Γράφει ο Κωνσταντίνος Παναγιώτου.
Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Ναζί.
Ρωσικό δάσος ως σκηνικό, οπότε προφανώς χιόνια, κρύο μέχρι το μεδούλι και τα λοιπά, εν ολίγοις ιδανικό σκηνικό για το στήσιμο ενεδρών, κυνηγητού, μάχης και οτιδήποτε άλλο μπορεί να σου φέρνουν οι παραπάνω λέξεις στο μυαλό.
Επιπροσθέτως, μιλάμε για ρωσική παραγωγή σε σκηνοθεσία του ενασχολούμενου κυρίως με ντοκιμαντέρ και άρα, προφανώς αν μη τι άλλο, ψαγμένου Sergei Loznitsa.
Οπότε, συνοψίζοντας δεν περιμένεις απλά ντάμπα, ντούμπα, ένας κακός ναζί κάτω, ντάμπα ντούμπα δύο κακοί ναζί κάτω και τα λοιπά, αλλά έργο βαθύτερου νοήματος που φυσικά και κατακρίνει τα όχι απλά κακώς αλλά τρισάθλια κείμενα των δυνάμεων του Άξονα, ενώ ταυτόχρονα οικοδομεί τεράστια συναισθήματα βασισμένο μάλλον σε κάποιο προσωπικό δράμα (από τέτοια άλλωστε ένας πόλεμος άλλο τίποτα)...
Η όποια θετική προκατάληψη μου μετουσιώθηκε σε πραγματικό ενθουσιασμό όταν διάβασα και κάτι παραπάνω για την υπόθεση:
Δυτικά σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης, το 1942.
Η περιοχή βρίσκεται υπό γερμανική κατοχή.
Ένας άνδρας κατηγορείται για προδοσία.
Απεγνωσμένος να σώσει την υπόληψη του, αντιμετωπίζει ένα απίστευτο ηθικό δίλλημα.
Με την ανυπομονησία να ξεχειλίζει, διάβηκα λοιπόν το κατώφλι της σκοτεινής αίθουσας πεπεισμένος πως είχα βρεθεί μπροστά σε ένα διαμάντι.
Εκείνη την ώρα μάλλον έπρεπε να ένιωσα όπως οι ιθύνοντες της Μπαρτσελόνα όταν αντίκρυσαν για πρώτη φορά τον Μέσι να κλωτσάει το τόπι με τη φανέλα της Νιούελς Ολντ Μπόις, πιτσιρίκος και φυσικά άγνωστος ακόμα.
Φυσικά, επειδή θαύματα όπως ο Μέσι συμβαίνουν και ανακαλύπτονται μια φορά στο τόσο, δεν θα μπορούσα να έχω σταθεί τόσο τυχερός.
Αν και το In the Fog άρχισε ιδιαίτερα δυναμικά, με στρωτή και κατανοητή υπόθεση, σωστό σκιτσάρισμα των χαρακτήρων (αρκετά ενδιαφέροντες μάλιστα) και πλάνα που μετέφεραν το κρύο του ρωσικού δάσους μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα, κάτι πήγε στραβά στη συνέχεια και βρέθηκα να κοιτάω σαν χάνος το κενό με το πέρας της προβολής.
Υιοθέτησα το βλέμμα αγελάδας, όχι γιατί έμεινα άφωνος από το καταπληκτικό φινάλε ή κάποια τρομερή ανατροπή (αυτά λίγο πολύ ήταν προβλέψιμα) αλλά επειδή για περίπου 100 (!) λεπτά, ο Loznitsa αποφάσισε να πειραματιστεί πάνω μου αναφορικά με το πόσα είδη νανουρίσματος ήξερε.
Ύστερα από το πρόσφατο Apres Mai στάθηκα για δεύτερη σερί φορά άτυχος λοιπόν και κατέληξα να παρακολουθώ αγώνα σαλιγκαριού με χελώνα.
Μιλάμε για Τη ταχύτητα…
Η ενδιαφέρουσα υπόθεση του πρώτου μισάωρου και η ένταση που οικοδόμησε πήγαν περίπατο στη συνέχεια, παραδίδοντας ένα απίστευτα ανιαρό και ατελείωτο (δυστυχώς) 100λεπτο.
Το δυστύχημα είναι πως, στον κάλαθο των αχρήστων καταλήγει τελικά και το ελπιδοφόρο ξεκίνημα, μιας και ο τελικός εκνευρισμός από την υπερβολικά αργή ροή υπερκαλύπτει τα πάντα.
Δύο μέλη των Παρτιζάνων (ρωσική επαναστατική οργάνωση κατά των δυνάμεων του Άξονα), οι Burov (Vladislav Abashin) και Voitik (Sergei Kolesov) καλούνται να συλλάβουν και να εκτελέσουν τον Sushenya (Vladimir Svirskiy).
Ο τελευταίος έχει κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία, μιας και όταν η ομάδα του αιχμαλωτίζεται από τους Ναζί εξαιτίας ενός σαμποτάζ, ο ίδιος ελευθερώνεται κινώντας έτσι τις υποψίες των συμπατριωτών του.
Η τελική ετυμηγορία δεν αργεί να βγει, όσο δίκαιη μπορεί φυσικά να είναι μία ετυμηγορία εν καιρώ πολέμου, και έτσι η εκτέλεση του θεωρείται δεδομένη.
Το πρώτο, άκρως ενδιαφέρον και αρκετά δραματικό και συγκινητικό πρώτο μισάωρο, κλείνει με ένα απροσδόκητο γεγονός που αλλάζει τις ισορροπίες.
Πλέον, ο τίμιος και σε καμία περίπτωση προδότης αλλά αντίθετα θύμα μηχανορραφίας, Sushenya καλείται να σώσει και να συνεργαστεί με τους ανθρώπους που έχουν ξεκάθαρες οδηγίες να τον θανατώσουν.
Το πεσιμιστικό περιβάλλον ενός πολέμου τόσο μακάβριου αλλά και ειδικότερα τα τοπία της ρωσικής υπαίθρου, τόσο στο δάσος όσα και στα χωριά, αποτελούν ένα πρώτης τάξεως υλικός τα χέρια του Loznitsa.
Το εν λόγω υλικό μετουσιώνεται αμέσως - αμέσως σε συγγενικό αυτού που βρέθηκε κάποτε στα χέρια κάποιου Φειδία, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας και το τρομερό δραματικό υπόβαθρο.
Φευ όμως, οι όποιες προσδοκίες καλλιέργησε στο κοινό ο Loznitsa, χάνονται με το πέρας του μισάωρου (και πολύ λέω για να είμαι ειλικρινής).
Από εκεί και πέρα η εκνευριστικά αργή εξέλιξη της ιστορίας, με αυτά πλάνα που εστιάζουν πάνω στο κενό βλέμμα του ήρωα και κρατάνε περί το εικοσάλεπτο, να γεμίζουν μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, χαντακώνει πραγματικά μία αξιολογότατη - μέχρι τότε - παραγωγή.
Το κρίμα στο λαιμό του Λευκορώσου σκηνοθέτη, γιατί αποφάσισε πως είναι το ίδιο το γύρισμα ενός ντοκιμαντέρ με αυτό μίας κινηματογραφικής ταινίας.
Φανταστείτε ντοκιμαντέρ για την αναπαραγωγή των σαλιγκαριών, όλη τη διαδικασία όμως, από το πλησίασμα τους ακόμα (με την χαρακτηριστική μπάσα φωνή της μεταγλώττισης ως συνοδευτικό φυσικά) και έχετε έτοιμη την εικόνα της ιστορίας του In the Fog.
Μπορεί το ζήτημα να κινεί την περιέργεια (εντάξει άστοχο το παράδειγμα των σαλιγκαριών) αλλά εν πάση περιπτώσει μέχρι να φτάσεις σε αυτό έχεις γύρει ήδη απαλά στην αγκαλιά του Μορφέα.
Και αν για τα σαλιγκάρια δεν θα στεναχωρηθεί κανείς στη τελική, υπάρχει κόσμος, μεταξύ των οποίων και το άτομο μου, που χαλάστηκαν με την όλη στάση του Loznitsa.
Η βαρετή προσέγγιση μίας τόσο όμορφης ιδέας, μόνο δυσάρεστα (και ίσως οργισμένα) συναισθήματα μπορεί να γεννήσει.
Τη στιγμή που βλέπουμε - ανησυχητικά συχνά τελευταία - το Χόλυγουντ να αναμασά τα ίδια και τα ίδια υπό τη μορφή remakes, prequel, sequel κτλ, ζουμερές ιδέες όπως η προκείμενη καταλήγουν στα αζήτητα.
Στα αζήτητα καταλήγουν δυστυχώς και αξιέπαινες ερμηνείες.
Το ρεσιτάλ του Svirskiy για παράδειγμα δεν θα συγκινήσει σχεδόν κανέναν, μιας και ουσιαστικά ελάχιστοι θα τύχει να πέσουν πάνω στη ταινία.
Ο άβγαλτος ουσιαστικά (μόλις τρεις ταινίες στο δυναμικό του) ηθοποιός, παραδίδει μαθήματα υποκριτικής μιας και υποδύεται απόλυτα πειστικά τον ξεχασμένο από Θεό και μοίρα άνθρωπο που καλείται να αποδείξει την αθωότητά του, γνωρίζοντας όμως ακόμα και ο ίδιος τις απίστευτες δυσκολίες του εγχειρήματος του.
Πάντως τέτοια εκφραστικότητα είχα καιρό να συναντήσω.
Κρίμα που δεν την χάρηκα όσο θα ήθελα.
Επίσης στενάχωρο το γεγονός πως ούτε οι Abashin και Kolesov ξεφεύγουν από τη ντοκιμαντερίστικη άποψη του Loznitsa.
Τα πάθη του Sushenya είναι έντονα.
Τα πάθη των συμπατριωτών του αγωνιστών ακόμα περισσότερο.
Τα πάθη του κόσμου την εποχή εκείνη (σε τι τελικά διαφέρει η σημερινή;) μέγιστα.
Τα πάθη και των θεατών (δυστυχώς και χάρη τελικά όχι στον σκηνοθέτη αλλά στην παραγωγή που αποφάσισε πως ένας άνθρωπος που ασχολείται με το γύρισμα ντοκιμαντέρ, μπορεί να αλλάξει στρατόπεδο και στρατηγική και να στραφεί τόσο εύκολα στον κινηματογράφο) δυστυχώς ανυπέρβλητα.
Το συγκεκριμένο είδος κινηματογράφησης έχει από καιρό πεθάνει και είμαι σχεδόν σίγουρος πως το ίδιο ισχύει για την πλειονότητα του κοινού του.
Αν πάντως κάπως παραμένει πιστός οπαδός του σκληροπυρηνικού σοβιετικού σινεμά ας το τολμήσει.
Στις αίθουσες από 7 Μαρτίου.