Γράφει ο Κωνσταντίνος Παναγιώτου.
Η πρώτη μου εντύπωση από το Broken City ήταν πως κάπου το είχα ξαναδεί το παραμύθι.
Σενάριο, τοποθεσία, χαρακτήρες, όλα έμοιαζαν σχετικά γνώριμα.
Προχωρώντας στην ιστορία κατάλαβα πως είχα αυτή την έντονη αίσθηση του οικείου, του déjà vu, γιατί πολύ απλά ο σκηνοθέτης Allen Hughes και το επιτελείου του, με προεξέχοντα τον σεναριογράφο Brian Tucker βεβαίως-βεβαίως, ακολούθησαν τη γνωστή εδώ και χρόνια πεπατημένη για την παραγωγή μίας χολιγουντιανής ταινίας που φέρει τη ταυτότητα: δράμα, θρίλερ, έγκλημα.
Εκεί εντοπίζεται άλλωστε και το πρόβλημα, μίας κατά τα άλλα αξιολογότατης προσπάθειας, η οποία συνοδεύεται φυσικά και από το ανάλογο λαμπερό καστ.
Αν το σενάριο ήταν λίγο πιο πρωτότυπο - αν και η ανατροπή που περιέχει κρίνεται εξόχως όμορφη - θα μιλάγαμε τώρα για ένα φιλμ-όαση, σε μία περίοδο που ο αμερικάνικος αλλά και ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος βομβάρδισαν το κοινό με αρκετές μέτριες έως κακές ταινίες.
Για του λόγου το αληθές, το Broken City μας τοποθετεί σε μία μεγαλούπολη της Αμερικής (φυσικά), όπου ο ντετέκτιβ Billy Taggart (Mark Wahlberg, Ted) κατηγορείται για το φόνο του Mickey Tavarez, ύποπτος για το βιασμό και ακολούθως τη δολοφονία της δεκαεξάχρονης αδερφής της κοπέλας του Taggart, Natalie (Natalie Martinez, End of Watch).
Πάντως το δικαστήριο ετοιμάζεται να καταδικάσει τον αστυνομικό (τότε) Taggart οπότε η διαμεσολάβηση των ανωτέρων κρίνεται επιβεβλημένη προκειμένου να τη γλιτώσει ο πρώτος.
Εδώ είναι και το σημείο που μπαίνει στο παιχνίδι ο δήμαρχος της πόλης, Nicholas Hostetler (Russell Crowe, Les Miserables).
Σε συνεργασία με τον αρχηγό της αστυνομίας Fairbanks (Jeffrey Wright, Extremely Loud & Incredibly Close) εξαφανίζει τα όποια ενοχοποιητικά στοιχεία υπάρχουν, διαλύοντας έτσι το σύννεφο της φυλάκισης που είχε αρχίσει να τυλίγει τον Taggart.
Επειδή όμως καμία χάρη - ειδικά όταν μιλάμε για τόσο υψηλά κλιμάκια - δεν γίνεται χωρίς αντίτιμο, επτά χρόνια αργότερα, ο ήρωας της υπόθεσης - με την ιδιότητα του ιδιωτικού ντετέκτιβ πια - Taggart, καλείται από το δήμαρχο να αναλάβει μία αποστολή για λογαριασμό του.
Πιο συγκεκριμένα, ο πρώτος πολίτης της πόλης του αναθέτει να βρει με ποιόν έχει συνάψει σχέση η γυναίκα του, Cathleen (Catherine Zeta-Jones, Side Effects).
Κοινώς του ζητά να φωτογραφίσει το ζευγαράκι εν ώρα «τρυφερών περιπτύξεων» αλλά και να αναλύσει πλήρως τη ταυτότητα του εραστή της.
Το όλο θέμα ανάγεται σε ιδιαίτερα σοβαρή υπόθεση, αν σκεφτεί κανείς πως ο Hostetler βρίσκεται εκείνη τη στιγμή εν μέσω μίας προεκλογικής εκστρατείας εναντίον του πολιτικού αντιπάλου του, Jack Valliant (Barry Pepper, True Grit).
Είναι δεδομένο πως οποιοδήποτε σκάνδαλο θα έθιγε άμεσα την εικόνα του νυν δημάρχου οπότε ο Taggart καλείται να ρίξει φως στην υπόθεση όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
Αν μέχρι εδώ το σκηνικό σας φαίνεται γνωστό, τουτέστιν δήμαρχοι, προεκλογικές εκστρατείες, σκάνδαλα, ιδιωτικοί ντετέκτιβ κτλ, που να δείτε και τη συνέχεια: o Taggart αναλαμβάνει δράση και γρήγορα φτάνει στον Paul Andrews (Kyle Chandler, Zero Dark Thirty), ο οποίος είναι ο υπεύθυνος της προεκλογικής εκστρατείας του Valliant αλλά και εραστής της κυρίας Hostetler καταπώς φαίνεται!
Αν και η κυρία δημάρχου τον προειδοποιεί να μην την καταδώσει, ο Taggart ακολουθεί πιστά τις οδηγίες του εργοδότη του (και ευεργέτη του παλαιότερα) και παραδίδει το φωτογραφικό υλικό που συλλέγει στα χέρια του Hostetler.
Από εδώ και πέρα, η ιστορία αρχίζει να παίρνει μία πιο «σκοτεινή» τροπή.
Ουσιαστικά από αυτό το σημείο αρχίζει η πραγματική δράση, το στοιχείο της περιπέτειας και του μυστηρίου.
Η πρώτη ανατροπή δεν σε αφήνει δα και με το στόμα ανοιχτό αλλά οι όποιες αποκαλύψεις από εκεί και πέρα, με αποκορύφωμα φυσικά τα όσα διαδραματίζονται στο φινάλε, κρίνονται ικανοποιητικότατες.
Το κακό βέβαια είναι πως ακόμα και το ατού της ανατροπής δεν εκμεταλλεύεται στο έπακρο από τον Hughes, γεγονός που τελικά εξυψώνει τα κοινότοπα σημεία και στοιχεία της ταινίας.
Το στοιχείο του αιφνιδιασμού - απαραίτητο σε αντίστοιχες παραγωγές - απουσιάζει σχεδόν εντελώς, με αποτέλεσμα ο θεατής να μένει με εκείνο το σπαστικό συναίσθημα του ανικανοποίητου.
Πάντως αν θέλω να είμαι απόλυτα δίκαιος, πρέπει να ομολογήσω πως άπαντες στην παραγωγή προσπάθησαν για το καλύτερο.
Ο κύριος υπεύθυνος, Hughes, κατέθεσε τα διαπιστευτήρια του μέσω μίας έξοχης κινηματογράφησης, η οποία δεν κατάφερε παρ’ όλα αυτά να θέσει και υποψηφιότητα για το όσκαρ πρωτοτυπίας.
Δεν είναι απαραίτητα κακό όμως να βασίζεται κάποιος στα ήδη παραδομένα από άλλους, ενώ αν δείχνει έμπρακτα πως σέβεται την προσπάθεια των προκατόχων του, κερδίζει το σεβασμό του κοινού.
Έτσι και ο Hughes δεν έχει κανένα απολύτως θέμα να παραδεχτεί πως δεν ανακάλυψε την Αμερική αλλά αντιθέτως προσπαθεί να βελτιώσει το ήδη γνωστό είδος ταινιών.
Τα αλληλοσυγκρουόμενα πολιτικά συμφέροντα, το κλασσικό θέμα του ηθικού διλλήματος που αφορά τη δολοφονία ή όχι ενός εγκληματία (να'ναι καλά ο… Dexter που με έχει κάνει εξπέρ στο θέμα), η μοιραία γυναίκα (να είχα χίλια μάτια να χόρταινα με την εικόνα της Jones), ο πρωταγωνιστής που από θύμα γίνεται θύτης και έπειτα ξανά θύμα, είναι γεγονότα που όλο και σε κάποια χολιγουντιανή παραγωγή έχει συναντήσει ο καθένας.
Το θέμα είναι πως μπορείς αυτό το ίδιο και ίσως κομματάκι βαρετό πλέον concept, να το εξυψώσεις χωρίς όμως να το φτάσεις στα όρια του.
Ο Hughes το πάλεψε πολύ αλλά κάποια στιγμή φαίνεται πως ξεμένει από ιδέες, έμπνευση ίσως και κίνητρο μιας και βοήθεια από τη πλευρά του σεναρίου δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου.
Ο Brian Tucker λοιπόν αποφασίζει πως η πρωτοτυπία είναι για τους… ερασιτέχνες, θάβοντας έτσι βαθιά στη γη της λησμονιάς οποιαδήποτε προσπάθεια του υπόλοιπου καστ για σωτηρία της ταινίας.
Ο σεναριογράφος του Broken City, δίνει την εντύπωση πως μπορεί να ξεθάψει από παντού κλισέ αλλά δεδομένου πως πρόκειται για την πρώτη του δουλειά μπορούν να του δοθούν κάποια ελαφρυντικά.
Καμία δικαιολογία πάντως δεν υπάρχει για τον Jeffrey Wright, ο οποίος πραγματικά έμοιαζε εντελώς παράταιρος σε σχέση με το υπόλοιπο καστ.
Μουντρούχος και ανέκφραστος μέχρι αηδίας (έστω και αν σε κάποια σημεία το επίτασσε ο ρόλος του), έκανε μπαμ πως δεν ανήκει στην ελίτ του χώρου, σε αντίθεση με τον Wahlberg , που παραδίδει ακόμα μία εξαιρετική ερμηνεία.
Ο 41χρονος πρώην ράπερ και νυν ηθοποιός και παραγωγός σκιαγραφεί έξοχα την… καρικατούρα του ιδιωτικού ντετέκτιβ, ο οποίος μπορεί να βγάζει προς τα έξω την εικόνα του άνετου και χαλαρού τύπου που δεν κολλά μπροστά σε τίποτα αλλά έχει σαν υπόβαθρο τραγικά γεγονότα που λογικά θα κατέστρεφαν τη ζωή κάποιου άλλου.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Crowe.
Ο αιώνιος «μονομάχος» και πρόσφατα Javert (μικρό πταίσμα στη μεγάλη του καριέρα) αποδίδει ιδιαίτερα πειστικά και γλαφυρά την εικόνα του άπληστου πολιτικού, ο οποίος στην προσπάθεια του να παραμείνει στην εξουσία δεν διστάζει να κινηθεί ακόμα και εκτός… δρόμου.
Είναι, από την αρχή της ταινίας άλλωστε δεδομένο πως εδώ παίζονται πράγματα πολύ σημαντικότερα από ένα απλό… «κέρατο» εκ μέρους της Catherine Zeta-Jones.
Αν και για να είμαι σωστός, πρέπει να ομολογήσω πως προσωπικά, όλη μου η ζωή θα περιστρεφόταν γύρω από το αν με απατά ή όχι η Κατερινούλα…
Το Broken City δεν διεκδικεί κανένα όσκαρ.
Ούτε σεναρίου (εδώ παίρνει κάτω από τη βάση), ούτε σκηνοθεσίας (αποδεκτός βαθμός, αξιόλογη προσπάθεια αλλά όχι κάτι εξαιρετικό), ούτε ηθοποιίας (λαμπερές παρουσίες μεν χωρίς κάποιο επικό αποτέλεσμα δε), ούτε καν φωτογραφίας (αν και το αστικό περιβάλλον προσφερόταν για πλάνα που θα αποτύπωναν τη δυτική καθημερινότητα).
Παραμένει μία παραγωγή ανάμεσα σε πολλές ίδιες καθώς ανήκει σε ένα κλάδο που φαίνεται κορεσμένος.
Παρ’ όλα αυτά θα ήταν πραγματικά άδικο αν τη χαρακτήριζα κακή ταινία.
Πιο πολύ προς το «μέτριο» κινείται η τελική κρίση μου.
Αν τελικά είχαν αξιοποιηθεί στο έπακρο και κάποια ελπιδοφόρα στοιχεία, όπως οι ανατροπές, θα μπορούσε να γίνει λόγος για μία άκρως ενδιαφέρουσα παραγωγή.
Στις αίθουσες από 28 Μαρτίου.
Broken City trailer από FilmBoy-gr