Στα πλαίσια του Halloween που έρχεται, είναι ευκαιρία να αναφερθούμε σε ταινίες του παλιού κινηματογράφου που δεν είναι και τόσο διαδεδομένες.
Έχουν υπάρξει περιορισμένες προβολές στην μικρή οθόνη, με αποτέλεσμα η νεότερη γενιά να αγνοεί εντελώς την ύπαρξή τους.
Παρακάτω παρουσιάζονται τα θρίλερ του ελληνικού κινηματογράφου ή τουλάχιστον ταινίες που είναι όσο το δυνατό περισσότερο κοντά σε αυτό το είδος.
Και με αυτό εννοώ ότι οι παρακάτω ταινίες έχουν στιγμές που θυμίζουν κάτι από το συγκεκριμένο είδος ή ενδεχομένως ορισμένα στοιχεία.
Για να προλάβω ορισμένες αντιδράσεις, σαφώς και δεν μιλάμε ουσιαστικά για θρίλερ για τις περισσότερες από αυτές, αλλά αναφερόμαστε σε ταινίες με κάπως πιο σκοτεινή διάθεση και ατμόσφαιρα.
Την συγκεκριμένη λίστα απαρτίζουν αστυνομικές ταινίες, film noir, δραματικές, ακόμα και κάποιες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν περισσότερο και ως αισθηματικές.
Και πάλι όμως διαθέτουν στοιχεία που τους επιτρέπουν να ενταχθούν στην παρούσα δωδεκάδα.
Με ελαφρώς διαφορετικό χειρισμό, θα μπορούσαν ενδεχομένως να αποτελέσουν έως και ταινίες τρόμου.
Όπως και να χει, αυτό που αποφέρουν ως αποτέλεσμα είναι σαφέστατα διαφορετικό από την εικόνα του παλιού ελληνικού σινεμά, με την οποία είμαστε περισσότερο εξοικειωμένοι.
Ακολουθούν 12 θρίλερ, με την ευρύτερη έννοια του όρου βέβαια, εκείνης της περιόδου.
Έγκλημα στο Κολωνάκι (1959)
Οι μυστηριώδεις ιστορίες βγαλμένες από τα αστυνομικά μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή αποτέλεσαν το καλύτερο υλικό για την δημιουργία των ελληνικών film noir.
Χρονικά πρώτο κατά σειρά έρχεται το Έγκλημα στο Κολωνάκι.
Η ιστορία παρουσιάζει έναν διάσημο ζωγράφο, τον Νάσο Καρνέζη (Μιχάλης Νικολινάκος) που βρίσκεται δολοφονημένος στο διαμέρισμά του.
Ο ίδιος διατηρούσε παράνομο δεσμό με την αισθησιακή Ζανέτ (Μάρω Κοντού) και για αυτό οι υποψίες στρέφονται αυτόματα στον σύζυγο εκείνης.
Ο Κώστας Φλωράς (Χρήστος Τσαγγανέας) είχε οπωσδήποτε κάθε κίνητρο να διαπράξει τον φόνο στην περίπτωση που μάθαινε την εξωσυζυγική ερωτική σχέση της νεαρής συζύγου του με τον παλιό στενό του φίλο.
Τα στοιχεία οδηγούν στην ενοχή του, αφού αποδεικνύεται ότι εκείνος τον επισκέφτηκε λίγο πριν το μακάβριο έγκλημα.
Συλλαμβάνεται λοιπόν και οδηγείται στην φυλακή.
Ο γιος του Φλωρά, ο Δημήτρης (Ανδρέας Μπάρκουλης) επιστρέφει από το εξωτερικό και θέλει να αποδείξει την αθωότητα του πατέρα του, προσπαθώντας να ανακαλύψει τον πραγματικό ένοχο.
Στο πλευρό φυσικά θα έχει τον αστυνόμο Μπέκα (Γιάννης Μπέρτος) και μαζί θα προσπαθήσουν να εξιχνιάσουν την υπόθεση.
Μοναδικός τρόπος για να καταφέρουν είναι το να εντοπίσουν τους εχθρούς του Καρνέζη που θα ήθελαν να τον σκοτώσουν.
Και η λίστα είναι μεγάλη, από τον Τζώνυ Παυλίδη (Στέφανος Στατηγός) που είναι ο νεαρότερος εραστής της Ζανέτ, μέχρι την μυστικοπαθή γαλλίδα οικονόμο, Μαντάμ Ζουλιέτ (Ελένη Χατζηαργύρη).
Υποψίες στρέφονται και στην νεαρή Μυρτώ Καψή (Γκέλυ Μαυροπούλου), αφού ο πλοίαρχος πατέρας της, πέθανε στην Κατοχή εξαιτίας του Καρνέζη, όποτε έχει κάθε λόγο να έχει εκδικητικά συναισθήματα για τον μακαρίτη.
Ο Δημήτρης και η Μυρτώ αναπτύσσουν πολύ γρήγορα κάτι παραπάνω από απλά φιλικά συναισθήματα και όταν εκείνος καταλαβαίνει ότι η κοπέλα δεν εμπλέκεται με κανέναν τρόπο με τον φόνο, τότε μαζί θα φτάσουν μέχρι και το τέλος του μυστηρίου.
Στην ιστορία υπάρχει ένα πέπλο μυστηρίου που παρουσιάζεται επιτυχώς από την ευρηματική σκηνοθεσία του Τζανή Αλιφέρη και την ατμοσφαιρική ασπρόμαυρη φωτογραφία των Αριστείδη Καρύδη-Φουκς και Γιάννη Χατζόπουλου.
Η μουσική επένδυση του Κώστα Καπνίση λειτουργεί ιδανικά για το φιλμ.
Οι ερμηνείες είναι όλες πολύ καλές, αλλά δύο γυναίκες ξεχωρίζουν.
Η Μάρω Κοντού λάμπει πραγματικά στο ρόλο της κυνικής και αισθησιακής γυναίκας.
Η ηθοποιός με το εντυπωσιακό παρουσιαστικό συμβάλει κατά κύριο λόγο στον ερωτισμό που αποπνέει η ταινία.
Έχει τον ρόλο της femme fatale που κινεί τα νήματα, εκμεταλλεύεται τον πλούσιο και ώριμο σύζυγό της και παράλληλα συνάπτει ανενόχλητη σχέσεις με διαφορετικούς εραστές.
Η δεύτερη γυναικεία φιγούρα που ξεχωρίζει δεν είναι άλλη από την επιβλητική μορφή της Ελένη Χατζηαργύρη.
Η αυστηρότητα του χαρακτήρα, οι υπέροχες εκφράσεις του προσώπου της και το ερμηνευτικό βάθος που δίνει, καθιστούν την Χατζηαργύρη ως ένα από τα καλύτερα στοιχεία του φιλμ.
Έστω και αν έχει μικρό ρόλο, η παρουσία της είναι πολύ σημαντική για την ταινία.
Έγκλημα στα Παρασκήνια (1960)
Ο Ντίνος Κατσουρίδης έχοντας αναλάβει την φωτογραφία για μια πληθώρα ταινιών στο παρελθόν, συνεχίζει τα σκηνοθετικά του βήματα με μεγάλη επιτυχία.
Αναλαμβάνει αποκλειστικά την σκηνοθεσία αυτού του δεύτερου φιλμ νουάρ του κινηματογράφου που βασίζεται και αυτό σε ομότιτλη αστυνομική ιστορία του Γιάννη Μαρή, σε σενάριο επίσης δικό του.
Η δράση αυτή τη φορά μετατοπίζεται στα παρασκήνια μιας θεατρικής παράστασης, όπου και διαδραματίζονται σημαντικά στοιχεία της πλοκής.
Το πτώμα της πρωταγωνίστριας βρίσκεται στο καμαρίνι από τους υπόλοιπους συντελεστές του έργου.
Η άτυχη ηθοποιός βρέθηκε μαχαιρωμένη και όπως αποδεικνύεται πολλοί από τους συναδέλφους της είχαν λόγους για να την σκοτώσουν, αφού η ίδια με τους βεντετισμούς της δεν είχε και τον πιο ευχάριστο χαρακτήρα.
Η Ρόζα Δελλή (Αλίκη Γεωργάκη) λαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε κάθε παράσταση που ανεβαίνει τα τελευταία χρόνια στο θέατρο Διάνα.
Η ερωτική σχέση της με τον θιασάρχη Παύλο Στεφάνου (Χρήστος Τσαγγανέας) της εξασφάλιζε πάντα τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αν και λόγω των υποκριτικών της ικανοτήτων δεν το άξιζε.
Το πολυτάραχο ερωτικό παρελθόν της ηθοποιό ήταν γνωστό, έχοντας ένα διαζύγιο και έναν μυστηριωδώς εξαφανισμένο πρώην σύζυγο.
Κύριοι ύποπτοι για την δολοφονία αποτελούν ο νεαρός πρωταγωνιστής Χάρης Αποστολίδης (Θανάσης Μυλωνάς) που είχε διαπληκτιστεί μαζί της την βραδιά νωρίτερα του φόνου, επίσης η ηθοποιός Έλενα Παυλίδη (Μάρω Κοντού) που ανέκαθεν δεν διατηρούσε και τα καλύτερα συναισθήματα για την νεκρή πλέον συνάδελφό της, αλλά και ένας άγνωστος άντρας που φαίνεται ότι την επισκέφτηκε το επίμαχο βράδυ.
Ο αστυνόμος Μπέκας (Τίτος Βανδής) σε συνεργασία με τον πρόθυμο δημοσιογράφο Γιώργο Μακρή (Αλέκος Αλεξανδράκης) θα ερευνήσουν την υπόθεση και θα βρεθούν εν τέλει στην λύση του μυστηρίου.
Από ότι φαίνεται όμως, αρκετοί είναι αυτοί που θέλουν να αποκρύψουν την αλήθεια, ανάμεσα τους και η εμβληματική μορφή της Ζωρζ Σαρρή στο ρόλο της ηθοποιού Θάλειας Χαλκιά.
Ο Τίτος Βανδής δένει άψογα με το προφίλ του αστυνόμου Μπέκα.
Ο Αλεξανδράκης ταιριάζει απόλυτα στο συγκεκριμένο είδος στον ρόλο του ερευνητή δημοσιογράφου.
Η Μάρω Κοντού είναι και πάλι εκθαμβωτική, με την έντονη θηλυκότητά της να ξεχειλίζει, έστω και σε μικρότερο ρόλο εδώ, αλλά την παράσταση κλέβει η εσωτερική ερμηνεία της Ζωρζ Σαρρή.
Είναι πραγματικά εκφραστικότατη και διαθέτει ένα μοναδικό εκτόπισμα στις σκηνές που εμφανίζεται.
Σε μικρό ρόλο εμφανίζεται και η αγαπημένη Σαπφώ Νοταρά.
Διευθυντής φωτογραφίας είναι και πάλι ο Αριστείδης Καρύδης-Φουκς, ενώ στην μουσική σύνθεση αυτή την φορά συναντάμε τον Μίμη Πλέσσα.
Το Έγκλημα στα Παρασκήνια συγκέντρωσε 2 βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1960.
Βραβείο φωτογραφίας και β΄ γυναικείας ερμηνείας για την εκπληκτική Ζωρζ Σαρρή.
Η ταινία προβλήθηκε επίσης και στο Φεστιβάλ των Καννών εκείνης της χρονιάς.
Χωρίς Ταυτότητα (1963)
Άλλο ένα μυθιστόρημα του Γιάννη Μαρή που μεταφέρθηκε στην μεγάλη οθόνη.
Ο Γιάννης Δαλιανίδης στήνει τους ηθοποιούς του κατάλληλα για την πλοκή της ιστορίας.
Αρχικά συναντάμε τον Γιάννη Ντοναβέντη (Αλέκος Αλεξανδράκης) ο οποίος έχει μεγάλα οικονομικά προβλήματα και στο παρελθόν έχει ασχοληθεί με «βρωμοδουλιές» όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά αναφέρει.
Νταλαβερίζεται με την όμορφη και ξεπεταγμένη Τζένη (Κατερίνα Χέλμη) και δεν δείχνει να προσμένει μια καλύτερη μοίρα.
Όταν ένας περίεργος τύπος (Κώστας Ρηγόπουλος) του προτείνει να συμμετάσχει σε ένα κόλπο με μεγάλο χρηματικό όφελος, πολύ απλά δεν μπορεί να αρνηθεί.
Καλείται να υποδυθεί τον χαμένο γιο μιας πλούσιας οικογένειας, ονόματι Γιώργο Μαυρολέων, που είχε χαθεί στο πόλεμο με τους Γερμανούς, όταν ήταν μωρό.
Η οικογένεια Μαυρολέοντος θα τον υποδεχθεί με ιδιαίτερα χαρά.
Η μητέρα (Βάσω Μεταξά) και η αδελφή του, Λιάνα (Ζωή Λάσκαρη) δεν είναι οι μόνες που χαίρονται με την επιστροφή.
Η ξαδέλφη της Λιάνας, η Ζανέτ (Μαίρη Χρονοπούλου) όπως αποδεικνύεται είναι αυτή που οργάνωσε την όλη κομπίνα.
Πρόκειται για μια μοχθηρή γυναίκα που θα προσπαθήσει να σκοτώσει την Λιάνα, έτσι ώστε να κάνει δική της την περιουσία της οικογένειας.
Κρίση συνείδησης όμως πιάνει τον Γιάννη-Γιώργο, καθώς αναπτύσσει παράλληλα συναισθήματα αγάπης για την Λιάνα.
Η ταινία ξεκινάει με πολύ καλές προδιαγραφές, καθώς στα πρώτα λεπτά δημιουργείται μια κάπως αγωνιώδης ατμόσφαιρα και λίγο αργότερα ξετυλίγεται η βασική ιδέα.
Υπάρχει παράλληλα η αντίστοιχη μουσική επένδυση του Κώστα Καπνίση που δένει απόλυτα με το ύφος της ταινίας.
Στην συνέχεια η ταινία αποκτά περισσότερο δραματικό χαρακτήρα και καταλήγει ως μελόδραμα.
Το φινάλε θα έλεγα ότι είναι λίγο αποκαρδιωτικό, με την έννοια ότι όλοι οι χαρακτήρες είναι ευχαριστημένοι και έχουμε ένα απόλυτο happy end.
Προσωπικά περίμενα τους ήρωες να έχουν τεταμένες σχέσεις μετά την αποκάλυψη της αλήθειας που ενδεχομένως να οδηγούσε κάποιους από αυτούς και στον θάνατο.
Οι ερμηνείες όλες είναι πολύ καλές αν και ακροβατούν ορισμένες στιγμές στο δακρύβρεχτο του πράγματος με την κακή έννοια, αλλά σώζονται χάρη στην εμπειρία και το μεγάλο ταλέντο των ηθοποιών.
Ο Αλεξανδράκης όπως πάντα αποτελεί εγγύηση.
Η Ζωή Λάσκαρη είναι ικανοποιητική στο ρόλο της αφελούς νεαρής κοπέλας και η παρουσία του Άγγελου Μαυρόπουλου στο ρόλο του πλούσιου επιχειρηματία είναι απόλυτα επιτυχημένη.
Συμπαθέστατη η Κατερίνα Χέλμη λόγω της ευαισθησίας του χαρακτήρα που υποδύεται, έστω και σε μικρό ρόλο.
Η Βάσω Μεταξά στο ρόλο της μάνας μπορεί να μην συγκινεί, αλλά διαθέτει κάτι το απροσδιόριστα καλό πάνω της, που σε μαγνητίζει.
Στην ιδιαίτερα μικρή κινηματογραφική της καριέρα (έχει συμμετάσχει μόνο σε τρεις ταινίες) πιστεύω δεν έδωσε αυτά που θα μπορούσε.
Αν και ιδιαιτέρως καλοσυνάτη και γλυκομίλητη (λογικά πρέπει να ήταν έτσι ως άνθρωπος και στην πραγματικότητα), έχει ένα ξεχωριστό παρουσιαστικό.
Στις στιγμές που είναι παγερή και δεν χαμογελάει, βγάζει μια αυστηρότητα που σε συνδυασμό με αυτήν την μοναδική αύρα, δημιουργεί την εντύπωση ότι σε ρόλο κακιάς θα έκανε θαύματα.
Αυτό που αξίζει περισσότερο από όλα στην ταινία είναι η πάντα υπέροχη Μαίρη Χρονοπούλου σε έναν ρόλο που δεν την έχουμε συνηθίσει.
Ως ραδιούργα και συμφεροντολόγα γυναίκα που δεν γνωρίζει κανένα όριο προκειμένου να πετύχει αυτό που θέλει, συγκεντρώνει όλα τα φώτα πάνω της.
Φαινομενικά καλοσυνάτη, κρύβει μεγάλη κακία μέσα της και αποσκοπεί αποκλειστικά στο κέρδος.
Αν τα είχε καταφέρει να κάνει και κάνα φόνο, τότε θα είχε πάρει αυτόματα πολλά bonus.
Ίλιγγος (1963)
Ή αλλιώς το δικός μας Vertigo.
Αστειεύομαι βέβαια, καθώς πέραν του τίτλου, δεν υπάρχει τίποτα άλλο κοινό μεταξύ των δύο ταινιών.
Ο Γιάννης Δαλιανίδης και πάλι στην σκηνοθεσία, όπου ενώνει για δεύτερη φορά τον Αλεξανδράκη και την Λάσκαρη, οι οποίοι ομολογουμένως έχουν χημεία μεταξύ τους.
Εδώ έχουμε ένα ιδιότυπο ερωτικό τρίγωνο, με την Βούλα Ζουμπουλάκη να προστίθεται ανάμεσά τους.
Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία που δεν έχει καθόλου καλή κατάληξη.
Η ιστορία ξενικά με την Έλλη Καπράλου (Ζωή Λάσκαρη) να βρίσκεται κρατούμενη σε γυναικείες φυλακές και να αρνείται να δει την μητέρα της, Καίτη (Βούλα Ζουμπουλάκη).
Οι θεατές ενημερώνονται για τα γεγονότα που έχουν προηγηθεί όταν η διευθύντρια του σωφρονιστικού ιδρύματος διαβάζει το ημερολόγια της φυλακισμένης κοπέλας.
Η Έλλη είναι χαρούμενη που η μητέρα της παίρνει επιτέλους διαζύγιο, γιατί αυτό σημαίνει ότι θα μπορεί να την βλέπει ευτυχισμένη, χωρίς πια ενδοιασμούς, δίπλα στον αγαπημένο της, Νίκο (Αλέκος Αλεξανδράκης).
Η ίδια γοητεύεται από τον πατριό της, ο οποίος έχει μικρή διαφορά ηλικίας μαζί της, αλλά αρνείται επανειλημμένως τις σεξουαλικές του προτάσεις.
Προσπαθώντας να ξεφύγει από αυτόν, θα δημιουργήσει σχέση με έναν χαρτοπαίκτη, τον Γιώργο (Λευτέρης Βουρνάς), ο οποίος βρίσκεται στην παρανομία και συντηρείται από μια πόρνη, την Νίτσα (Κατερίνα Χέλμη).
Το γεγονός ότι ο Γιώργος θα εγκαταλείψει την Έλλη λειτουργεί τελικά θετικά για εκείνη, αφού στην ζωή της επιστρέφει ο Κώστας (Φαίδων Γεωργίτσης), ο οποίος είναι ένα πραγματικά καλό παιδί που σπούδαζε γιατρός στην Γερμανία και που ανέκαθεν ήταν ερωτευμένος μαζί της.
Η ίδια όμως δεν θα μπορέσει να συνεχίσει μαζί του, αφού σε απόπειρα βιασμού που δέχεται από τον πατριό της, αναγκάζεται να τον σκοτώσει, προκειμένου να γλυτώσει.
Η μητέρα της που είχε αντιληφθεί το ερωτικό ενδιαφέρον που είχε ο νέος της σύντροφος για την κόρη της, θα μπορούσε να είχε αποτρέψει αυτή την εξέλιξη, αλλά επειδή φοβόταν ότι θα τον έχανε, προτίμησε να παραμείνει στην σιωπή καθόλη την διάρκεια μέχρι την τραγική κατάληξη της ιστορίας.
Το σενάριο είναι με την υπογραφή του Δαλιανίδη, η μουσική προέρχεται από τον Μίμη Πλέσσα, ενώ η φωτογραφία ανήκει στον Νίκο Δημόπουλο.
Υπάρχει μια υποβόσκουσα ατμόσφαιρα που θυμίζει θρίλερ ανά στιγμές, όπως στην εξωτερική σκηνή του πικ νικ, με την τριμελής οικογένεια και τα ένοχα βλέμματα που πλανώνται στον αέρα.
Ο Αλεξανδράκης βρίσκεται σε ρόλο που γίνεται αυτόματα αντιπαθής και είναι απόλυτα πιστευτός στον ρόλο, καθώς και όλοι οι υπόλοιποι δίνουν αξιοπρεπείς ερμηνείες.
Η έρημη Ζωή Λάσκαρη τραβάει τα πάνδεινα, όχι μόνο από αυτόν, αλλά από πολλούς και καταλήγει πίσω από τα σίδερα.
Έγκλημα στην Ομόνοια (1962)
Άλλο ένα έγκλημα, αυτή την φορά στο κέντρο της Αθήνας και σε ανοιχτό δημόσιο χώρο.
Η ταινία όταν προβλήθηκε δεν είχε την εισπρακτική επιτυχία που είχαν οι προηγούμενες παρεμφερείς ταινίες και ίσως αποτελεί την πιο ξεχασμένη του είδους.
Οπωσδήποτε όμως αξίζει μια θέση εδώ, καθώς εκτός από το αστυνομικό της ύφος, διαθέτει στοιχεία που θυμίζουν θρίλερ.
Πιο εύκολα θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως ένα B-movie της εποχής, αν θα μπορούσε να μας επιτραπεί ο όρος.
Παρά τα ηχηρά πρωταγωνιστικά ονόματα των Ανδρέα Μπάρκουλη και Γκέλυς Μαυροπούλου, το φιλμ και τότε ακόμα, μάλλον πέρασε απαρατήρητο.
Σε σενάριο και σκηνοθεσία του Χρήστου Λαθουρόπουλου, το Έγκλημα στην Ομόνοια δεν κινήθηκε στο ίδιο επίπεδο με τα άλλα εγκλήματα που είδε ο κινηματογράφος λίγα χρόνια πριν (Έγκλημα στο Κολωνάκι, Έγκλημα στα Παρασκήνια).
Η υπόθεση έχει ως εξής.
Ένας άντρας βρίσκεται νεκρός στον υπόγειο σταθμό της Ομόνοιας και η αστυνομία διερευνά το έγκλημα.
Το όνομα αυτού είναι Αντώνης Λάζος, ένας άνδρας που δείχνει να έχει ένα περίεργο παρελθόν.
Ο δημοσιογράφος που καλύπτει το ρεπορτάζ (Ανδρέας Μπάρκουλης) θα πάρει το ρόλο της αστυνομίας και θα προσπαθήσει να εξιχνιάσει την δολοφονία του άγνωστου άνδρα.
Στο δρόμο του συναντά μια όμορφη κοπέλα (Γκέλυ Μαυροπούλου), η οποία δείχνει να ξέρει πολλά και για αυτό στην αρχή την υποπτεύεται.
Γρήγορα όμως θα αποκτήσουν κοινή πορεία, αφού οι αμφιβολίες του πρώτου σχετικά για συμμετοχή της κοπέλας στην δολοφονία, θα εξαλειφθούν γρήγορα.
Θα αντιμετωπίσουν τότε σημαντικά προβλήματα, αφού όπως αποδεικνύεται ο μακαρίτης συνεργαζόταν με μια μεγάλη σπείρα αρχαιοκαπήλων, τα μέλη της οποίας τον οδήγησαν στον θάνατο.
Η ζωή και των δύο βρίσκεται σε κίνδυνο, καθώς οι εν λόγω άνθρωποι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι.
Ένας αστυνομικός που δήθεν ενδιαφέρεται να αγοράσει αρχαία αντικείμενα, οδηγεί στην πλήρη εξάρθρωση της σπείρας και στη διαλεύκανση του εγκλήματος.
Έξυπνη η κινηματογράφηση του Λαθουρόπουλου σε ορισμένες σκηνές, ειδικά στην αρχή, στα πρώτα πλάνα μέσα στον ηλεκτρικό σταθμό, που δημιουργούν μια κάποια αγωνιώδη ατμόσφαιρα.
Μεγάλο πλεονέκτημα και η παρουσία του Μπάρκουλη στην ταινία.
Η παραγωγή όμως δεν είναι ιδιαίτερα καλή και αυτό αποτελεί ένα ισχυρό μειονέκτημα.
Εταιρεία παραγωγής ήταν η Λάφης Φιλμ που κατάφερε να ολοκληρώσει μόλις δύο συνολικά ταινίες (συμπεριλαμβανομένης αυτής), οι οποίες δεν είχαν καλή τύχη στα ταμεία.
Αμφιβολίες (1964)
Μια από τις πολύ καλές αστυνομικές ταινίες με έντονα στοιχεία θρίλερ.
Ένας άπιστος σύζυγος προσπαθεί να τρελάνει την σύζυγό του, έτσι ώστε να οικειοποιηθεί την μεγάλη περιουσία της.
Ο Αντώνης Κορωνέλος (Πάρις Αλεξάντερ) κάνει προσεκτικά μεθοδευμένες κινήσεις που οδηγούν σταδιακά στην ψυχολογική εξουθένωση της συζύγου του, Λένας Κορωνέλου (Βιβέτα Τσιούνη).
Τα νεύρα της γυναίκας κλονίζονται έπειτα από περιστατικά που λαμβάνουν χώρα την νύχτα και που όλα είναι καθοδηγούμενα από τον άπληστο άντρα της.
Στόχος του είναι να την κάνει να πιστέψει ότι η ίδια είναι ψυχασθενής, έτσι ώστε να πάρει ανενόχλητος ολόκληρο το χρηματικό κεφάλαιο που ανήκει σε αυτήν και να αποχωρήσει στο εξωτερικό.
Αποκορύφωμα αυτών των πράξεων που δημιουργεί είναι η σκηνοθεσία της δολοφονίας του.
Σύμμαχοι στην προσπάθειά του είναι η Ζανέτ (Καίτη Παπανίκα), η οποία είναι παιδική φίλη της Λένας και ερωμένη του Αντώνη, ο σοφέρ του ζευγαριού, ο Σωτήρης (Βύρων Πάλλης) που στην πραγματικότητα είναι αδελφός του Αντώνη, καθώς και η νεαρή φιλενάδα του Σωτήρη, στο ρόλο της οποίας εμφανίζεται η Ελένη Ανουσάκη.
Η Λένα όντας σε σύγχυση στρέφεται σε έναν παλιό της φίλο και επιτυχημένο δημοσιογράφο, τον Γιάννη Σιγανό (Νίκος Κούρκουλος) για βοήθεια.
Ο Γιάννης που είναι ακόμα ερωτευμένος με την όμορφη Λένα, συνεργάζεται με τον αστυνόμο Μπέκα (Λιάκος Χριστογιαννόπολος) και αποκαλύπτουν την σκευωρία που έχει σταθεί περίτεχνα πίσω από την νεαρή κοπέλα.
Τα περίεργα φαινόμενα εξηγούνται και οι εμπλεκόμενοι λαμβάνουν την τιμωρία που τους αξίζει.
Όλοι θα είχαν χρηματικό όφελος από το αποτέλεσμα, εκτός από την Ζανέτ, η οποία είχε και προσωπικά κίνητρα που την ώθησαν να συμμετέχει.
Ένιωθε πάντα παραγκωνισμένη από την λάμψη της φίλης της, καθώς ζούσε στην σκιά της και για αυτό την ζήλευε ενδόμυχα για όλα όσα είχε η Λένα σε υπερθετικό βαθμό, ενώ εκείνη τα είχε στερηθεί.
Ο ρυθμός της ταινίας κυλά σωστά προγραμματισμένα, με τον Γρηγόρη Γρηγορίου στην σκηνοθεσία να δίνει μια οπτική που τις περισσότερες φορές παραπέμπει σε θρίλερ και λιγότερο σε αστυνομικό φιλμ.
Η φωτογραφία των Γρηγόρη Δανάλη και Γιάννη Πουλή, συντελεί σε αυτό και οι τοποθεσίες των γυρισμάτων είναι άριστα επιλεγμένες, δίνοντας την αίσθηση απομόνωσης εκεί που πρέπει.
Ο σκηνογράφος Νίκος Νικολαΐδης κάνει πολύ καλή δουλειά.
Η μουσική ανήκει στον έμπειρο Κώστα Κλάββα.
Αξιοπρόσεκτες όλες οι ερμηνείες των ηθοποιών, με τον Κούρκουλο να ξεχωρίζει.
Το φιλμ είναι βασισμένο στο μυθιστόρημα του Γιάννη Μαρή με τίτλο «Το κόκκινο βάζο».
Ο ίδιος ο συγγραφέας είχε δηλώσει ότι πρόκειται για μια ωραία ταινία, αλλά με την προσθήκη όλων αυτών των καινούριων χαρακτήρων και την αλλαγή ορισμένων γεγονότων της πλοκής, στο τέλος δεν αναγνώριζε την υπόθεση του βιβλίου του.
Αύριο το 2ο Μέρος ...
Νάσος Κυριακίδης.