τη ψυχοσύνθεση του υιού του πατέρα και της μητέρας μέχρι την οιδιπόδεια λανθάνουσα ερωτική έλξη του Claude για τη μητέρα του Rapha, Esther.
Εδώ παρατηρούμε τη μεγάλη συμβολή του Mayorca στη ταινία.
Όταν η ταινία εισχωρεί σε κλειστά σκηνικά, παρακολουθούμε ένα ξεκάθαρα θεατρικό έργο.
Απίστευτη η επίδραση του «σανιδιού» στο «πανί» σε αυτά τα σημεία.
Η παρείσφρηση του Claude στην οικία των Artole μας χαρίζει ωραιότατες θεατρικές αλλαγές σκηνικών.
Από την κουζίνα, στο υπνοδωμάτιο και από εκεί στο καθιστικό.
Ο Ozon είχε την ευστροφία να γεφυρώσει στη συνέχεια τις δύο ιστορίες και να τις φέρει σε σημείο σύμπλευσης.
Από τα μέσα της και έπειτα, παρατηρούμε πως ο προαναφερθείς εγκιβωτισμός λαμβάνει τέλος, δίνοντας τη θέση του σε ένα αδιαίρετο και συμπαγές κεντρικό concept.
Η υπόθεση αρχίζει να βαδίζει σε πιο «περίεργα» μονοπάτια στη συνέχεια ενώ καταλήγει σε ένα περίεργο όσο και αιφνίδιο φινάλε.
Ο Claude αποδεικνύεται ακόμα πιο μεγάλο «διαβολάκι» από ότι είχαμε φανταστεί καθώς μέσω της τουλάχιστον περίεργης έρευνας για τη εργασία του διαταράσσει τις ζωές αρκετών ανθρώπων.
Η ματιά στη ζωή διαφορών ατόμων από την κλειδαρότρυπα είναι το θέμα που απασχολεί τον Ozon και μαζί φυσικά και τους θεατές.
Πόσα μπορούμε να μάθουμε για την καθημερινότητα κάποιου ζώντας εκ των έσω τα όσα του συμβαίνουν από την ώρα που ξυπνάει μέχρι τη στιγμή που αναπαύεται προκειμένου να επανακτήσει τις δυνάμεις του και να ριχτεί για ακόμη μία φορά στη δική του μάχη με την κοινωνία.
Αν και ακούγεται άκρως ενδιαφέρον και ίσως πιασάρικο το συγκεκριμένο ζήτημα, δεν τυγχάνει τελικά της απόλυτης εκμετάλλευσης του από τον Ozon.
Αυτό είναι και το μεγαλύτερο μειονέκτημα του Dans la Maison.
Αν και κουβαλάει αρκετές περγαμηνές πάνω στο θέμα: ψυχογράφηση χαρακτήρων και εμβάθυνση στα συναισθήματα των ηρώων του (βλέπε Le Refuge, Le Temps Qui Reste) , ο Ozon αποτυγχάνει να εστιάσει σε μεγάλο βαθμό στα όσα διαδραματίζονται στον εγκέφαλο και στην καρδιά του Claude και του Germain.
Περιμέναμε περισσότερα πράγματα πάνω στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων και ίσως κάποια εξήγηση αναφορικά με το συγγραφικό και κατασκοπευτικό «μικρόβιο» που κουβαλάει ο Claude.
Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι όμως, δεν πρέπει να χρεώσουμε όλο το αρνητικό πακέτο στον Ozon.
Οι Luchini και Umhauer δεν μπορούμε να πούμε πως τα έδωσαν δα και όλα επί σκηνής.
Βαθύ συναίσθημα δεν κατάφεραν ποτέ να βγάλουν, ενώ αν ο δεύτερος δικαιολογείται εν μέρει εξαιτίας του ρόλου του, ο οποίος περιγράφει ένα ψυχρό και αποστασιοποιημένο άτομο, ο δεύτερος είναι μάλλον αδικαιολόγητος.
Από τον Luchini περιμέναμε σαφώς περισσότερα.
Με τα συναισθήματα να μην διαγράφονται σχεδόν ποτέ στο πρόσωπο του, ακόμα και όταν υποψιάζεται τη γυναίκα του (Kristin Scott Thomas, Bel Ami) για τρομερά πράγματα, αποτυγχάνει να αποδώσει με πειστικότητα τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του ήρωα που ενσαρκώνει.
Σκεφτείτε το.
Ένας καθηγητής ρισκάρει τα πάντα , την καριέρα του, την οικογένεια του, τη ζωή του, προκειμένου να εμπνεύσει ένα μαθητή του.
Πόσες εκφράσεις περίμενε κάποιος να πάρει αυτός ο άνθρωπος, πόσες φορές πρόσμενε να «σπάσει», να δακρύσει, να χαρεί.
Ε, ο Luchini βουτάει το δάχτυλο του σε αυτό τον κυκεώνα καταστάσεων και συναισθημάτων και γεύεται μόλις ένα μικρό ποσοστό τους.
Σε ρηχά νερά κινήθηκε και το υπόλοιπο καστ, με εξαίρεση τη Seigner, η οποία κατάφερε να μας κάνει να την ερωτευτούμε μόνο και μόνο με το μυστηριώδες βλέμμα της και τις αέρινες κινήσεις των φορεμάτων της.
Το Dans la Maison με στεναχώρησε.
Ήθελε να πει τόσα πολλά, να μας προβληματίσει για ακόμα περισσότερα αλλά τελικά μας άφησε ανικανοποίητους.
Το βαθύτερο νόημα της ταινίας χάθηκε κάπου στα μέσα του έργου και σε συνδυασμό με τις ρηχές ερμηνείες μας άφησε μία γλυκόπικρη γεύση.
Γλυκιά για τις προοπτικές που είχε και πικρή για την επιφανειακή εκμετάλλευση τους.
Στις αίθουσες από 13 Δεκέμβρη.
Το Αγόρι στο Τελευταίο Θρανίο (Dans La Maison)... από FilmBoy-gr