Γράφει ο Νίκος Δρίβας.
To Branded, αν και τελικά δεν έκανε μεγάλη επιτυχία εισπρακτικά, είχε ψιλοσυζητηθεί στα στέκια των σινεφίλ, λόγω της πρωτότυπης κεντρικής ιδέας και πιθανότητας μιας cult ταινίας.
Έχοντας και μια επαφή με το Μάρκετινγκ λόγω σπουδών, πίστευα ότι αυτό θα βοηθούσε να μπορέσει η ταινία να μου κρατήσει το ενδιαφέρον σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό.
Για ακόμα μια φορά όμως αποδεικνύεται ότι η θεωρία από την πράξη απέχει πάρα πολύ.
Αυτό διότι η (θεωρητικά) καλή ιδέα γίνεται θρύψαλα στην οθόνη με τίποτα να μην λειτουργεί σωστά.
Σε ένα δυσοίωνο μέλλον όπου οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες έχουν δημιουργήσει έναν απογοητευμένο κόσμο, η προσπάθεια ενός ανθρώπου να ξεκλειδώσει την αλήθεια πίσω από τη συνωμοσία, θα οδηγήσει σε μια επική μάχη με κρυφές δυνάμεις που ελέγχουν τον κόσμο.
Η ταινία χωρίζεται σε δυο μέρη.
Έχουμε το πρώτο μέρος που μπορούμε να πούμε ότι είναι το θεωρητικό κομμάτι του Marketing, και το δεύτερο που μπαίνει η δράση και το μεταφυσικό κομμάτι.
Όλη την "ζημιά" για την ταινία την κάνει το δεύτερο μισό.
Ενώ στο πρώτο μέρος, βλέπουμε κάποια ενδιαφέροντα σημεία με διαλόγους και κάποιες (λίγες δυστυχώς) "μπηχτές" για τις πρακτικές των διαφημιστών και λοιπών απέναντι στο καταναλωτικό κοινό, μετά το πρώτο 45λεπτο η ταινία καταλήγει σε φεστιβάλ γελοιότητας.
Oι σεναριογράφοι και σκηνοθέτες του, οι πρωτοεμφανιζόμενοι Jamie Bradshaw και Aleksandr Dulerayn, προέρχονται και οι δύο από το χώρο της διαφήμισης και σίγουρα θα μπορούσαν να κάνουν μια ταινία έξυπνη, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει κριτική για τις σύγχρονες τακτικές μάρκετινγκ, αλλά αντ' αυτού έφτιαξαν μια απογοητεύτική εκκεντρική και σε καμία περίπτωση cult ταινία.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ίσως το τραγικό σενάριο, που είναι γεμάτο από παρλαπίπες, ανόητες γενικεύσεις και γενικότερα όσα έρθουν και όσα πάνε.
Mε εξαίρεση λίγες σκηνές όπου επεξηγούνται ενδιαφέρουσες θεωρίες πάνω στο μάρκετινγκ και μερικές σπόντες για τους σύγχρονους κολοσσούς, η ταινία δεν έχει ούτε ρυθμό, ούτε συνοχή, ούτε φυσικά απολύτως κανένα ενδιαφέρον.
Οι διάλογοι μοιάζουν να είναι βγαλμένοι από παιδική παράσταση και σε συνδυασμό με τις άθλιες ερμηνείες των πρωταγωνιστών σε κάνουν να αναρωτιέσαι τι ακριβώς ταινία ήθελαν να κάνουν.
Μιλώντας για ερμηνείες πρέπει να αναφέρουμε ότι τόσο ο Εd Stoppard (Papadopoulos & Sons), όσο και η Leelee Sobiersky (Public Enemies) είναι επιεικώς απαράδεκτοι και προφανώς δεν είναι οι κατάλληλοι ηθοποιοί για να περισώσουν ότι μπορούν από αυτό το φιάσκο.
Υποτονικοί, χωρίς πειστικότητα και πολλές φορές προκαλούν άθελα τους γέλιο με μερικές τραγελαφικές καταστάσεις στο δεύτερο μέρος, είναι με διαφορά ένα από τα πιο βαρετά και χωρίς χημεία ζευγάρια που έχουμε δεί στην μεγάλη οθόνη τα τελευταία χρόνια.
Εντελώς άχρωμοι και κάθε άλλο παρά βελτιώνουν την κατάσταση αυτού του αχταρμά.
Tην κατάσταση δεν μπορούν να σώσουν ούτε οι Jeffrey Tambor (Mr. Popper's Penguins) και Max von Sydow (Extremely Loud & Incredibly Close), δυο σπουδαίοι ηθοποιοι ο καθένας στο είδος του, που χάνονται στην γενική μετριότητα.
Ειλικρινά ακόμα προσπαθώ να καταλάβω τι σκεφτόντουσαν οι Bradshaw και Dulerayn και έφτιαξαν τόσο άθλιο δεύτερο μέρος.
Με εντελώς προχειρογραμμένο σενάριο ειδικά μετά τα πρώτα 45 λεπτά, εφέ απίστευτα τραγικά που μοιάζουν να έχουν βγεί στην καλύτερη από videogame του Atari (ελπίζω να θυμάστε την κονσόλα που μεγάλωσε γενιές και γενιές), με τις παραισθήσεις του θεατή να μην πείθουν ούτε πεντάχρονο.
Ενώ θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν κάποια στοιχεία από το πρώτο 30-45λεπτο, η ταινία ξεχειλώνει και καταλήγει σε ένα κακόγουστο αστείο με το τελευταίο εικοσάλεπτο να είναι πραγματικά από τις χειρότερες σεκάνς που έχω δεί προσωπικά σε ταινία.
Και έπειτα αφού διάλεξαν αυτόν τον "δρόμο", κακώς η ταινία παίρνει τον εαυτό της τόσο στα σοβαρά με φανφάρες και πομπώδεις διαλόγους και σκηνές.
Αυτό είναι που αποτελειώνει τις όποιες ελπίδες για κάτι καλό, το γεγονός πως ενώ μετά το υποφερτό πρώτο μέρος έχει χτίσει ένα κάπως σοβαρό υπόβαθρο, στο δεύτερο τα γκρεμίζει όλα και γίνεται ακόμα πιο σοβαροφανής χωρίς να είναι.
Ίσως αν οι παραγωγοί είχαν κατασταλλάξει (πριν την γυρίσουν) στο τι είδους ταινία ήθελαν να φτιάξουν, το αποτέλεσμα να ήταν διαφορετικό.
Το Branded προβλήθηκε σε τριψήφιο αριθμό αιθουσών στις ΗΠΑ στις 7 Σεπτέμβρη 2012, αλλά ήταν τόσο άδειες, που τη 4η εβδομάδα της έκανε $26 εισπράξεις στη μοναδική αίθουσα όπου ξέμεινε.
Branded trailer από FilmBoy-gr