Γράφει ο Κωνσταντίνος Παναγιώτου.
Το remake της ομότιτλης ταινίας του Ronald Neame (1966) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μέχρι και συμπαθητικό, αν δεν κουβαλούσε εξ’ αρχής ένα τεράστιο μειονέκτημα.
Το μεγάλο «αγκάθι» της όλης υπόθεσης δεν εντοπίζεται τόσο στην καρέκλα του σκηνοθέτη (Michael Hoffman), ούτε σε αυτές των σεναριογράφων αδερφών Coen ούτε στο ανδρικό πρωταγωνιστικό δίδυμο, Alan Rickman και Colin Firth.
Η αιτία του κακού είναι γένους θηλυκού και ακούει στο όνομα: Cameron Diaz.
H Αμερικανίδα ηθοποιός με εξαίρεση τα Gangs of New York, The Mask άντε και το There’s Something about Mary (μετά βίας, αλλά έστω) με τσαντίζει μέχρι θανάτου κάθε φορά, με την επιτηδευμένη και πραγματικά πέρα για πέρα χαγοζκομενέ συμπεριφορά της...
Γνωρίζω βέβαια πως οι παραπάνω χαρακτηρισμοί δεν αντικατοπτρίζουν με απόλυτα κινηματογραφικούς όρους την καλή ή κακή (στην προκειμένη περίπτωση, πολύ κακή) υποκριτική ικανότητα κάποιου, αλλά ειλικρινά καθρεφτίζουν απόλυτα τα καμένα εγκεφαλικά μου κύτταρα, κάθε φορά που παρακολουθώ κάποια ταινία με αυτή στον πρωταγωνιστικό θώκο.
Ας μπούμε όπως στο προκείμενο, την υπόθεση δηλαδή του Gambit και επανερχόμαστε αργότερα στα της Diaz.
Όπως και στο original film λοιπόν, παρακολουθούμε την προσπάθεια του Harry (το 1966 ο Michale Caine, φέτος ο Colin Firth, Tinker Taylor Soldier Spy) να παραπλανήσει το αφεντικό του, Shahbandar (Alan Rickman, Harry Poter and the Deathly Hallows: Part 2 τώρα, Herbert Lom τότε) σχετικά με ένα πολύτιμο έργο τέχνης, με τη βοήθεια μίας όμορφης κορασίδας (Shirley MacLaine και Cameron Diaz, What to Expect When You're Expecting αντίστοιχα).
Αναφερόμενοι στo φετινό Gambit πρέπει να υπογραμμίσουμε πως ο Harry μαζί με το συνταγματάρχη Wingate (Tom Courtenay) σκοπεύουν να ξεγελάσουν τον πλουσιότερο άντρα στην Αγγλία, τον Shahbandar, και να του πασάρουν ένα ψεύτικο Monet, «κλέβοντας» του ουσιαστικά το τεράστιο χρηματικό αντίτιμο που είναι διαθέσιμος να προσφέρει.
Το σχέδιο φαίνεται αψεγάδιαστο.
Ο συνταγματάρχης είναι εξαιρετικός στην αντιγραφή διάσημων έργων τέχνης ενώ ο σατράπης (όχι μόνο με τους υφιστάμενους του αλλά με όλο τον κόσμο) Shahbandar, είναι τρελός και παλαβός αναφορικά με το έργο «Θημωνιές» του Μονέ.
Πιο συγκεκριμένα, το ανδρικό αντίστοιχο της Miranda Priestly (που την υποδύετο η Meryl Streep) στο The Devil Wears Prada, επιθυμεί όσο τίποτε άλλο στον κόσμο να «ζευγαρώσει» το «Θημωνιές: Πρωινό» με το «Θημωνιές: Σούρουπο».
Το ένα από τα δύο το έχει ήδη στην κατοχή του, για το άλλο θα πουλούσε και τη μητέρα του.
Απαραίτητη προϋπόθεση όμως για να πλασαριστεί πειστικά ο ψεύτικος Μονέ (δημιουργία του συνταγματάρχη βεβαίως βεβαίως) εκ μέρους του Harry, είναι η PJ Puznowksi (Diaz), μία Τεξανή βασίλισσα του ροντέο.
Ο μύθος έλεγε πως ένας Puznowski ήταν ο τελευταίος άνθρωπος στην κατοχή του οποίου περιήλθε ο διάσημος πίνακας, οπότε το ταξίδι της PJ Puznowski στο Λονδίνο (έδρα των επιχειρήσεων του Shahbandan) είναι επιτακτικό προκειμένου να στηριχτεί η αληθοφάνεια του όλου εγχειρήματος.
Όλα μοιάζουν πραγματικά τέλεια στο μυαλό του Harry και του συνταγματάρχη.
Μάλιστα όταν τελικά η Puznowski δέχεται να συνεργαστεί μαζί τους, πιστεύουν πως τα πράγματα έχουν μπει σε μία τροχιά.
Φευ όμως.
Δεν υπολόγισαν τον παράγοντα Shahbandar.
Ο ιδιότροπος επιχειρηματίας υποπτεύεται μέχρι και τον ίσκιο του σε τέτοια θέματα οπότε αφ’ ενός απαιτεί να γνωρίσει ο ίδιος τη Puznowski ενώ αφ’ ετέρου προσλαμβάνει ένα νέο ειδικό έργων τέχνης , στη θέση του Harry, τον Zaindeweber (Stanley Tucci, The Hunger Games).
Κάπου εδώ αρχίζουν τα προβλήματα για τον Harry, ενώ αν προσθέσουμε σε αυτά και τη ζήλια του αναφορικά με το ειδύλλιο που σχηματίζεται τελικά ανάμεσα σε Shahbandar και Puznowski (προφανώς και είναι «τσιμπημένος» με την προαναφερθείσα κυρία) καταλαβαίνουμε πως το αρχικά απλό σχέδιο του ιδίου και του συνταγματάρχη μεταμορφώνεται σε ένα Γολγοθά, ο οποίος απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση, πολλά και εύστοχα ψέματα, αυθορμητισμό και ετοιμότητα.
Η όλη φάση μας προκαλεί ευφορία.
Άλλωστε ό,τι έχει να κάνει με κωμωδίες που αναφέρονται στην κλοπή ή συντήρηση ή φύλαξη έργων τέχνης, πάντα θα μας προδιαθέτει ευχάριστα ύστερα από το Bean the Movie (Mr Bean, η υπέρτατη ταινία καταστροφής).
Περιμέναμε λοιπόν κωμικοτραγικά σκηνικά, με τον Shahbandah να προσπαθεί να καταλάβει αν ο πίνακας είναι αυθεντικός ενώ παράλληλα χύνει ακόμα περισσότερο ιδρώτα στην προσπάθεια του να κερδίσει την καρδιά της Puznowski.
Από την άλλη φρονούσαμε πως ο Harry θα πάλευε με νύχια και με δόντια να καταστήσει την ιστορία του πιστευτή και να φτάσει τελικά στο στόχο του, που δεν είναι άλλος φυσικά από το να αγοράσει το αφεντικό του τον πίνακα ενώ παράλληλα θα προσπαθούσε να κάνει δική του τη Τεξανή καουμπόισσα.
Όλα αυτά, ιδωμένα μέσα από το φακό μίας κωμωδίας, σημαίνουν τρομερά μπερδέματα, αλλεπάλληλες ατάκες-φωτιά, χιουμοριστικοί διάλογοι, απίστευτες καταστάσεις, έξυπνα αστεία και εν τέλη, ό, τι μπορεί να χαρακτηρίσει μία κωμωδία του συγκεκριμένου είδους.
Από όλα τα παραπάνω είδαμε ελάχιστα, και αν προσθέσουμε και την εμφάνιση της Diaz, αρχίζουμε πλέον να βλέπουμε με άλλο μάτι το Gambit.
Κατ’ αρχάς το χιούμορ απουσίαζε σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας.
Βασικό αρνητικό στοιχείο, αν αναλογιστεί κανείς πως μιλάμε για μία κωμωδία.
Αν εξαιρέσουμε κάποιες πραγματικά έξυπνες όσο και αστείες σκηνές στο ξενοδοχείο όπου έχει καταλύσει η Puznowski και την εμφάνιση και φλεγματική - γνήσια βρετανική - συμπεριφορά του Shahbandar, ζήτημα να μειδιάσαμε έστω και στο ελάχιστο στο υπόλοιπο της προβολής.
Επιστρέφοντας στα του ξενοδοχείου, θετικά credits πρέπει να απονείμουμε και στους δύο ρεσέψιονιστ, οι οποίοι πραγματικά έδωσαν άλλη διάσταση στον όρο διακριτικότητα.
Απλά απολαυστικοί.
Κάπου εδώ όμως, όπως είπαμε και παραπάνω τελειώνουν τα θετικά πρόσημα της όλης υπόθεσης.
Προαναφέραμε την απουσία χιούμορ ας προσθέσουμε τώρα και το «ρηχό» και άχαρο σενάριο.
Πραγματικά δουλεύοντας σε μία αρκετά πιασάρικη ιδέα και ιστορία, περιμέναμε μεγάλα πράγματα από τους αδελφούς Coen.
Οι Ethan και Joel παρ’ όλα αυτά μας δημιούργησαν την εντύπωση πως περισσότερο σαν αρπαχτή και λιγότερο ως σοβαρή υπόθεση είδαν τη ταινία.
Πραγματικά απλοϊκοί διάλογοι, στην πλειοψηφία τους απλά εκνευριστικοί και φυσικά όχι αστείοι και μία τελείως «επίπεδη» ιδέα, η οποία ακόμα και έτσι όμως θα μπορούσε να «πουλήσει».
Φευ όμως, η υλοποίηση του εν λόγω remake βγάζει μία προχειρότητα, μία γενικότερη ραθυμία.
Πάντως για να λέμε όλη την αλήθεια, το φινάλε είναι αρκετά καλό και αρκούντως ανατρεπτικό.
Μνεία για αυτό διεκδικούν εξίσου οι Coen και ο Michael Hoffman.
Ο σκηνοθέτης του Gambit κατάφερε να περάσει ομαλά από την κύρια ιστορία, στην αφήγηση του Harry, αναφορικά με τη τελική έκβαση της περιπέτειας, μέσα από ένα ενδιαφέρον flashback.
Πάντως αυτή ήταν μία από τις ελάχιστες εκλάμψεις του Hoffman στη ταινία, καθώς κατά τα άλλα δεν μπορούμε να πούμε πως μας παρέδωσε κάτι τρομερό.
Απλά πράγματα ακόμα πιο απλά μετουσιωμένα.
Κι αν μπορούμε να ανεχτούμε όλα τα παραπάνω, πραγματικά δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να ισχυριστούμε το ίδιο για το πρόσωπο, το οποίο προλόγισε το εν λόγω review, την Cameron Diaz.
Πραγματικά το στυλάκι: ατίθαση ξανθιά Αμαζόνα, με ωραία οπίσθια και καυτά σορτσάκια έχει πάψει προ πολλού να είναι στη μόδα (ή μπορεί να είναι ακόμα στη μόδα και απλά να το έχω βαρεθεί εγώ).
Ειδικά όταν το ενσαρκώνει η Diaz, που μοιάζει να μασάει αιώνια αυτή τη τσίχλα, κουνώντας ταυτόχρονα όχι μόνο το στόμα αλλά όλους τους μυς του προσώπου της, η κατάσταση καταντάει από απλά γραφική – εκνευριστική.
Κολλημένη στους Άγγελους του Τσάρλι και τη χαριτωμενιά – τότε - της Natalie Cooke ιδωμένη μέσα από μία παράδοξη αλλά παρ’ όλα αυτά κολακευτική ανδροπρεπή συμπεριφορά, συνδυαζόμενη όμως με τρανταχτά θηλυκά στοιχεία, η 40χρονη ηθοποιός υιοθέτησε το ίδιο ακριβώς στυλ σε αρκετές της ταινίες, μη μπορώντας προφανώς να συνειδητοποιήσει πως το ίδιο dressing δεν «κολλάει» σε όλα τα φαγητά.
Στο Gambit μας ξενέρωσε απίστευτα καθώς, αν και έβλεπε πως δεν «τραβάει» συνέχισε να προσπαθήσει να μας πείσει πως μία Τεξανή βασίλισσα του ροντέο ( ω Θεέ μου) μπορεί κάλλιστα όχι μόνο να σταθεί δίπλα σε έναν επιχειρηματία παγκοσμίου κλάσης, με ό, τι αυτό συνεπάγεται αναφορικά με τον τρόπο συμπεριφοράς του, αλλά και να κατακτήσει με το ειλικρινές και αυθεντικό της ύφος και χαρακτήρα οποιονδήποτε άλλο (στον Harry αναφερόμαστε) βρεθεί στο δρόμο της.
Ήμουν που ήμουν αρνητικά προκατειλημμένος μαζί της, άρχισε να μιλάει και με τη τεξανή προφορά, παίζοντας το μάλιστα ανυποψίαστη και αθώα χωριάτισσα, και με αποτελείωσε.
Ευτυχώς που υπήρχε και ο Alan Rickman, κατέληξε να αναγνωρίζεται ως καθηγητής Snape στη συνείδηση του κόσμου, για να σώσει ό,τι σώζεται από την παρτίδα.
Πραγματικά φλεγματικός, πιο γκρινιάρης και από το ομώνυμο στρουμφάκι, πραγματικά μας κατέστησε σαφές πως δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του.
Ο Colin Firth προσπάθησε να τον ακολουθήσει αλλά κάπου στην πορεία της ταινίας, έχασε το δρόμο του.
Οι εκφράσεις και οι κινήσεις του πάντως στο ξενοδοχείο ήταν όλα τα λεφτά.
Γενικά οι σκηνές στο ξενοδοχείο απέπνεαν μία γνήσια θεατρικότητα ενώ σίγουρα αποτελούν φόρο τιμής σε κωμωδίες-σταθμούς όπως το Party με τον Peter Sellers.
Αν η υπόλοιπη ταινία είχε έστω το 20% του χιούμορ αυτών των σκηνών, θα μπορούσαμε να κάνουμε μία εντελώς διαφορετική κουβέντα, όπου θα αναλύαμε μία από τις εξυπνότερες και αστείες κωμωδίες της χρονιάς.
Προς το παρόν πάντως, μένουμε στο ότι το Gambit είχε προοπτικές αλλά δεν τις εκμεταλλεύτηκε ούτε στο ελάχιστο.
Η γενικότερη ιδέα θα μπορούσε να υποστηρίξει μία αξιολογότατη ταινία αλλά από τη στιγμή που αυτό δεν συνέβη δεν χρειάζεται να συνεχίζουμε να αερολογούμε.
Το Gambit δεν ήταν αισχρό σε καμία περίπτωση, αλλά από την άλλη δεν κατάφερε να ξεφύγει από τη μετριότητα.
Στις αίθουσες από 27 Δεκεμβρίου.
Gambit trailer από FilmBoy-gr