Η υπεράσπιση της πιο αμφιλεγόμενης και παράξενης ταινίας της χρόνιας, μόνο εύκολη υπόθεση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Γεμάτο με θράσος, σοκαριστικές εικόνες και έναν "βάρη" Gosling, το Only God Forgives μισήθηκε όσο λίγες άλλες ταινίες.
Δικαιολογημένα εν μέρει, αν με ρωτάς.
Αδικαιολόγητα πολύ όμως, αν είσαι πρόθυμος να βυθιστείς στον κόσμο του.
Ο Julian (Ryan Gosling, Gangster Squad) είναι ένας Αμερικάνος έμπορος ναρκωτικών που έχει αυτοεξοριστεί στην Bangkok και χρησιμοποιεί ένα προπονητικό κέντρο πυγμαχίας ως "βιτρίνα" για τις βρομοδουλειές του.
Η καθημερινότητα του στοιχειώνεται από το παρελθόν του και από δαίμονες που δεν έχει ξεπεράσει.
Όταν ο αδελφός του (Tom Burke) δολοφονηθεί από τον διεστραμμένο αστυνομικό Chang (Vithaya Pansringarm, The Hangover II), η ήδη επιβαρυμένη ζωή του Julian θα αλλάξει για μια ακόμα φορά.
Η μυστηριώδης μητέρα του (Kristin Scott Thomas, Dans La Maison) θα εμφανιστεί αναζητώντας εκδίκηση για τον θάνατο του πρωτότοκου γιου της και ο Julian θα προσπαθήσει να κερδίσει μια μικρή θέση στην παγερή καρδία της, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του εκτελεστή.
Αυτή βέβαια είναι μονάχα μια από τις πολλές και διαφορετικές εκδοχές που μπορεί κανείς να δώσει στο καθαρά αλληγορικό σενάριο του Only God Forgives.
Με τους μινιμαλιστικούς διάλογους και τις "κενές" ερμηνείες των ηθοποιών του, ο Nicolas Winding Refn εσκεμμένα αφήνει τα πάντα ανοιχτά.
Και ίσως αυτό ακριβώς να είναι το βαθύτερο πρόβλημα του Only God Forgives.
Το συμβολικό του σενάριο, που δεν κατάφερε πότε να αγγίξει την πραγματικότητα.
Η ιστορία του, που δεν επιδίωξε να βρει μια σταθερή βάση για να πατήσει επάνω. Η έλλειψη επαφής μεταξύ κοινού και ηρώων και ακόμα περισσότερο η προβληματική δομή αυτής της δύσκολης ταινίας.
Ναι, η αλήθεια είναι πως ο Refn δεν τα κατάφερε και τόσο καλά αυτή την φορά ως σεναριογράφος.
Η σουρεαλιστική πλοκή του Only God Forgives είναι μόνο το υπόστρωμα για να πατήσει επάνω και να δημιουργήσει αυτή την ατμόσφαιρα στην οποία ειδικεύεται.
Ίσως επειδή απέρριψε την ευκαιρία να κάνει ταινία του Lans Von Trier, ίσως επειδή δεν ταιριάζει αρκετά με τα Χανεκ-ικά πρότυπα κουλτούρας που οι κριτικοί έχουν μάθει να λατρεύουν και να μισούν ταυτόχρονα, ίσως λόγω της θεματολογίας του, ο Refn δεν έχει καταφέρει να καταξιωθεί ακόμα στα μάτια των περισσότερων.
Όμως για μένα, έχει όλες τις προοπτικές για να γίνει ένας από τους Σπουδαίους του κινηματογράφου.
Και μια μικρή λάμψη αυτού που τον κάνει σπουδαίο, μπορούμε να την βρούμε και στο Only God Forgives.
Ο Refn έχει τον τρόπο του να επικοινωνεί με την κάμερα και να δημιουργεί κάποια από τα πιο άρτια πλάνα του σύγχρονου σινεμά.
Ακόμα και στις σκηνές αποκρουστικής βίας που χωρίς κανέναν δισταγμό παρουσιάζει, ο παρεξηγημένος σκηνοθέτης καταφέρνει να εκπλήττει.
Η γοητεία της κινηματογράφησης του Refn δεν περιορίζεται βέβαια μόνο στα ελκυστικά του πλάνα και την σαγηνευτική ατμόσφαιρα που δημιουργεί, αλλά και στις παραξενιές που τον κάνουν να ξεχωρίζει.
Σαν τον συμπατριώτη του, τον Trier, έτσι και αυτός είναι ένας από τους προβοκάτορες του σινεμά.
Προτιμά το ονειρικό και ασύνδετο σενάριο από μια στρωμένη ταινία.
Προτιμά την βία από το σοβαρό υπόβαθρο.
Και πιο σημαντικό από όλα, προτιμά να γυρίσει μια ταινία μόνος του στην Bangkok, παρά να συμμορφωθεί στις υποδείξεις του Hollywood.
Από την άλλη μεριά, εάν με ρωτήσεις ποια είναι όλα αυτά που κάνουν το Only God Forgives μια, τουλάχιστον, αμφιλεγόμενη ταινία, μπορώ να σου απαριθμήσω πάρα πολλά.
Από το πομπώδες ύφος του και την υπερβολή του, μέχρι το κακογραμμένο σενάριο και την pulp αισθητική του, το Only God Forgives είναι καταδικασμένο να φάει το κράξιμο του αιώνα.
Ακόμα πιο παράξενος είναι ο τρόπος που ο Refn εξομοιώνει τους ηθοποιούς του με την κινηματογράφηση του.
Ο τρόπος που τους κάνει ένα με τα σκηνικά και τις κινήσεις της κάμερας του.
Με αλλά λόγια, ο τρόπος που τους χρησιμοποιεί περισσότερο αισθητικά παρά ουσιαστικά.
Όπως εξάλλου συνέβη και με την περίπτωση του Ryan Gosling, που ενώ ο ρόλος του ως Julian θα μπορούσε να έχει εξαιρετικές προοπτικές, τελικά κατατροπώθηκε από το στυλ που υιοθέτησε στο Drive και τους πενιχρούς διαλόγους.
Στην ίδια μοίρα βρέθηκε και η Kristin Scott Thomas που ενώ την περιμέναμε σαν μια από τις πιο ισχυρές προσωπικότητες της ταινίας, περιορίστηκε στο να αναδείξει μονάχα την τραγική σχέση μεταξύ μάνας και γιου, χωρίς ωστόσο να αποσαφηνίσει τίποτα.
Μοναδική εξαίρεση από το καταδικασμένο cast αποτελεί ο Vithaya Pansringarm που ερμηνεύει τον νοσηρό μπάτσο με την αλλοιωμένη οπτική πάνω στην δικαιοσύνη.
Έναν αντιήρωα με τόση δύναμη που είχα καιρό να αντικρίσω σε κινηματογραφικό έργο.
Έναν αντιήρωα στον οποίο, δίχως υπερβολή, θα άξιζε μια ταινία χτισμένη επάνω του.
Αυτό είναι το Only God Forgives.
Ένα έργο που δημιουργήθηκε για να διχάσει.
Στον πυρήνα της μπορεί να κρύβει την μαγεία του Refn, όμως όπως έχει αποδειχθεί μέχρι στιγμής από τις πολλές αρνητικές κριτικές, αυτό δεν είναι αρκετό.
Θέλω να πιστεύω πως με το πέρασμα του χρόνου θα βρει το κοινό της, όπως έκανε και το Bronson, όμως είμαι σίγουρος πως μέχρι να φτάσει εκείνη η ώρα πολλοί θεατές θα απηυδήσουν με αυτό που θα δουν.
Δικαιολογημένα, όπως είπα και στην αρχή.
Στις αίθουσες από 19 Σεπτεμβρίου.
Γιώργος Καραμάνος.
Only God Forgives trailer από Horrorant