Γράφει ο Κωνσταντίνος Παναγιώτου.
Ο Nicholas Jarecki, στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο ως σκηνοθέτης, είχε όλα τα φόντα και τα μέσα για να μας θαμπώσει.
Ένα ισχυρότατο καστ - Richard Gere, Susan Sarandon, Tim Roth, Brit Marling - και μία ιστορία με καταπληκτικές προοπτικές ήταν τα κυριότερα βέλη στη φαρέτρα του Jarecki.
Το αποτέλεσμα όμως δεν δικαιώνει τις προσδοκίες μας για το Arbitrage, προσδοκίες που εν πολλοίς είχαν γεννηθεί και από το trailer, το οποίο αν μη τι άλλο υποσχόταν λαχταριστή περιπέτεια καταδίωξης.
Το παράξενο της υπόθεσης όμως ήταν πως με το πέρας της προβολής δεν κρατήσαμε μούτρα ούτε στον Jarecki, ούτε στον Gere, ούτε σε κάποιο άλλο μέλος του καστ...
Ναι μεν δεν ήμουν θετικά διακείμενος απέναντι στο φιλμ, αλλά για κάποιο περίεργο λόγο δεν κατέληξα και ιδιαίτερα «σπασμένος», όπως συμβαίνει ύστερα από την παρακολούθηση ταινιών που δεν δικαιώνουν τις προσδοκίες μου.
Ένα σκοτεινό πέπλο αισιοδοξίας τύλιγε το Arbitrage, πέπλο το οποίο προσπαθήσαμε πολλάκις να τραβήξουμε προκειμένου να αποκαλύψουμε τη μαγική φόρμουλα συμπάθειας που κρύβει από κάτω του.
Η προσπάθεια μας για χειρουργική εξέταση του Arbitrage δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει καλύτερα από την εξιστόρηση του σεναρίου:
Ο Robert Miller (Richard Gere, The Double) είναι ένας καθ’ όλα επιτυχημένος επιχειρηματίας.
Για να ακριβολογούμε, πρόκειται για ένα δισεκατομμυριούχο που βρίσκεται μάλιστα προ των πυλών μίας συμφωνίας που θα προσθέσει κάμποσα εκατομμύρια ακόμα στον πακτωλό χρημάτων του.
Και ενώ στον οικονομικό τομέα παίρνει άριστα, 10 με τόνο λαμβάνει και για την οικογενειακή του ζωή.
Απολαμβάνει ένα έγγαμο βίο με τη Ellen Miller (Susan Sarandon, Cloud Atlas) ενώ η πανέμορφη κόρη του, η Brooke (Brit Marling, Sound of My Voice) ετοιμάζεται να τον διαδεχθεί στην ηγεσία της εταιρείας του.
Όπως αποδεικνύεται όμως, όλα τα παραπάνω δεν είναι παρά η βιτρίνα πίσω από την οποία κρύβεται η ανήλιαγη πλευρά της ζωής του Robert.
Αφ’ ενός λοιπόν η εταιρεία του βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, με τον ίδιο να έχει «μαγειρέψει» τα οικονομικά της βιβλία προκειμένου να αποκρύψει τη «τρύπα» πολλών εκατομμυρίων που έχει και έτσι να καταφέρει τελικά να πετύχει το πολυπόθητο deal που θα του επιτρέψει να «αναπνεύσει» οικονομικά, και αφ’ ετέρου όπως κάθε επιτυχημένος γοητευτικός 60άρης που σέβεται τον εαυτό του, έχει μία (κατά πολύ) νεότερη ερωμένη.
Η Julie Cote (Laetitia Casta) είναι η πέτρα του σκανδάλου, που απειλεί να τινάξει όλη την οικογένεια Miller στον αέρα.
Και δεν αναφερόμαστε στην αποκάλυψη της σχέσης της με τον Robert.
Η ζωή της δεν προκαλεί αναταράξεις στην προσωπική και συνάμα οικονομική ζωή του μεγαλοεπιχειρηματία.
Ο θάνατος της όμως;
Το όλο concept του έργου συνοψίζεται στα όσα συμβαίνουν ύστερα από το θάνατο της Julie.
Θάνατος, ο οποίος επέρχεται ύστερα από ένα τραγικό αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Ο Robert έχασε τον έλεγχο του αμαξιού, το οποίο ντεραπάρισε με αποτέλεσμα να κόψει το νήμα της ζωής της ερωμένης αλλά και της καθημερινότητας του.
Πλέον ο ήρωας μας καλείται να πάρει κάποιες αποφάσεις.
Αν γίνει η σύνδεση ανάμεσα στον ίδιο και την Julie, αυτομάτως χάνει την αξιοπιστία του ως σύζυγος και ως επιχειρηματίας.
Στην πρώτη περίπτωση η γυναίκα του θα τον χωρίσει, ενώ στη δεύτερη η περιβόητη συμφωνία (που αποτελεί και την οικονομική σανίδα σωτηρίας του) θα χαλάσει.
Το χειρότερο βέβαια είναι πως ο οδηγός του αυτοκινήτου δύναται να κατηγορηθεί για ανθρωποκτονία, γεγονός που εξιτάρει τον ντετέκτιβ Bryer (Tim Roth) που ασχολείται με την υπόθεση.
Βλέπετε, από τη στιγμή που μπαίνει στο μάτι του τελευταίου ο Robert, φαντασιώνεται πόσο πολύ θα «μετρήσει» η σύλληψη ενός επιφανούς και υπεράνω πάσης υποψίας επιχειρηματία.
Το παρήγορο για τον Robert και δυστύχημα για τον Bryer, είναι πως ο πρώτος έχει ακλόνητο άλλοθι για τη νύχτα του θανάτου της Julie.
Κανείς δεν τον έχει δει στο τόπο του εγκλήματος, οπότε χειροπιαστές αποδείξεις για την παρουσία του εκεί δεν υπάρχουν.
Πάντως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο ατύχημα και τον Robert και έτσι πρόσωπο-κλειδί της υπόθεσης υπάρχει και είναι ο 23χρονος Jimmy Grant (Nate Parker, Red Tails), ο οποίος κλήθηκε για βοήθεια από τον Robert ύστερα από το αυτοκινητιστικό.
Αυτό είναι και το σημείο που θα έπρεπε να αρχίζει η τρελή δράση και η αγωνία.
Πιστεύαμε πως δεν προφταίναμε τις ανατροπές και θα τρωγόμασταν με τα ρούχα μας όσο ο κλοιός έσφιγγε γύρω από τον Robert.
Φευ όμως.
Όσα αρνητικά έχουμε να πούμε για το Arbitrage συνοψίζονται στον παράγοντα υπόθεση-σενάριο από αυτό το σημείο και έπειτα.
Μπορεί ο Jarecki να πήρε επαρκή βαθμό (λίγο πιο πάνω από τη βάση, μην φανταστείτε και κανένα αριστείο) όσον αφορά τη σκηνοθεσία, αλλά στο σενάριο έμεινε στην ίδια τάξη.
Απόλυτα προβλέψιμα και χωρίς ούτε καν μισή ανατροπή, η ιστορία εξελίσσεται ακριβώς όπως θα τη φανταζόταν ένα παιδάκι δημοτικού.
Εντελώς επίπεδη εξέλιξη με παντελή την έλλειψη συναισθημάτων εκ μέρους των πρωταγωνιστών.
Ακόμα και όταν επέρχεται σύγκρουση ανάμεσα στον Robert και την κόρη του, η όλη φάση περνάει στα χαλαρά χωρίς να ευαισθητοποιηθεί ούτε στο ελάχιστο ο θεατής.
Γενικά περιμέναμε μία ιλιγγιώδη πλοκή με συνεχείς ανατροπές και αρκετές συγκρούσεις χαρακτήρων.
Παράλληλα ευελπιστούσαμε πως θα παρακολουθούσαμε το κρυφτούλι του Robert με τον ντετέκτιβ Bryer.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν είδαμε, κι όμως συνεχίζουμε να πιστεύουμε πως η ταινία δεν είναι για «θάψιμο» αλλά αντίθετα ενδείκνυται για χαλαρή κινηματογραφική βραδιά.
Ρωτάτε γιατί;
Ιδού η απάντηση:
Richard Gere. Ό, τι έχει να δώσει το Arbitrage μας το προσφέρει απλόχερα ο Gere στο πιάτο.
Δεν μιλάμε φυσικά για οσκαρική ερμηνεία, αλλά αν μη τι άλλο μία παραστατικότατη ενσάρκωση του χαρακτήρα που είχε χρεωθεί.
Με τη γοητεία να ξεχειλίζει από παντού, ο 63χρονος ηθοποιός αναδεικνύεται σε «μανούλα» για τέτοιους ρόλους.
Χρεωμένος μέχρι τα μπούνια αλλά παράλληλα έτοιμος για ερωτικές περιπέτειες με μία πιτσιρίκα.
Στη συνέχεια κυνηγημένος και έπειτα υπόλογος στη γυναίκα και την κόρη του.
Ποτέ όμως ηττημένος, πάντα με κύρος και με το κεφάλι ψηλά, ακόμα και όταν μπλέκεται στο περιβόητο ατύχημα, που αποτελεί το κύριο γρανάζι της ιστορίας.
Ο ατσαλάκωτος Gere, σε καμία περίπτωση δεν ξεφεύγει από τα όρια του ρόλου του.
Απόλυτα συνεπής στα όσα προστάζει η ενσάρκωση του Robert, μας πείθει 100% για το ποιόν του ήρωα και επομένως για τις υποκριτικές του ικανότητες.
Είπαμε, ο κατάλληλος άνθρωπος στον κατάλληλο ρόλο.
Βέβαια, για να λέμε όλη την αλήθεια, κάποιες φορές τον περιμέναμε λίγο πιο εκρηκτικό αλλά όπως προαναφέραμε ο Jarecki επωμίζεται μεγάλο μερίδιο ευθύνης για αυτό, τόσο ως σκηνοθέτης αλλά και ως σεναριογράφος.
Δίπλα στον Gere, στέκεται επάξια η Sarandon , όπως έχει πράξει κι άλλοτε στο παρελθόν (Shall We Dance) ενώ το οικογενειακό τρίγωνο κλείνει η Brit Marling.
Από τη τελευταία είχαμε κάποια παράπονα, τα οποία αφορούν κυρίως τη ψυχρότητα που ώρες- ώρες απέπνεε, κομμάτι που φαινομενικά ήταν άσχετο με το χαρακτήρα που ενσάρκωνε.
Το μπαλάκι του κακού σεναρίου θα πάρει και τις δύο παραπάνω πάντως, μιας και οι ερμηνείες τους πολλές φορές χάνονταν σε ακατανόητες ή απλοϊκές πράξεις και ατάκες.
Μνεία πρέπει να γίνει πάντως και για τον Tim Roth.
Μας προκάλεσε αρχικά απορία αλλά εν τέλει μας άρεσε ο χαρακτήρας του.
Ο ντετέκτιβ Bryer έδινε την εντύπωση πως παραήταν θρασύς και αυθάδης.
Το τελικό αποτέλεσμα πάντως τον δικαιώνει μιας και μεταμορφώνεται στο πρότυπο του αστυνομικού.
Παθιασμένος με την υπόθεση που αναλαμβάνει, δεν «κολλάει» στη σύγκρουση με τα μεγάλα κεφάλια της αγοράς και κυνηγάει μέχρι τέλους τις όποιες πιθανότητες έχει.
Του αξίζουν λοιπόν συγχαρητήρια καθώς μας ερμήνευσε με επιτυχία το ρόλο του τίμιου ντετέκτιβ.
Είπαμε, ο Jarecki χρεώνεται το λειψό και απλοϊκό σενάριο.
Προσθέστε στο λογαριασμό και τη κατά τόπους πραγματικά αστεία σκηνοθεσία του, και έχετε όλο το πακέτο και παράλληλα την αιτία της τελικά χαμηλής βαθμολογίας του Arbitrage.
Δώστε βάση πάντως στην φράση: «κατά τόπους».
Συνολικά το έργο, δεν ήταν σκηνοθετικά άρτιο αλλά τουλάχιστον δεν έμπαζε και από παντού.
Ναι, λάθη υπήρχαν και μάλιστα μπόλικα αλλά το γενικό πλάνο τα σουλουπώνει κάπως.
Η γλυκόπικρη γεύση που μας άφησε το Arbitrage γενικώς επαληθεύεται και εδώ λοιπόν καθώς από τη μία παρατηρήσαμε εξόφθαλμα και τραγικά λάθη αλλά από την άλλη είδαμε και κάποιες καλές σκηνές αλλά και φιλότιμες προσπάθειες για έξυπνα πλάνα και ζουμαρίσματα στα συναισθήματα των χαρακτήρων.
Μπορεί να μην πέτυχαν όλα αλλά ένα παράσημο για την προσπάθεια το δίνουμε στον Jarecki.
Συνολικά, πραγματικά σου αφήνει μία γλυκόπικρη γεύση η ταινία.
Με τις καλές της στιγμές, κυρίως ο Gere αλλά και κάποιες συγκεκριμένες σκηνές αλλά και με τις κινηματογραφικές ανωμαλίες της.
Σεναριογραφικά και σκηνοθετικά λάθη που αν τελικά απουσίαζαν θα μιλάγαμε για μία αξιολογότατη δραματοθριλεροκατάσταση.
Όπως είπαμε και στην εισαγωγή είχε όλα τα φόντα για να εξελιχτεί σε μία καταπληκτική ταινία καταδίωξης αλλά τελικά αξιοποίησε ελάχιστες από τις προοπτικές της, με τα ανάλογα αποτελέσματα.
Στις αίθουσες από 17 Ιανουαρίου.
Arbitrage trailer από FilmBoy-gr