Ο Nick Nolte είναι ένας ηθοποιός του οποίου το κακό σωματότυπο και η διακριτική τραχιά φωνή είναι μόνο το κερασάκι στην τούρτα της δύναμής του στη μεγάλη οθόνη.
Είτε παίζει επιρρεπείς χαρακτήρες σε δράματα (Q & A, Mulholland Falls), είτε ρομαντικούς ρόλους (The Prince of Tides) ή κωμικούς χαρακτήρες (Down and Out in Beverly Hills, Tropic Thunder), ο Nolte είναι πάντα συναρπαστικός.
Ακόμη και οι λιγότερο επιτυχείς ρόλοι του (Jefferson in Paris), είναι τουλάχιστον ενδιαφέροντες.
O Nolte έχει πατήσει τα 70, αλλά θεωρώ ότι δεν έτυχε ποτέ της αναγνώρισης που του άξιζε – ένας ηθοποιός που, ακόμα και μέσα από κάποιες δύσκολες προσωπικές καταστάσεις, κυρίως τη μάχη του με τον αλκοολισμό, έχει βάλει τεράστια καρδιά και ψυχή στις ταινίες που παίζει...
Ο Αμερικανός ηθοποιός έχει παίξει πολλούς αξέχαστους χαρακτήρες, αλλά ένας συγκεκριμένος – αυτός του Wade Whitehouse στο Affliction το 1998 – ξεχωρίζει από τους άλλους για την ένταση και τα …guts που λένε.
Μέχρι να παίξει ο Nolte στο ψυχοπλακωτικό και βαθιά συναισθηματικό φιλμ του Paul Schrader, (βασισμένο στο μυθιστόρημα του Russell Banks), είχε ήδη αποδειχθεί μια χαρισματική δύναμη στο χώρο της ηθοποιίας, στη διάρκεια μιας σταδιοδρομίας που πέρασε από πολλά σκαμπανεβάσματα.
Μετά από ένα ‘άτυχο’ ντεμπούτο σε μεγάλη ταινία το 1977 με το The Deep, βρήκε εισπρακτική επιτυχία δίπλα στον Eddie Murphy στο 48 Hrs. και χρόνια αργότερα, δίπλα στη Barbra Streisand στον Πρίγκιπα της Παλίρροιας (The Prince of Tides), για το οποίο έλαβε και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Είχε επαινεθεί για ρόλους σε λιγότερο επιτυχημένες εισπρακτικά ταινίες, όπως του άστεγου αυτοκτονικού Jerry Baskin στο εκκεντρικό Down and Out in Beverly Hills και του φανατικού μπάτσου στο Q & A του Sidney Lumet.
Ακολούθησε ένα τσίρκο δημοσιότητας καθώς πήγε σε κέντρο αποτοξίνωσης και έκανε μερικές …περίεργες κωμωδίες (I’ll Do Anything, I Love Trouble), πριν ανακάμψει με σοβαρούς ρόλους όπως στο Mulholland Falls και Afterglow.
Με το Affliction, η επιστροφή του ήταν πλήρης.
Ως ένας αστυνομικός μιας μικρής πόλης της Νέας Αγγλίας που αντιμετωπίζει ανεπιτυχώς διάφορες απογοητεύσεις - και με μια κακοποιημένη παιδική ηλικία να τον στοιχειώνει – ο Nolte είναι μια πυριτιδαποθήκη που σιγοκαίει, στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας.
Ο Wade περνά ένα δύσκολο διαζύγιο, και ενώ καταλαβαίνουμε γιατί η γυναίκα και η κόρη του τον αποφεύγουν, συγχρόνως συμπάσχουμε με τον επίμονο και δύσκολο χαρακτήρα του.
Προσπαθεί πραγματικά να συμπιέσει την οργή του, αλλά όπως και ο πονόδοντος που αυξάνεται κατά τη διάρκεια της ταινίας, είναι μια κακοήθης δύναμη που είναι έξω από τον έλεγχό του.
Ο λόγος αυτής της οργής;
Ο κακόβουλος, αλκοολικός πατέρας του Wade, o Glen (James Coburn, νικητής του Oscar Καλύτερου Β’ Ανδρικού εκείνη τη χρονιά), ο οποίος επιστρέφει στη ζωή του Wade μετά τον τραγικό θάνατο της μητέρας του.
Το μίσος του γιου είναι βαθύ και κατανοητό («Εύχομαι να πεθάνεις!» του λέει σε μια σκηνή και ο Glen απαντάει φτύνοντάς τον στο πρόσωπο!).
Τα επαχθείς συναισθήματα του Wade μολύνουν τον συλλογισμό του, κάνοντας τον να βγάλει λανθασμένα συμπεράσματα σχετικά με ένα τοπικό κυνηγετικό ατύχημα, ενώ η αδυναμία του απέναντι στον τυραννικό πατέρα του, απομακρύνει τελικά και την συμπαθητική φίλη του (Sissy Spacek), τη μοναδική σταθεροποιητική δύναμη στη ζωή του.
Δεδομένου ότι η ταινία βασίζεται στην σχεδόν οπερετική, βίαιη και υπερβολικά έντονη κλιμάκωσή της, ο Nolte θυμώνει και θρηνεί εναλλάξ, μια καταστροφική απεικόνιση κάποιου που μόλις και μετά βίας συγκρατεί τα λογικά του και που απλά, δεν μπορεί άλλο.
Ήταν υποψήφιος για Oscar Α’ Ανδρικού αλλά το έχασε από τον Roberto Begnini στο Η Ζωή Είναι Ωραία, ωστόσο, η ερμηνεία του είναι καθηλωτική και νομίζω είναι ο καλύτερος ρόλος στη καριέρα του.