Γράφει ο Kostas Tsokos.
Οι καιροί είχαν αλλάξει James...
Οι πράκτορες της νέας εποχής είχαν εκμοντερνιστεί, ήταν πιο σκληροτράχηλοι σε μάχες σώμα με σώμα, χωρίς την ανάγκη φαντασμαγορικών γκάτζετ.
Σαν χαρακτήρες δεν ήταν παντελώς ανίκητοι, όντας πιο ανθρώπινοι και προσγειωμένοι, με γκρίζες αποχρώσεις στον χαρακτήρα τους και πιο συναισθηματικά ευάλωτοι, από ποτέ.
Ο Jason Bourne έδειξε το δρόμο, ο κόσμος δεν θα ήθελε ούτε να θυμάται το βιντεογκεϊμίστικο Die Another Day του Brosnan και φτάνουμε στο 2006 και τον αρχικά ...πολυκραγμένο Daniel Craig.
Όπως θυμόμαστε, ο James Bond απεικονιζόταν πάντοτε πιο ωραιοποιημένος, ως ένας ψηλός, μελαχρινός τζέντλεμαν, με αρρενωπά μεν...αλλά γοητευτικά και κλασάτα χαρακτηριστικά...
Όταν ανακοινώθηκε ως τελική επιλογή, ο αξιόλογος αλλά όχι και ιδιαίτερα δημοφιλής ηθοποιός των The Mother, Road To Perdition, Layer Cake και Munich ...σάστισαν οι απανταχού φαν ανά την υφήλιο.
Μετρίου αναστήματος, γαλανομάτης, με κάπως μεγάλα αυτιά και πιο αγριωπή φυσιογνωμία, θύμιζε περισσότερο κακό ...και δώσε τροφή στα tabloids, να έχουν να σαπίζουν τα κύτταρα τους για μήνες, με ανούσια κατεβατά.
Φτάσαμε στο σημείο να στέλνονται μυριάδες γράμματα και να δημιουργούνται ολόκληρες ιστοσελίδες (danielcraigisnotbond.com), επειδή δεν άρεσε εξωτερικά ο ηθοποιός που θα αναλάμβανε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, σε ένα μακροχρόνιο και δημοφιλέστατο franchise.
Σαν να μην μας έφταναν οι φανατίλες για ομάδες, θρησκείες και άλλες ανούσιες μυθοποιήσεις...
Η απάντηση;
CASINO ROYALE (2006) του Martin Campbell
Η επιτυχία του Batman Begins προφανώς επηρέασε τους παραγωγούς, οι οποίοι αποφάσισαν να πιάσουν την μυθολογία του 007 από τις ρίζες της, επανεκινώντας την όχι μόνο για να δημιουργήσουν ένα prequel αλλά για να επαναπροσδιορίσουν εξ ολοκλήρου τον μύθο.
Ένα ολικό reboot, που ξεκινούσε λίγο πριν ο Bond κερδίσει την άδεια του να σκοτώνει (007), με πιο προσγειωμένη, γκρίζα και σκοτεινή προσέγγιση, χωρίς γκάτζετ, ούτε αμάξια με οπλοσυστήματα, ούτε Q και σενάριο με IQ ραδικιού, ούτε πολλά γκομενιλίκια, ούτε μεγαλομανείς κακοί με απίθανα κρησφύγετα, ούτε καν Moneypenny.
Μόνο ένας άνθρωπος, άπειρος, παρορμητικός που δεν διστάζει να σκοτώσει εν ψυχρώ και ψάχνει ακόμα να βρει την ταυτότητα του ως πράκτορας, δηλώνοντας εμφατικά και ευθαρσώς, πως δεν δίνει δεκάρα τσακιστή για το αν το μαρτίνι του είναι "shaken or stirred".
Οι σταθεροί Neal Purvis και Robert Wade, σεναριογράφοι των The World Is Not Enough και Die Another Day παρέμειναν, και η προσθήκη του Paul Haggis (Crash, Flags of Our Fathers, Letters From Iwo Jima), προσέφερε ένα μικρό ραφινάρισμα επαναφέροντας τον James Bοnd στην αρχική του ιστορία, διασκευάζοντας όλοι μαζί για 3η φορά την νουβέλα Casino Royale, στην πιο πιστή της προσαρμογή μέχρι στιγμής (δείτε τις προηγούμενες διασκευές στο Μέρος 6ο: Τα 3 φιλμ που έμειναν εκτός επίσημης σειράς).
Στην 21η χρονολογικά ταινία της σειράς, ο James βρίσκεται στην αρχή της καριέρας του ως 007 και καλείται να αντιμετωπίσει τον τραπεζίτη Le Chiffre σε μια παρτίδα πόκερ.
Σκοπός του να τον χρεωκοπήσει, αναγκάζοντας τον να σταματήσει τα χρηματικά του πάρε-δώσε με μυστική τρομοκρατική οργάνωση.
Βοηθός στα σχέδια του, η Vesper Lynd μια ειδική απεσταλμένη τραπεζική υπάλληλος των Βρετανικών Υπηρεσιών, που θα τον προμήθευε με όσα χρήματα θα χρειαζόταν για την αποστολή του.
Όμως τα εμπόδια που θα παρουσιαστούν είναι πολλά, όχι μόνο από τον Le Chiffre αλλά και από τον ίδιο τον συναισθηματικό κόσμο του Bond, που θα γκρεμιστεί συθέμελα σε αυτήν του την περιπέτεια.
AΞΙΖΕΙ ΝΑ ΤΟ ΞΑΝΑΔΕΙΣ;
Ο Martin Campbell το έκανε για δεύτερη φορά το θαύμα του, δημιουργώντας μία από τις καλύτερες ταινίες Bond όλων των εποχών, αναλαμβάνοντας για δεύτερη φορά ντεμπούτο ηθοποιού σε ταινία του franchise, μετά το GoldenEye και τον Pierce Brosnan.
Από την πανέξυπνη και πετυχημένα δοσμένη μικρή εισαγωγή, που παρέπεμπε σε ασπρόμαυρο φιλμ νουάρ, με την κυκλική μπάρα να μοιάζει ως φυσική προέκταση της, μέχρι το καλογυμνασμένο (κοινώς...φέτες) κορμί του Craig που αναδυόταν από την θάλασσα ως άλλο tribute στην Ursula Andress, είχες να θυμάσαι πολλά από αυτήν την ταινία.
Η αρχική καταδίωξη του έγχρωμου τρομοκράτη σε ένα ανελέητο ανθρωποκυνηγητό με τρέξιμο, ξύλο, parkour stunts και μια έντονη αίσθηση υψοφοβίας πάνω στους γερανούς, που σε έκανε να μην ξεκολλάς μάτι από την οθόνη ενώ εξίσου αληθοφανής και αγωνιώδης ήταν η σεκάνς με τα φορτηγά στο αεροδρόμιο.
Μια αναμέτρηση πόκερ, που ενώ καταλάμβανε υπερβολικά μεγάλο μέρος της ταινίας, σου μετέδιδε την υπόγεια ένταση της, με την συγκρατημένη αγωνία στο αγριωπό βλέμμα του σημαδεμένου Le Chiffre (Mads Mikkelsen) και την προσπάθεια του Bond να προλάβει να κάνει την ένεση με το αντίδοτο, μετά το δηλητήριο που του έριξαν στο ποτό.
Χιούμορ δεν υπήρχε, παρά μόνο σε μια σκηνή που παρέπεμπε σε σαδομαζοχιστικό βασανιστήριο όπου ο Bond του Daniel Craig, έφερνε περισσότερο σε έναν κυνικό ...σταρχιδιστή που 'δούλευε' κανονικότατα τον Le Chiffre.
Σε μικρούς ρόλους και οι αξιόπιστες παρουσίες των Jeffrey Wright ως πράκτορας της CIA Felix Leiter και ο Giancarlo Giannini ως René Mathis, ο σύνδεσμος του Bond στο Montenegro.
Εκεί που η ταινία όμως άλλαξε ρότα ήταν στην σχέση του James με τις γυναίκες.
Η ρόλος της "Μ", μια πάντα εξαιρετική Judi Dench που παρέμεινε στο ρόλο χωρίς σύνδεση με τα προηγούμενα, κατά βάθος αναπλήρωνε έναν μητρικό ρόλο, αυτόν της αυστηρής μάνας που έπρεπε να μαζεύει λίγο το παιδί-μαντρόσκυλο της, γιατί έκανε του κεφαλιού του.
Εκεί όμως που η ταινία έδινε ρέστα, ήταν στην σχέση του James με την Vesper Lynd (μια εκθαμβωτική Eva Green, με μυστηριώδη γοητεία), επαναφέροντας την θεματική "ο Bond ερωτεύεται, σκλαβώνεται συναισθηματικά και θέλει να παντρευτεί", μετά το μακρινό 1969 και το αδικημένο On Her Majesty's Secret Service.
Η χημεία μεταξύ τους, τα συγκρατημένα κουτοπόνηρα βλέμματα, oι ατάκες και τα υποννοούμενα (ή και όχι τόσο υποννοούμενα!) στο τρένο και το εστιατόριο και οι στιγμές που έδειχναν ευάλωτοι.
Προσέξτε την σκηνή στο μπάνιο αλλά και τα βουρκωμένα τους βλέμματα, όταν ο Craig καθόταν στην αναπηρική καρέκλα, περιμένοντας τα ...καλαμπαλίκια του να αποθεραπευτούν.
Το φινάλε έδειχνε να τραβάει λίγο, ο κακός του Le Chiffre (Mads Mikkelsen) εξαφανίστηκε σχετικά γρήγορα και η επιρροή από Jason Bourne ίσως ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής, ειδικά αν προσέξουμε το γρήγορο μοντάζ και τα σκηνοθετικά τρικ στις σκηνές με κλωτσομπουνίδια.
Σίγουρα οι πιο γραφικοί φαν (ναι αυτοί που θα προτιμούσαν ακόμη και το...Moonraker) θα ενοχλήθηκαν φανερά από την έλλειψη γκάτζετ, χιούμορ και της γενικότερης πιο ανάλαφρης φόρμουλας που θα έκανε τα 140 λεπτα να περνούσαν πιο γρήγορα.
Όμως κάθε φορά που η συνταγή του 007 ξέφτιζε, χρειαζόταν και μια αναπροσαρμογή στο ανάλογο στυλ περιπετειών, που πουλούσε καλύτερα ανά δεκαετία.
Και τα 00's είχαν ανάγκη έναν Bond λιγότερο έμπειρο, ψυχρό εκτελεστή, με φονικό βλέμμα, γεμάτο ειρωνία και ταυτόχρονα ανθρώπινο και ευάλωτο.
Συμπερασματικά, ακόμη κι αν δεν σου άρεσε ο Craig ως Bond (στις σκηνές που έτρεχε θύμιζε Πολωνό μπράβο), δεν μπορούσε να μην σου άρεσει ως χαρακτήρας, ως ερμηνεία, ως απλά...James, σε μια ταινία που επιτέλους εστίαζε στον χαρακτήρα πίσω από τον πράκτορα, αντί να θυμίζει διαφημιστικό μεγάλου μήκους.
Την κοπελιά, δεν μπόρεσε να την παντρευτεί, καθώς αυτή την φορά δεν θα τον πρόδωνε η μοίρα και η εκδικητική μανία κάποιου μεγαλομανούς κακού...αλλά η ίδια η γυναίκα που αγάπησε.
Αυτό ήταν που θα τον αποδομούσε, αυτό θα τον καθιστούσε μια μηχανή που θα αναλάμβανε αποστολές, χωρίς συναισθηματικό δέσιμο, αυτό που με άλλα λόγια...θα τον ωρίμαζε.
Και δεν υπήρξαν σκηνές που το αποτύπωναν καλύτερα από το φινάλε, όπου την μία ήθελε να αφήσει την Vesper να πνιγεί και την άλλη προσπαθούσε να την σώσει.
Λίγο αργότερα, θα την αποκαλέσει "bitch" καθώς συνομιλούσε με την "Μ" στο τηλέφωνο.
Και για πρώτη φορά σε όλη την ταινία, παραμένοντας αδυσώπητος, θα επανασυστηθεί στο κοινό του.
"My name is Bond...James Bond..."
Ο κύκλος έκλεισε για να ξαναρχίσει και τα υπόλοιπα...είναι απλά ιστορία.
Hints:
Ewan McGregor, Clive Owen, Hugh Jackman, Dougray Scott, Julian McMahon, James Purefoy, Goran Visnjic, Karl Urban, Sam Worthington και ο άγνωστος ακόμη (και υπερβολικά νέος τότε) Henry Cavill, ήταν μόνο από τα λίγα ονόματα που είχαν ακουστεί ή είχαν περάσει από δοκιμαστικά.
Υπήρξε και μια ιδέα να τον ερμηνεύσει έγχρωμος ηθοποιός με υποψήφιους τους Will Smith ή Colin Salmon, ο τελευταίος μάλιστα συμμετείχε στα 3 τελευταία Bond φιλμ του Brosnan, στον μικρό ρόλο του Charles Robinson.
Ο Craig αρχικά αρνήθηκε την πρόταση, πιστεύοντας πως η σειρά πάταγε υπερβολικά πάνω σε συγκεκριμένες φόρμουλες...μέχρι που διάβασε το σενάριο.
Για Bond girls έπαιξαν και τα ονόματα των Angelina Jolie, Charlize Theron, Audrey Tautou, Cecile de France.
Τα multicultural γυρίσματα συνεχίστηκαν σε Τσεχία, Μπαχάμες, Ουγκάντα, Ιταλία και Ηνωμένο Βασίλειο.
Ο Quentin Tarantino είχε ενδιαφερθεί για την σκηνοθεσία ...μόνο που ήθελε να το γυρίσει ασπρόμαυρα, με την υπόθεση να εκτυλίσσεται στα 50's και τον Pierce Brosnan να παραμένει στον ρόλο.
Υπήρχαν φήμες και για τον σκηνοθέτη Matthew Vaughn, μέχρι τότε του Layer Cake και μετέπειτα των Kick-Ass, X-Men: First Class.
Η πρώτη ταινία, από την εποχή του Τhe Living Daylights, που ο τίτλος και η ιστορία της βασίστηκε σε νουβέλα του Ian Fleming.
Απουσία του κλασικού μουσικού θέματος παρά μόνο στους τίτλους τέλους ενώ το "You Know My Name" με το χαρακτηριστικό γρέζι του Chris Cornell (Soundgarden, Audioslave) ήταν ένα διαφορετικό κομμάτι, πιο funky, σχετικά καλό αλλά σίγουρα όχι ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο, για Bond τραγούδι.
Η πρώτη ταινία όπου εκτός των Eon Productions και Metro-Goldwyn-Mayer, συμμετείχε ως συμπαραγωγός η Columbia Pictures και η πρώτη φορά που η Sony ανέλαβε την διανομή-προώθηση.
Μακράν η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία της σειράς, μέχρι να κυκλοφορήσει το Skyfall, με $167 εκατομμύρια στην Αμερική και $596 σε παγκόσμιες εισπράξεις.
Συνεχίζεται ... ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΟ 8ο ΜΕΡΟΣ
ΚΑΙ ΕΔΩ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ