Τον τελευταίο καιρό, συγγραφείς εκ Σκανδιναβίας ορμώμενοι, έχουν κατακλύσει τα ράφια των βιβλιοπωλείων.
Με τον Stieg Larsson αρχιστράτηγο και τους Jo Nesbo και Camilla Läckberg υπαρχηγούς, η στρατιά των «Βορείων» συγγραφέων έχει εισβάλλει για τα καλά στη ζωή μας.
Από τη στιγμή μάλιστα που το «Κορίτσι με τα Τατουάζ» του πρώτου κατάφερε να μεταφερθεί άκρως επιτυχώς από το χαρτί στο «πανί», ήταν πια θέμα χρόνου να ακολουθήσουν και έργα των υπόλοιπων ανάλογου θεματικού βεληνεκούς συγγραφέων.
Πιο συγκεκριμένα, λόγος γίνεται εδώ για το ζεύγος από τη Σουηδία, τους Alexander και Alexandra Coelho Ahndoril, οι οποίοι συγγράφουν υπό το ψευδώνυμο Lars Kepler.
Ο Υπνωτιστής γνώρισε μεγάλες πιένες ως μυθιστόρημα και έτσι ήταν απλά θέμα χρόνου η μεταφορά του στην μεγάλη οθόνη.
Το έργο ανέλαβε ο γνωστός και πετυχημένος συμπατριώτης τους σκηνοθέτης, Lasse Hallström, ο οποίος προσπάθησε να αναπαράγει την ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος στο έπακρο.
Αν έχω διαβάσει το βιβλίο; Όχι.
Παρ’ όλα αυτά, έχω αναλωθεί στο διάβασμα όλων των προλεχθέντων κυρίων , οπότε μπορώ να πω πως είμαι άκρως κατατοπισμένος με το πνεύμα και του εν λόγω μυθιστορήματος.
Με το χιονισμένο τοπίο της Σουηδίας και πιο συγκεκριμένα της Στοκχόλμης αλλά και τους ντυμένους σαν κρεμμύδια κατοίκους της.
Με τους φόνους και τα λουτρά αίματος που συνήθως τους ακολουθούν, τις τρομερές ανατροπές αλλά και τους βουτηγμένους στα πάθη χαρακτήρες.
Εδώ συναντάμε πολλά από τα παραπάνω στοίχεια, δείγμα φυσικά της έλλειψης πρωτοτυπίας που διακρίνει και το βιβλίο αλλά και τη ταινία.
Αν κάτι βέβαια πουλάει δεν αλλάζει, αλλά υπερβάλλει και εξυψώνει σε ύψιστο βαθμό τα στοιχεία που αγαπάει τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ο κόσμος.
Μόδα είναι και περνάει;
Τροχός είναι και γυρίζει;
Ίδομεν...
Στο θέμα μας τώρα, ο Υπνωτιστής είναι ένα βίαιο (για τα μέτρα του είδους) αστυνομικό θρίλερ που περιγράφει την προσπάθεια του διάσημου υπνωτιστή , Erik Maria Bark (Mikael Persbrandt, In A Better World) να βοηθήσει τον ντετέκτιβ Joona Linna (Tobias Zilliacus) στην εξιχνίαση του βίαιου φόνου μίας ολόκληρης οικογένειας.
Στην πορεία βέβαια θα ανακαλύψει πως διακυβεύονται πολλά περισσότερα πράγματα...
Ο Joona γίνεται μάρτυρας της αποτρόπαιας δολοφονίας αρχικά του πατέρα της οικογένειας και έπειτα της μητέρας και της μικρής κόρης.
Μοναδικός επιζών από την άγρια και βάναυση αυτή πράξη ο πιτσιρικάς Josef, ο οποίος όμως πέφτει σε κώμα ύστερα από τη σοβαρή εγχείρηση στην οποία υποβλήθηκε προκειμένου να παραμέινει στη ζωή.
Είναι σαφές πως οι μοναδικές απαντήσεις που μπορεί να λάβει ο Joona προκειμένου να φτάσει στην καρδιά της φρικαλές αυτής ενέργειας, μπορούν να προέλθουν μόνο από το στόμα του Josef.
Αυτός έχει δει άλλωστε τα πάντα...
Πώς παίρνεις πληροφορίες όμως από έναν κλινικά νεκρό;
Η απάντηση; Erik Maria Bark!
Ο διάσημος υπνωτιστής καλείται να εισβάλλει στον «ύπνο» του Josef και να μάθει από το υποσυνείδητο του όσα περισσότερα μπορεί για το έγκλημα.
Η προσπάθεια του πετυχαίνει αλλά ο αντίκτυπος της αποτυπώνεται στην ίδια του την οικογένεια.
Η έτσι κι αλλιώς τεταμένη σχέση με τη γυναίκα του, Simone (Lena Olin, Remember Me) παίρνει για τα καλά την κατιούσα ή για να είμαι ακόμα πιο ακριβής καταβαραθρώνεται, όταν ένας άγνωστος δράστης - κάτω ακριβώς από τη μύτη τους - καταφέρνει να απαγάγει το γιο τους, τον Benjamin (Oscar Pettersson), αφήνοντας μάλιστα ένα τρομακτικό μήνυμα γραμμένο στους τοίχους (όχι με αίμα αλλά με κόκκινη μπογιά), μέσω του οποίου προειδοποιεί τον Erik να σταματήσει τις υπνώσεις.
«Μύλος»...
Βαρβάτη αστυνομική υπόθεση που μπλέκει μάλιστα μέσα και το υπερφυσικό οπότε πάμε για αριστούργημα!
Σωστά;
Λάθος! Η ταινία ακολουθεί μία άκρως νωχελική, αργή, βραδύποδη πλοκή, η οποία έρχεται σε αντίθεση με το εκρηκτικό και άκρως ενεργητικό πρώτο μισάωρο της.
Η εισαγωγή μοιάζει βγαλμένη όντως από ένα best-seller αστυνομικού μυθιστορήματος, αλλά δυστυχώς η συνέχεια θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι προϊόν ενός απελπισμένου σεναριογράφου που του κόλλησαν ένα πιστόλι στον κρόταφο, διατάζοντας τον να έχει υλοποιήσει στα επόμενα πέντε λεπτά τη μεταφορά του βιβλίου σε ταινία διάρκειας 120 λεπτών.
Το αποτέλεσμα είναι ένα ασύνδετο «μείγμα δύο διαφορετικών ταινιών που καταλήγει να κάθεται πιο βαρύ και από κεφτεδάκια δίχως ψωμί (έφαγα μία φορά – τραυματική εμπειρία) στο στομάχι του θεατή.
Μάλιστα η πίκρα είναι ακόμα μεγαλύτερη δεδομένης της άψογης φωτογραφίας αλλά και των ζωντανών και παραστατικών πλάνων του Hallström, αλλά φυσικά και της «στρωμένης» δουλειάς εκ μέρους του ζεύγους Ahndoril.
Μόνο το πρώτο ημίωρο με κράτησε σε αγωνία, με έβαλε σε σκέψεις, μου επέτρεψε να βυθιστώ στα μύχια της ζωής των ηρώων, με έκανε να συμπαθήσω τους πρωταγωνιστές (και τον Joona – τυπικό δείγμα μοναχικού λύκου αστυνομικού - αλλά και τον εβρισκόμενο στα πρόθυρα της κατάρρευσης, Erik), ενώ εν τέλει, αφουγκράστηκα το γενικότερο κλίμα της παγωμένης Στοκχόλμης.
Ένα κλίμα που αποπνέει μοναξιά και συντροφικότητα σε ίσες δόσεις, απόγνωση αλλά και χαρά, απελπισία και αισιοδοξία.
Οι καπνοί από τις καμινάδες των εργοστασίων προκαλούν θλίψη και απογοήτευση αλλά οι χιονισμένοι κήποι μία τρομερή αγαλλίαση.
Μαγεία...
Μαγεία που εξαφανίζεται όμως όπως Frodo Baggins όταν φοράει το περίφημο δαχτυλίδι, όταν η δεύτερη ταινία που είπαμε παραπάνω κάνει την εμφάνιση της.
Η ενδιαφέρουσα πλοκή δίνει τη θέση της σε μία βαρετή όσο και ακατανόητη (σε εμένα) ιστορία, ενώ στα σημεία που θα έπρεπε να είναι αποτυπωμένη η αγωνία και η δυστυχία στα πρόσωπα βλέπεις μόνο αδιαφορία (;) αφηρημάδα (;).
Για να αποδώσω τα του Καίσαρος τω Καίσαρι βέβαια, πρέπει να υπογραμμίσω πως μία άκρως ενδιαφέρουσα αντροπή πάει να βάλει ξανά τα πράγματα στη θέση τους.
Η ανάλγητη ιστορία - αφήγηση (γιατί με τέτοια μοιάζει), δίνει τη θέση της για μερικά λεπτά σε μία πραγματική αστυνομική υπόθεση με πλούσιες δόσεις αγωνίας, δράσης και γενικότερα μιας ζωντάνιας βρε αδελφέ.
Το φινάλε είναι όμως απογοητευτικό, προβλέψιμο και κάπως ακατανόητο, πετώντας έτσι στον κάλαθο των αχρήστων και την εισαγωγή της ταινίας αλλά και την προαναφερθείσα εμπνευσμένη ανατροπή.
Είμαι πραγματικά σίγουρος πως το βιβλίο λέει πολλά παραπάνω οπότε το σημειώνω σίγουρα στα προς αναγνώση...
Όσον αφορά τους ηθοποιούς, δεν χωράνε πολλές κουβέντες καθώς δεν είχαμε δα κάποια ερμηνεία για Όσκαρ.
Αρκετά καλός παρ ‘όλα αυτά ο Tobias Zilliacus στο ρόλο του Joona, προσφέροντας ένα καταπληκτικό πορτραίτο του «διψασμένου» για αποκάλυψη της αλήθειας αστυνομικού.
Στο τέλος κάνει και την ηρωική του πράξη οπότε όλα καλά.
Αντίθετα ο - υποτίθεται κύριος πρωταγωνιστής - Υπνωτιστής Mikael Persbrandt ήταν από κακός μέχρι το πολύ αδιάφορος.
Με παγωμένες εκφράσεις και συναισθήματα βγαλμένα με το τσιγκέλι, προφανώς και φέρει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για το άσχημο τελικό αποτέλεσμα της ταινίας.
Έπρεπε να το πάρει πάνω του αλλά μόνο στις σκηνές που βρίσκεται υπό την επήρεια των υπνωτικών χαπιών ξεχωρίζει.
Η γυναικεία παρουσία θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικότατο κλάδο της υπόθεσης αλλά η γυναίκα του Erik, Lena Olin, ήταν επίσης ρηχή, προβάροντας μόνο πλαστικές και προκάτ εκφράσεις.
Για την Helena af Sandeberg δεν γίνεται καν λόγος (ωραίο κομμάτι αλλά με ασήμαντο ρόλο), όπως και για την Eva Melander, η οποία ενσαρκώνει την αδερφή του Josef, τη Magdalena.
Στη σκηνή στο κρατητήριο κάτι πάει να δείξει, αλλά μέχρι εκεί...
Αντίθετα, ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για την Anna Azcarate, το πρόσωπο – κλειδί της ταινίας.
Δεν έγινε λόγος παραπάνω για το χαρακτήρα που ενσαρκώνει καθώς θα χάλαγε την αγωνία σας, πάντως αποτελεί ένα άτομο που σώθηκε από αυτό το παρ’ ολίγον ναυάγιο.
Ο «Υπνωτιστής» δεν είναι κακή ταινία.
Είναι έργο που δεν σέβεται τον εαυτό του (ακόμα χειρότερο είδος δηλαδή) καθώς ενώ θα μπορούσε να εξελιχτεί σε ένα αγωνιώδες αστυνομικό θρίλερ καταντά - με ελάχιστες εξαιρέσεις - κοινότυπο και επίπεδο.
Στις αίθουσες από 4 Ιουλίου.
Κωνσταντίνος Παναγιώτου.
Hypnotisören (Ο Υπνωτιστής) trailer από FilmBoy-gr