Γράφει ο Κωνσταντίνος Παναγιώτου.
Παρακολουθώντας τη ταινία του Jean-Pierre Ameris, η οποία είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Victor Hugo, για ένα πράγμα σχηματίσαμε ολοκληρωμένη άποψη:
Θεέ μου, πόσο μπορεί πιο κάτω μπορεί να φτάσει ο Gerard Depardieu;
Αυτός ο «κολοσσός» του γαλλικού κινηματογραφικού στερεώματος έχει βαλθεί να μας αποδείξει πως όσα κατέκτησε με ιδρώτα και σκληρή δουλειά όλα αυτά τα χρόνια μπορεί να τα διαλύσει απίστευτα εύκολα.
Στη σκιά λοιπόν της κατακραυγής των Γάλλων για λογαριασμό του και πιο συγκεκριμένα για την απόφαση του να μετοικήσει στο βελγικό χωριό Νεσέν, το φορολογικό παράδεισο επί Γης όπου το 27% των κατοίκων του είναι Γάλλοι (και όχι όποιοι και όποιοι Γάλλοι αλλά το αφάν γκατέ της αριστοκρατικής κοινωνίας) αλλά και λόγω της πρόσφατης επιθυμίας του να αποποιηθεί τη γαλλική υπηκοότητα, ο πάλαι ποτέ τεράστιος ηθοποιός αποφάσισε να αφαιρέσει ακόμα ένα λιθαράκι από τον επιβλητικό πύργο της εικόνας του, πρωταγωνιστώντας στο L’Homme Qui Rit.
Μία ακόμα πρόσφατη «μουντζούρα» στο κατά τα άλλα βαθύπλουτο βιογραφικό του, με την κατάσταση να χειροτερεύει μάλιστα αν αναλογιστούμε πως ο ρόλος του προσφερόταν για σημαντική ερμηνεία.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή όμως.
Γενικά το “The Man Who Laughs”, όπως και η νουβέλα του Hugo άλλωστε, ευελπιστούσε να καταφέρει ένα πλάγιο χτύπημα στο σάπιο πολιτικό σύστημα των καιρών μας.
Με τον κύριο χαρακτήρα του έργου να απαρνιέται την πλούσια καταγωγή του και να επιστρέφει στο φτωχό πλην τίμιο τρόπο ζωής του, το μήνυμα παραδίδεται κατευθείαν στον εγκέφαλο του θεατή, στον οποίο μένει απλά να κάνει τους απαραίτητους συνειρμούς και παραλληλισμούς με το σήμερα.
Προκειμένου να αναλύσουμε παραπάνω όμως αυτό το θέμα, απαραίτητο είναι να πραγματοποιηθεί μία repetition (είμαστε μέσα στο γαλλικό πνεύμα της ταινίας δεν μπορείτε να πείτε) του έργου του Ameris.
Διαδραματιζόμενη στο Λονδίνο του 18ου αιώνα, με ό, τι αυτό συνεπάγεται: βρώμα, δυσωδία και εκμετάλλευση των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων από τα ανώτερα (τι είπατε, κάτι σας θυμίζει;), η ταινία παρακολουθεί τον ήρωα μας, τον Gwynplaine (Marc-Andre Grondin) να προσπαθεί να επιβιώσει σε ένα κόσμο, ο οποίος για τον ίδιο, εκτός του ότι σαφέστατα είναι άδικος και μαύρος φαίνεται να είναι και αρκετά αστείος.
Αυτό προδίδει άλλωστε το μόνιμο χαμόγελο στα χείλη του.
Καταδικασμένος σε ένα αιώνιο μειδίαμα, ο Gwynplaine , θυμίζει πρόγονο ενός εκ των αγαπημένων μας κακών, του Joker.
Και ενώ το χάραγμα στο πρόσωπο του είναι αποτέλεσμα εκδίκησης, ο πρωταγωνιστής μας θα ανακαλύψει τελικά πως είναι το αντικείμενο διαμέσου του οποίου θα μπορεί να ξεχωρίζει τους φίλους από τους εχθρούς του, τους οικείους από τους ξένους.
Αν και αρχικά ο Gwynplaine μοιάζει καταδικασμένος, με την ιστορία να έχει δείξει πως σε εκείνους τους σκληρούς καιρούς (στους οποίους ζούμε μέχρι και σήμερα) το διαφορετικό γίνεται αντικείμενο χλεύης και ύβρης, η συνέχεια θα αποδείξει πως υπό προϋποθέσεις, το διαφορετικό κάποιες φορές όχι απλά επιβιώνει αλλά μεγαλουργεί κιόλας.
Με μέσο τον Ursus (Gerard Depardieu, Astérix et Obélix: Au service de Sa Majesté), έναν περιπλανώμενο θιασάρχη και με στήριγμα την τυφλή Dea (Christa Theret), ο Gwynplaine αρχίζει να παραδίδει παραστάσεις μπροστά σε ένα φτωχό και εξαθλιωμένο κοινό.
Όλα αυτά μέχρι να τον βάλει στο μάτι, η δούκισσα Josiane (Emmanuelle Seigner, Dans La Maison).
Από τη στιγμή που ένα μέλος της υψηλής κοινωνίας όπως αυτή, τον ερωτεύεται όλα αλλάζουν για τον παραμορφωμένο Gwynplaine.
Από εδώ και πέρα αρχίζει να ξετυλίγεται το αλληγορικό μήνυμα του φιλμ.
Ο ήρωας μας, γίνεται κοινωνός ενός τεράστιου μυστικού, της αριστοκρατικής καταγωγής του.
Ευθύς η ζωή του αλλάζει με δραματικό τρόπο ενώ το γνωστό μας, από παρόμοια παραμύθια ή μυθιστορήματα, μοτίβο κάνει και εδώ την εμφάνιση του.
Στην αρχή η γλύκα.
Η αχόρταγη εκμετάλλευση όσων του είχε στερήσει μέχρι τότε η ζωή και η - καταδικασμένη σε αποτυχία - προσπάθεια για ενσωμάτωση στο νέο κοινωνικό κύκλο.
Έπειτα, η συνειδητοποίηση.
Όποιος δεν έχει γεννηθεί μέσα στα λούσα, γρήγορα αντιλαμβάνεται πως δεν θέλει και δεν μπορεί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, τουναντίον, γίνεται αντικείμενο χλευασμού ενώ καταντάει δαχτυλοδειχτούμενος.
Ακόμα πιο μετά, η απόφαση.
Ενάντια στο ρεύμα, ενάντια στο καθεστώς, ενάντια στη - βαθιά ριζωμένη στη συνείδηση του κόσμου - κοινωνική και πολιτική δομή.
Και τέλος… η αρχή των πάντων, το νόημα της ζωής, η ολοκλήρωση του ανθρώπου, όλα όσα έχουν σημασία, μία μικρή λέξη γεμάτη όμως από τόσα μηνύματα.
Αγάπη, μόνο αυτό…
Ο Ameris προσπάθησε σκληρά να μας πείσει πως μία μονάδα μπορεί να υψώσει το ανάστημα της μπροστά στο τέρας του κοινωνικοπολιτικού status.
Το αν η προσπάθεια του ήταν επιτυχής ή όχι δεν μπορεί να απαντηθεί καθώς η απάντηση μάλλον βρίσκεται στη μέση.
Στη μέση, γιατί από τη μία όντως γίναμε κοινωνοί μεγάλων και σημαντικών μηνυμάτων: Αντιστοιχία και παραλληλισμός εξωτερικής με εσωτερικής ομορφιάς, ζουμάρισμα στα πρότυπα κάθε κοινωνικής τάξης και οπότε αντίθεση ανάμεσα στην «αγνότητα» των κατωτέρων στρωμάτων και στο απλό «φαίνεσθαι» των ανωτέρω, ορισμός του όρου «αγάπη» κτλ.
Από την άλλη όμως παρατηρήσαμε αρκετές αστοχίες όσον αφορά τη ροή της υπόθεσης, όπως αρκετές ασυνέχειες και ανακολουθίες, «τρύπες» στο σενάριο, έλλειψη ρεαλισμού και φυσικά την επιλογή του Depardieu στο ρόλο του Ursus.
Και αν όλα τα παραπάνω, μπορεί να τα δικαιολογήσει, η θεατρικότητα και η αφηρημένη φύση του έργου, καμία μα πραγματικά καμία δικαιολογία δεν υπάρχει για τον Depardieu.
Τα είπαμε και στον πρόλογο.
Απουσία συναισθήματος, «επίπεδοι» και «ξεροί» διάλογοι, επιτηδευμένες κινήσεις, μία γενικότερη αίσθηση κορεσμού και αναλγησίας.
Όλα αυτά μας «έβγαλε» ο «τεράστιος» (κυριολεκτικά πλέον λόγω υπερβολικής αύξησης μάζας) ηθοποιού.
Πραγματικά, δεν μας πρόσφερε απολύτως τίποτα.
Και επειδή είναι φίρμα και «κράχτης» (ντροπή για έναν ηθοποιό του βεληνεκούς του να υιοθετεί τέτοια στάση) συμπαρασύρει μαζί του στον καιάδα της κρίσης μας και το υπόλοιπο cast.
Έστω πως ο Grondin κράτησε τα προσχήματα, με την ανά σκηνές αποδεκτή έως καλή ερμηνεία του.
Η Seigner όμως πραγματικά μας απογοήτευσε.
Λες και βάλθηκε να μας διαψεύσει αναφορικά με την καλή εντύπωση που σχηματίσαμε για το πρόσωπο της στο Dans La Maison μας παραδίδει μία εντελώς flat ερμηνεία με το συναίσθημα να απουσιάζει σχεδόν σε όλες τις σκηνές της.
Μοναδική εξαίρεση, για να είμαστε δίκαιοι, η στιγμή που όλο νάζι ψιθυρίζει στο αυτί του Gwynplaine, εξηγώντας του με μία φράση ολόκληρη τη φιλοσοφία ζωής της κοινωνικής της τάξης.
Ούτε η Theret μας εντυπωσίασε ιδιαίτερα.
Η κατάσταση της μάλιστα συγκρίνεται με αυτή του Depardieu καθώς ο ρόλος της είχε τρομερές προοπτικές.
Αντί να τις εκμεταλλευτεί όμως κατέληξε απλά να αναπαράγει στεγνά τις ατάκες που της αναλογούσαν.
Πήγε να μας «ξυπνήσει» κάπως όταν έχασε τον Gwynplaine αλλά και πάλι δεν κατάφερε να αγγίξει το μάξιμουμ των δυνατοτήτων εκείνων των στιγμών.
Ως συμβολικό έργο αναφορικά με τη «βρωμιά» που κρύβεται πίσω από τη «μυρωδάτη» και μοσχοβολούσα αριστοκρατική τάξη, το L’Homme Qui Rit σχεδόν έκανε τη δουλειά του.
Ως καθαρά κινηματογραφική ταινία όμως παίρνει κάτω από τη βάση μιας και η έλλειψη ρεαλισμού και συνέχειας στη ροή της υπόθεσης δημιούργησαν ένα κενό το οποίο η παντελώς άστοχη ερμηνεία του Depardieu μετέτρεψε σε απύθμενη άβυσσο.
Κρίμα, γιατί ο Ameris είχε πράγματα να «φωνάξει» μέσω του “L’ Homme Qui Rit”.
Στις αίθουσες από τη Πρωτοχρονιά.