Γράφει ο Αργύρης Σταματόπουλος.
Μεταπηδούμε δεκαετίες και στα κόμικς ο ήρωας που παλεύει για ‘την αλήθεια, τη δικαιοσύνη and the American way’ έχει αναπτυχθεί και έχει δημιουργήσει ήδη έναν στιβαρό μύθο γύρω του.
Συνάμα, μεταβαίνουμε σταδιακά από τη ‘Silver Age’ εποχή των κόμικς στην ‘Bronze Age’, που σημαίνει πιο σύγχρονες ιστορίες και πιο μοντέρνα ματιά στον ήρωα και το περιβάλλον του.
Οι καιροί, λοιπόν, επιτάσσουν νέα πράγματα και στον τομέα της 7ης τέχνης.
Τα δικαιώματα του Superman αγοράζονται από τους Ilya και Alexander Salkind και αμέσως ξεκινούν οι διαδικασίες για το conception μιας ταινίας...
Από το 1973, αρχίζουν να προσλαμβάνονται διάφοροι σεναριογράφοι για το screenplay, αρχίζοντας από τον Mario Puzo, ο οποίος έγραψε ένα τεράστιο σενάριο, και στη συνέχεια προστέθηκαν ονόματα όπως οι David Newman, Leslie Newman και David Benton.
Στην πορεία, η παραγωγή προσέλαβε τους ηθοποιούς Marlon Brando για το ρόλο του Jor-El, ο οποίος απέσπασε φοβερό ποσό και όρους στο συμβόλαιο του για να παίξει, και Gene Hackman για το ρόλο του Lex Luthor.
To 1976, μετά από πολλή σκέψη και πιθανούς candidates, ο Richard Donner ανέλαβε να σκηνοθετήσει την ταινία.
Έφερε τον Tom Mankiewicz να ξαναδουλέψει - μην πω να ξαναγράψει - το σενάριο και έπεισε τον Brando σε κάτι δημιουργικές διαφορές.
Στο θέμα του ηθοποιού για το ρόλο του ομότιτλου ήρωα, πολλά πρωτοκλασάτα ονόματα της εποχής είχαν περάσει από το μικροσκόπιο της παραγωγής.
Ωστόσο, κατέληξαν στον άγνωστο τότε Christopher Reeve, τον οποίο μάλιστα τον θεωρούσαν κάπως outsider, επειδή ήταν πολύ νέος και λεπτοκαμωμένος.
Όταν, όμως, του έκαναν screen test τότε πείστηκαν ότι αυτός ήταν που χρειάζονταν.
Ο ίδιος ο Reeve ξεκίνησε σωματική άσκηση προκειμένου να φτάσει το physique του Supes, αρνούμενος να φορέσει στολή με ψεύτικους μύες.
Μέσα σε όλα αυτά τα σαράντα κύματα, αποφασίζεται να γυριστεί το Superman ταυτόχρονα με το Superman II, κάνοντας τη διάρκεια των γυρισμάτων να ξεπεράσει τον ενάμιση χρόνο.
Πλέον έχουμε περάσει στη φάση όπου ο Donner αρνείται να μιλήσει με τους πατέρα και υιό Salkind και επικρατεί ένας εσωτερικός αναβρασμός.
Εν τέλει, τα γυρίσματα για το sequel σταματάνε και δίνεται βάση στην πρώτη ταινία, με το σκεπτικό ότι, αναλόγως την επιτυχία της, το Superman II να συνεχίσει την παραγωγή.
Από τα τελευταία κομμάτια που μπήκαν, ήταν η μουσική.
Για το score της ταινίας, αρχικά να προσληφθεί ο Jerry Goldsmith, ο οποίος είχε δουλέψει μαζί με τον Donner στο The Omen, αλλά τελικά τη θέση πήρε ο John Williams και το αποτέλεσμα έμεινε χαραγμένο εις τους αιώνας των αιώνων.
Κι έτσι φτάσαμε στο Δεκέμβριο του ’78, όπου η ταινία βγήκε στις αίθουσες και έμελε να αφήσει μια παγκόσμια κληρονομιά στην ποπ κουλτούρα.
Βραβεία Όσκαρ, BAFTA, Χρυσές Σφαίρες είναι ενδεικτικά από τις πιο ονομαστές διοργανώσεις στις οποίες προτάθηκε ή και κέρδισε η ταινία, με τον Donner να εκφράζει δυσαρέσκεια μόνο για το ότι δεν αναγνωρίστηκε η δουλειά κι άλλων συνεργατών του.
Ο Christopher Reeve έγινε σούπερ σταρ και αναδείχτηκε cultural icon και οι ‘κλασικιστές’ του είδους τον θεωρούν ακόμη τον καλύτερο Superman που πέρασε ποτέ.
Ήταν τέτοια η απήχηση, που πρωτότυπα στοιχεία που δημιουργήθηκαν για την ταινία, όπως το κρυσταλλικό περιβάλλον του Krypton ή του Fortress of Solitude, ή το χαρακτηριστικό έμβλημα ‘S’ ότι είναι το οικόσημο του Οίκου El, προσαρμόστηκαν στο mainstream run των κόμικς του Supes.
Γενικότερα, και μέσα δεκαετίες που θα έρχονταν, το Superman γνώρισε τέτοια δόξα, ώστε θεωρείται από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.
Η επιτυχία έκανε τους Salkinds να βάλουν μπρος την ολοκλήρωση του Superman II, δίχως δεύτερη σκέψη.
Πριν προλάβουν όμως, η απάντηση θα ερχόταν από την ανατολή και συγκεκριμένα από την Τουρκία.
Οι γείτονες έβγαλαν το 1979 τη δική τους εκδοχή με το ‘The Return of Superman’, επίσης γνωστό και ως ‘Turkish Superman’ - ή αν προτιμάτε ‘Σουπερμάνογλου’, ‘Εμπριμέ Τσογλάν’ ή ‘Σουπερλεϊμάν’!
Πιο γρήγορος κι από φορτηγό που πάει με νεκρά, πιο δυνατός κι από μια κοτρόνα, ικανός να εκσφενδονίσει τους κακούς στο πιο ψηλό κλαδί του δέντρου, είναι ο Τούρκος Σούπερμαν.
Να μην πω καλύτερα, για τους τίτλους αρχής με χαρτόνια…
Τέτοιο ήρωα είχαμε να δούμε από τον Τούρκο Captain America εναντίον του Τούρκου διαβολικού Spider-Man!
Παρά τον “σφοδρό ανταγωνισμό”(τι γράφω κι εγώ, Παναγιά μου!), ο Ilya Salkind έβαλε μπρος για το sequel.
Παρά το γεγονός ότι το 75% της ταινίας είχε γυριστεί υπό τη σκηνοθεσία του Richard Donner, κατά τα λεγόμενα του, οι διαφορές του με τους Salkinds τον έκανε να μην επιστρέψει και το ρόλο του σκηνοθέτη τον ανέλαβε ο Richard Lester, ο οποίος εκτελούσε χρέη ‘διαμεσολαβητή’ μεταξύ των δύο πλευρών προηγουμένως.
Για τις ανάγκες της ταινίας χρειάστηκαν κάποια reshoots, για τα οποία όμως ηθοποιοί όπως ο Gene Hackman, ο Marlon Brando και άλλοι δεν επέστρεψαν.
Ο Lester χρησιμοποίησε κομπάρσους και στην περίπτωση του Brando, οι σκηνές του δεν χρησιμοποιήθηκαν καν, εξαιτίας της μεγάλης αμοιβής που ζητούσε για τους επιτρέψει να τις προβάλουν.
Στο theatrical cut του Superman II (1980) είναι εμφανείς κάποιες διαφορές στη εξωτερική εμφάνιση των χαρακτήρων, πχ σε κάποιες σκηνές ο Reeve φαίνεται πιο λεπτός, αφού ήταν γυρισμένες δύο χρόνια πριν, και ο ηθοποιός δεν είχε το ίδιο ‘χτίσιμο’ στο σώμα του.
Πολλοί παρατήρησαν και διαφορά στο ύφος ανάμεσα στις σκηνές της ταινίας, με τις σκηνές του Donner να έχουν πιο σοβαρό ύφος, ενώ αυτές του Lester να αγγίζουν σχεδόν το slapstick χιούμορ.
Ωστόσο, οι κριτικοί βρήκαν το τελικό αποτέλεσμα να έχει συνοχή και για μια ακόμη φορά έψαλαν διθυράμβους για το εγχείρημα.
Οι Reeve και Margot Kidder (Lois Lane) προτάθηκαν για καλύτεροι ηθοποιοί, ο Ken Thorne για την καλύτερη μουσική (γιατί ο Williams δεν επέστρεψε επίσης), ενώ ο Στρατηγός Zod του Terence Stamp έγινε από τους πιο δημοφιλείς και iconic κακούς όλων εποχών.
Παρόλη την επιτυχία του, όμως, το Superman II δεν κατάφερε να κάνει τις εκπληκτικές εισπράξεις της προηγούμενης.
Τρία χρόνια αργότερα θα ερχόταν και το Superman III, με τους βασικούς συντελεστές να επιστρέφουν.
Ο Richard Lester συνέχιζε να είναι ο σκηνοθέτης από την προηγούμενη, ενώ ο Ilya Salkind επανέφερε τους δύο Newmans για να γράψουν το σενάριο.
Ο Hackman δεν επέστρεψε, ενώ στην Kidder δόθηκε μια μικρή cameo εμφάνιση, για το λόγο ότι είχαν υποστηρίξει τον Donner στη διαμάχη του με τους Salkinds, αν και ο Ilya το διέψευδε αυτό.
Στο cast, εκτός από τον Reeve, προστέθηκαν ο Richard Pryor, στο ρόλο του γκαφατζή κομπιουτερά Gus Gorman, ο Robert Vaughn, στο ρόλο του κακού mastermind Ross Webster και η Annette O’Toole (πιο διάσημη πλέον ως Martha Kent από τη σειρά Smallville) στο ρόλο της Lana Lang.
Ο υιός Salkind είχε γράψει αρχικά μια εκδοχή του σεναρίου που περιελάμβανε γνωστούς χαρακτήρες από το κόμικ, όπως ο Brainiac, ο Mister Mxyzptlk και η Supergirl, αλλά δεν άρεσε στη Warner Bros.
Ήταν, όμως, ελεύθερος να κάνει τον Superman όπως τον είχε οραματιστεί, χωρίς να τον περιορίζει η δουλειά του Donner…
…και το ‘πλήρωσε’ αυτό!
Εκτός από το performance του Christopher Reeve, η υπόλοιπη ταινία θάφτηκε από κριτικούς και fans, με κύριο στόχο για τα πυρωμένα βέλη τους την επιλογή από την παραγωγή του Richard Pryor - και τον ίδιο τον Richard Pryor.
Η ταινία παραήταν χαζοκωμωδία, δίνοντας υπέρ του δέοντος έμφαση στο slapstick χιούμορ και στις καταστάσεις που προσπαθούσαν να βγάλουν γέλιο, αλλά δεν τα κατάφερναν.
Η ταινία έμεινε στο πίσω μέρος του μυαλού των θεατών ως μια αδέξια φάρσα - καμία σχέση με τις προηγούμενες δύο sci-fi/comic book περιπέτειες του Superman.
Το μόνο θετικό στοιχείο που έμεινε στο κοινό (και κακά τα ψέματα, ‘χωριό που φαίνεται…’) είναι η εσωτερική/εξωτερική διαμάχη του διεφθαρμένου Superman και του καλού Clark Kent.
Αυτή θα ήταν και η τελευταία ταινία του Superman χρηματοδοτούμενη από τους Salkinds, αλλά όχι η τελευταία του franchise.
Το 1984, βγήκε η ταινία Supergirl, spin-off της προηγούμενης τριλογίας, με σκηνοθέτη τον Jeannot Szwarc και πρωταγωνίστριες την άγνωστη τότε Helen Slater στον ομώνυμο ρόλο και τη Faye Dunaway στο ρόλο κακιάς μάγισσας Selena.
Παρόλο που η εταιρία του Alexander Salkind χρηματοδότησε σχεδόν εξ ολοκλήρου την ταινία, η Warner είχε δυνατό λόγο στην παραγωγή, αλλά εξαιτίας της αποτυχίας του Superman III, τελευταία στιγμή ματαίωσε την εγχώρια προβολή του Supergirl, ενώ ο Szwarc ήλπιζε σε ένα μικρό cameo του Reeve, πιστεύοντας ότι θα έδινε ένα κύρος, αλλά τελικά δεν έγινε (και προσωπικά πιστεύω ότι δεν ήταν αυτό το θέμα).
Πιθανόν για κάποιους να ήταν αναμενόμενο, το ότι δηλαδή η ταινία καταποντίστηκε και από πλευράς κοινού/κριτικών, δείχνοντας το thumbs-down για τα ειδικά εφέ και για την αποτύπωση του ρόλου από τη Slader, και από εισπρακτικής πλευράς, αφού κατάφερε να μαζέψει περίπου το ένα τρίτο του κόστους της.
Η κάτω βόλτα που πήρε το όλο ζήτημα έκανε τους πατέρα και γιο Salkind να πουλήσουν τα δικαιώματα για το franchise στην εταιρία Cannon Films.
Αυτή ήταν και η αρχή του τέλους.
Οι Menahem Golan και Yoram Globus της Cannon πλησίασαν τον Christopher Reeve για το ρόλο του Superman, χωρίς καν να έχουν ένα προσχέδιο για σενάριο.
Αν και ο τελευταίος είχε δεύτερες σκέψεις για το αν θα έπρεπε να επιστρέψει, οι παραγωγοί του έκαναν μια φοβερά δελεαστική προσφορά και εν τέλει τον έψησαν.
Το πρόβλημα ήταν ότι η Cannon ξέφυγε με τα παράλληλα projects της, με αποτέλεσμα να έχει καμιά τριανταριά ταινίες να γυρίζονται ταυτόχρονα και να είναι αναγκασμένη να κόψει τη χρηματοδότηση στο απειροελάχιστο.
Αν και σαν ιδέα το σενάριο θεωρείτο καλό, πολλά concepts μέσα σε αυτό και πολλά ειδικά εφέ εγκαταλείφθηκαν εξαιτίας της έλλειψης χρημάτων και της περικοπής των εξόδων.
Ο Jon Cryer (ο γλοιώδης αδερφός από το Two and a Half Men) που υποδυόταν τον νεαρό ανιψιό του Luthor είχε δηλώσει ότι η Cannon είχε ξεμείνει από λεφτά πέντε μήνες πριν την ολοκλήρωση της ταινίας και ουσιαστικά την κυκλοφόρησαν ατελή.
Μαζί με τον Reeve, επέστρεψαν για το fourquel και οι Margot Kidder ως Lois Lane και Gene Hackman ως Lex Luthor.
Είμαι σίγουρος, όμως, ότι και οι τρεις τους το μετάνιωσαν πολύ σύντομα…
Έτσι, τον Ιούλιο του 1987 βγήκε στις αίθουσες το Superman IV: The Quest for Peace.
Η αποτυχία στο box office ήταν τόσο παταγώδης, η κατακραυγή των θεατών και των κριτικών ήταν τόσο αποκαρδιωτική, η αποστροφή και η μετάνοια του ίδιου του Reeve να συμμετάσχει στην ταινία ήταν τόσο εξόφθαλμη, που όχι μόνο οδήγησαν στο ναυάγιο ενός πιθανού Superman V, αλλά - και σε συνάρτηση με την μετέπειτα παράλυση του Reeve - οδήγησαν το κινηματογραφικό franchise του Supes σε τέλμα για σχεδόν 20 χρόνια.
Αλλά οι επόμενες δεκαετίες θα συζητηθούν εκτενέστερα στο τρίτο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος.
Και ανυπομονώ να φτάσουμε εκεί, καθώς είχα βρει καλό τον Brandon Routh, αλλά και δε βλέπω την ώρα ο Big Blue να βγάλει επιτέλους το σώβρακο πάνω από το παντελόνι!
Discover The Superman Within!
ΔΕΙΤΕ ΤΟ 1ο ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ.