Το πρώτο sequel στην ιστορία του ελληνικού σινεμά.
Η μεγάλη επιτυχία της πρώτης ταινίας οδήγησε σε αυτό το δεύτερο μέρος, στο οποίο επέστρεψαν όλοι οι προηγούμενοι συντελεστές.
Η πρώτη ταινία, Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο (1955) είναι πιο γνωστή, αλλά πιστεύω ότι η δεύτερη είναι ακόμα καλύτερη και αυτό οφείλεται κατά πολύ στην υπόθεση που είναι περισσότερο δραματική, δίνοντας την ευκαιρία στους πρωταγωνιστές να πραγματοποιήσουν σπουδαίες ερμηνείες.
Η ταινία ξεκινάει με μια σκηνή στο καφενείο όπου εμφανίζονται οι δύο φίλοι λατερνατζήδες και γίνεται μια σύντομη εισαγωγή για τα όσα είχαν διαδραματιστεί στην πρώτη ταινία μέσα από την συνομιλία του Αθηνόδωρου Προύσαλη με έναν θαμώνα του μαγαζιού.
Στην ιστορία της πρώτης ταινίας που είχε προηγηθεί, είχαμε πρωτογνωρίσει τους δύο καλόκαρδους λατερνατζήδες, τον Πετράκη (Μίμη Φωτόπουλο) και τον Παυλάρα (Βασίλη Αυλωνίτη) που τους ενώνει μια δυνατή φιλία.
Βλέποντας το επάγγελμά τους να μην έχει την ανταπόκριση που είχε κάποτε στην Αθήνα, κατευθύνονται προσωρινά προς την επαρχία, μόλις πληροφορούνται σχετικά για ένα μεγάλο πανηγύρι που γίνεται σε κάποιο χωριό.
Στην διαδρομή τους συναντούν μια κοπέλα, την Καίτη (Τζένη Καρέζη), η οποία είχε προσπαθήσει να αυτοκτονήσει βρισκόμενη σε αδιέξοδο.
Ο πατέρας της ήθελε να την παντρέψει με έναν πλούσιο μεσήλικα, ενώ εκείνη αγαπούσε έναν φτωχό υπάλληλο, τον Δημήτρη (Αλέκος Αλεξανδράκης).
Αφού λοιπόν το'χει σκάσει από το σπίτι της, βρίσκεται στο δρόμο των δύο πλανόδιων καλλιτεχνών, οι οποίοι θα θελήσουν να την βοηθήσουν.
Ο εφοπλιστής πατέρας (Χρήστος Τσαγανέας) προσφέρει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό ως αμοιβή σε όποιον βρει και επιστρέψει την κόρη του.
Οι δύο ευαίσθητοι άνδρες αδιαφορούν για τα χρήματα και προσπαθούν ξανασμίξουν το ερωτευμένο ζευγάρι, αποφεύγοντας μάλιστα μέχρι και αστυνομικούς που αναζητούν την νεαρή κοπέλα.
Η ίδια σταδιακά δένεται με τους δύο μουσικούς και τελικά με την πολύτιμη βοήθειά τους, συμφιλιώνεται με τον πατέρα της και παντρεύεται τον άντρα που αγαπά.
Η πρώτη συνάντηση του ζευγαριού μετά τα γεγονότα γίνεται φυσικά υπό τον ήχο της λατέρνας.
Για αυτό και στην επόμενη ταινία υπάρχει η φωτογραφία της Καίτης και του Δημήτρη που κοσμεί την λατέρνα.
Ο πατέρας της Καίτης πάντως προσφέρει την αμοιβή στους δύο άνδρες για την βοήθειά τους.
Στην δεύτερη ταινία, το σενάριο αποκτά ένα πιο δραματικό υπόβαθρο, αφού ο μαέστρος Παυλάρας αρρωσταίνει σοβαρά.
Οι δύο φίλοι βρισκόμενοι σε απελπιστικά άθλια οικονομική κατάσταση, αφού η χρηματική αμοιβή που είχαν λάβει έχει προ καιρού εξαντληθεί, στρέφονται στην παλιά τους φίλη, Καίτη.
Αρχικά με δισταγμό, καθώς ντρέπονται που θα της ζητήσουν χρήματα, προσπαθούν να την εντοπίσουν, αλλά η αναζήτησή τους αποβαίνει άκαρπη, καθώς δεν κατορθώνουν να επικοινωνήσουν μαζί της.
Τότε ο Πετράκης μαζί με έναν φίλος τους, τον Θόδωρο (Νίκος Φέρμας) παίρνει την μεγάλη απόφαση να πουλήσει την λατέρνα για να συγκεντρώσει τα απαραίτητα χρήματα για να βοηθήσει τον ασθενή φίλο του.
Η όλη διαδικασία γίνεται κρυφά από τον Παυλάρα και εκείνος συνδεόμενος ψυχικά, έως μεταφυσικά με αυτό το αγαπημένο του μουσικό όργανο, προαισθάνεται αυτό που θα ακολουθήσει.
Βλέπει στο όνειρό του ότι η λατέρνα πεθαίνει με πολυάριθμες τσιγγάνες να την μοιρολογούν.
Όταν μαθαίνει ότι πουλήθηκε, αναφέρει χαρακτηριστικά στον Πετράκη, ότι για να του σώσουν το σώμα, του σκότωσαν την ψυχή.
Αναγκαστικά λοιπόν η λατέρνα αντικαταστάθηκε προσωρινά από ένα παλαιότερο μουσικό όργανο την ρομβία που την βρίσκουν σε τιμή ευκαιρίας, αλλά έχει εντελώς διαφορετική αίσθηση και άλλο ήχο.
Υπήρχε πάντα η προοπτική κάποια στιγμή να συγκεντρώσουν τα χρήματα για να αγοράσουν και πάλι την λατρεμένη τους λατέρνα.
Στο μεσοδιάστημα μαθαίνουμε ότι η Καίτη έχει χωρίσει με τον Δημήτρη και ότι πλέον έχει μια κόρη, την οποία μεγαλώνει μόνη της, καθώς ο πρώην σύζυγος αγνοεί για την ύπαρξή της.
Τυχαία σε μια βόλτα με μια φίλη της, ανακαλύπτει την λατέρνα στο παλαιοπωλείο που είχε πουληθεί.
Ξαφνιάζεται την στιγμή που βλέπει την λατέρνα και ρωτάει τον καταστηματάρχη (Λαυρέντη Διανέλλο) για το που την βρήκε και μαθαίνει ότι ένας από τους δύο λατερνατζήδες μάλλον πέθανε ή πεθαίνει.
Καταρρακωμένη από την είδηση, αγοράζει αυτό το μουσικό όργανο που σηματοδοτεί για εκείνη τόσα πολλά.
Τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι για κλάσματα δευτερολέπτου δεν συναντά τους δύο λατερνατζήδες, οι οποίοι συμπτωματικά περνούν από την περιοχή κοντά στο μαγαζί, παίζοντας την ρομβία.
Από τις ελάχιστες περιπτώσεις που είδαμε τον Λαυρέντη Διανέλλο σε ρόλο δύστροπου ανθρώπου (παρόμοιο ρόλο είχε και στο Η Λίζα και η άλλη -1961).
Η Καίτη προσπαθεί να εντοπίσει τους δύο παλιούς της φίλους ανεπιτυχώς, μέχρι την στιγμή που συναντά απροσδόκητα τις τσιγγάνες της πρώτης ταινίας και την οδηγούν εν τέλει στην κατοικία των δύο μουσικών.
Σε μια συγκινητική σκηνή, η ίδια επιστρέφει την λατέρνα στους κατόχους της, με τους οποίους χαίρεται που συναντιέται μετά από καιρό.
Ο Πετράκης και ο Παυλάρας που πλέον έχει αναρρώσει πλήρως, αναλαμβάνουν να ξαναενώσουν την οικογένεια και να φέρουν για ακόμη μια φορά την ευτυχία στην ζωή της Καίτης.
Πληροφορούν τον Δημήτρη για την ύπαρξη της κόρης του και τον οδηγούν στις δυο γυναίκες της ζωής του.
Αν και έχει «σπάσει το γυαλί», ο Παυλάρας αναφερόμενος στην μικρή, λέει χαρακτηριστικά ότι με τέτοια σιδηρόκολλα δεν θα φαίνεται ούτε το ράγισμα.
Στο τέλος αφήνεται να εννοηθεί η δέσμευση της Καίτης ότι δεν πρόκειται να αφήσει τους δύο λατερνατζήδες φίλους της και πάλι μόνους τους για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Ο Αλέκος Σακελάριος δίνει άλλο ένα μοναδικό σενάριο και εξελίσσει τους χαρακτήρες της πρώτης ταινίας του.
Η έλευση του πρώτου φιλμ έγινε την περίοδο όπου φαινόταν ότι μια καινούρια εποχή στον κινηματογράφο είχε ξεκινήσει.
Εκείνη την περίοδο ξεκίνησαν οι μεγάλες εισπρακτικές επιτυχίες που έδωσαν ώθηση στο να πολλαπλασιαστεί η παραγωγή ταινιών.
Από 20-25 ταινίες ετησίως, έφτασαν να κυκλοφορούν έως και 100 ταινίες μέσα σε μία χρονιά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60.
Μπορεί να μην ήταν όλες καλές παραγωγές, αλλά και μόνο η ύπαρξη αυτού του αριθμού των ταινιών υποδηλώνει την άνθιση του κλάδου σε μια εποχή που ο ελληνικός κινηματογράφος αποτελούσε μια ιδιαίτερα κερδοφόρα επιχείρηση.
Ο Σακελάριος ήταν από τους ανθρώπους που έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτό, καθώς μέσα από τις υπέροχες ιστορίες του και την λυτή σκηνοθεσία του, προσέλκυσε το κοινό στον χώρο του κινηματογράφου.
Όσον αφορά για το Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο, η Φίνος Φιλμ είχε αναλάβει την παραγωγή, την οποία και τελικά πραγματοποίησε.
Ο αρχικός τίτλος της ταινίας ήταν «Ρομβία, φτώχεια και όνειρα» που αργότερα αντικαταστάθηκε, ενώ η παραγωγή της πρώτης ταινίας αντιμετώπισε κάποια προβληματάκια.
Ο Φίνος δεν ήθελε να συμμετάσχει στην ταινία ο Βασίλης Αυλωνίτης καθώς πίστευε ότι είχε πληγεί το προφίλ του λόγω της συμμετοχής του σε ταινίες δεύτερης διαλογής.
Δεν ήθελε επίσης ούτε την ανερχόμενη τότε ηθοποιό Τζένη Καρέζη.
Ο Σακελλάριος όμως ευτυχώς επέμενε και για τους δύο και τελικά επικράτησε η γνώμη του.
Ο Μίμης Φωτόπουλος ήταν η πρώτη επιλογή του, καθώς επίσης μικρό αλλά σημαντικό ρόλο είχε και στις δύο ταινίες ο Αλέκος Αλεξανδράκης.
Ο Φωτόπουλος ήταν από τους πιο εμπορικούς ηθοποιούς της εποχής και ο Αλεξανδράκης είχε το star quality που έκανε τον Φίνο να τον θέλει πάση θυσία στην ταινία.
Το Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία, αφού ήρθε δεύτερο σε εισπράξεις εκείνη τη χρονιά, συγκεντρώνοντας 126.530 εισιτήρια (Πρώτη είχε έρθει η Στέλλα του Μιχάλη Κακογιάννη).
Λόγω της ανέλπιστης επιτυχίας, ο Φίνος έπεισε τον Σακελλάριο για μια συνέχεια.
Η λέξη «φιλότιμο» αντικαταστάθηκε με την λέξη «γαρύφαλλο», χάρη στην μεγάλη επιτυχία του τραγουδιού «Γαρύφαλλο στ’αυτί» που είχε ακουστεί στο πρώτο φιλμ.
Από τις πολύ ευχάριστες στιγμές της δεύτερης ταινίας αποτελεί και η σκηνή που ο Σακελλάριος σατιρίζει την τόσο μεγάλη επιτυχία του τραγουδιού.
Σε μια cameo εμφάνιση, ο Γιώργος Γαβριηλίδης σιχτιρίζει αυτό το τραγούδι που ακούει συνέχεια παντού, από μια παρέα φίλων σε ένα αμάξι, μέχρι την κόρη του που το σιγοτραγουδά.
Όντας σε έκρυθμη κατάσταση αρχίζει να πετάει τις γλάστρες με γαρύφαλλα από τον κήπο του, ενώ η Ζωή Φυτούση στο ρόλο της συζύγου, προσπαθούσε να τον συγκρατήσει.
Ο λατρεμένος Μάνος Χατζηδάκης επαναλαμβάνει την επιτυχία του «Γαρύφαλλο στ' αυτί» με το καινούριο «Φούστα κλαρωτή και γαρύφαλλο στ' αυτί», καθώς επίσης γράφει και το «Αχ βρε παλιομισοφόρια» σε στίχους του ίδιου του Σακελλάριου.
Σενάριο και σκηνοθεσία ανήκουν φυσικά στον σπουδαίο σκηνοθέτη, ενώ την φωτογραφία αναλαμβάνει ο Ντίνος Κατσουρίδης, ο οποίος είχε πραγματοποιήσει το μοντάζ στο προηγούμενου φιλμ.
Η φωτογραφία του Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο άνηκε στον Αριστείδη Καρύδη-Φουκς, αλλά στο δεύτερο μέρος, την θέση του αναπλήρωσε ο Κατσουρίδης και η οπτική του έπαιξε καθοριστικό παράγοντα για την τελική διαμόρφωση της ταινίας.
Οι δύο μεγάλοι άνδρες ήρθαν και σε αντιπαράθεση κατά την διάρκεια των γυρισμάτων.
Αιτία αποτέλεσε η σκηνή που ο Παυλάρας εξιστορεί το όνειρό του στον Πετράκη.
Η φωτογραφία του Κατσουρίδη στο συγκεκριμένο στιγμιότυπο θεωρήθηκε από τον Σακελλάριο ιδιαίτερα σκοτεινή και με έντονο κοντράστ, κάτι που δεν συνηθιζόταν για την εποχή.
Ο σκηνοθέτης ζήτησε μάλιστα από εκείνον να την ξαναγυρίζει.
Ο Κατσουρίδης όμως επέμενε σθεναρά σε αυτό το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα και για αυτό η σκηνή ξαναγυρίστηκε μεν, αλλά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Τελικά η σκηνή εντάχθηκε με τον τρόπο που ο Κατσουρίδης ήθελε.
Στην συνέχεια ακολούθησε η μεγαλειώδης σκηνή που απεικονίζει τσιγγάνες που χορεύουν με συνοδεία την μουσική της λατέρνας, αλλά αμέσως μετά εμφανίζονται ντυμένες στα μαύρα να μοιρολογούν και να συμμετέχουν στην νεκρική πομπή της λατέρνας.
Σε αυτή την σκηνή συμμετείχαν 200 περίπου τσιγγάνες.
Ο Μίμης Φωτόπουλος και ο Βασίλης Αυλωνίτης για ακόμη μια φορά δίνουν μεγάλες ερμηνείες, με τον δεύτερο να συγκεντρώνει περισσότερο την προσοχή στο πρόσωπό του, λόγω των γεγονότων της πλοκής.
Η Τζένη Καρέζη επιστρέφει και εκείνη, στο ρόλο που αποτέλεσε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο.
Το Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο έκοψε 113.641 εισιτήρια και ήρθε στην 3η θέση ανάμεσα σε 30 ταινίες.
Είναι κάτι πολύ περισσότερο από αισθηματική κομεντί, καθώς δεν εστιάζει σε πρώτο πλάνο στην σχέση Καρέζη-Αλεξανδράκη και σίγουρα δεν αποτελεί απλά μια ηθογραφία της εποχής.
Αναμφισβήτητα είναι μία από τις καλύτερες και πιο αγαπημένες ταινίες της περιόδου.
Διαβάστε περισσότερα για την Ιστορία του Ελληνικού Σινεμά.
Νάσος Κυριακίδης.