Μετά το 1ο Μέρος, συνέχεια στα θρίλερ του ελληνικού κινηματογράφου σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, ταινίες με σκοτεινή διάθεση και ατμόσφαιρα.
Αστυνομικές, film noir, δραματικές, ακόμα και κάποιες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν περισσότερο και ως αισθηματικές, αλλά ταινίες που διαθέτουν στοιχεία θρίλερ.
Ο φόβος (1966)
Ο όρος θρίλερ μπορεί να χρησιμοποιηθεί αβίαστα ως περιγραφή της ταινίας.
Ο τίτλος περιγράφει αυτό ακριβώς που θα ένιωσαν και οι τότε θεατές, καθώς μέχρι τότε δεν υπήρχαν και πολλά αντίστοιχα δείγματα, τόσο από πλευράς σεναρίου, όσο και από οπτική κινηματογράφησης.
Ναι μεν πρόκειται για ρεαλιστική ηθογραφία, που διαθέτει όμως ...θριλερ-ικές εκφάνσεις.
Τα γυρίσματα της ταινίας πραγματοποιήθηκαν στους βάλτους της Κωπαΐδας, που αποτελεί και το ιδανικό σκηνικό για την διεξαγωγή της ιστορίας.
Η ταινία πραγματεύεται την κοινωνική απομόνωση, την έννοια του σωστού και του λάθους, το τι είναι επιτρεπτό και τι όχι, καθώς και την καταπίεση που αισθάνονται τα μέλη μιας κλειστής κοινωνίας.
Ένας περιθωριακός νέος, χωρίς σεξουαλικές εμπειρίες, ο Ανέστης (Ανέστης Βλάχος) επιτίθεται σεξουαλικά στην κωφάλαλη ψυχοκόρη της οικογένειάς του (Έλλη Φωτίου), την οποία βιάζει και στην συνέχεια σκοτώνει.
Οι γονείς του, αν και ανακαλύπτουν το έγκλημά του και οργίζονται μαζί του, αποφασίζουν να κρύψουν την αλήθεια και να εξαφανίσουν το πτώμα της άτυχης κοπέλας στη λίμνη.
Ο Ανέστης δεν είναι τέρας ή τουλάχιστον δεν ενεργούσε μέχρι πρότινος κατά αυτό τον τρόπο.
Η πράξη του αποτρόπαια και φρικαλέα, προκλήθηκε από το γεγονός ότι δεν μπορούσε να κρατήσει τις σεξουαλικές του ορμές.
Έχοντας τον φόβο ότι θα αποκαλυφθεί η εγκληματική πράξη του, στραγγαλίζει εν βρασμό ψυχής την νεαρή κοπέλα.
Με την δεύτερη σύζυγο του πατέρα του (Μαίρη Χρονοπούλου), αν και είναι μητριά του, ο ίδιος νιώθει να συνδέεται μαζί της και για αυτό την αποκαλεί μάνα.
Η μάνα του λοιπόν, κατευθύνεται στο στάβλο όπου έχει πραγματοποιηθεί ο φόνος και ανακαλύπτει κρυμμένο ανάμεσα στα στάχια, το πτώμα της παρακόρης.
Ενημερώνει τον σύζυγό της (Αλέξης Δαμιανός), ο οποίος τιμωρεί τον γιό του.
Ο ξυλοδαρμός του γιού του από τον αυστηρό πατέρα, θεωρείται από τον τελευταίο σαν αρκετή τιμωρία.
Η σύντροφος του όμως δεν μπορεί απλά να ξεπεράσει το τραγικό γεγονός και το κουβαλάει σιωπηλά μέσα της για πάντα.
Ο Ανέστης μετά το περιστατικό, ζει μέσα στο φόβο, βλέποντας παντού το έγκλημα που διέπραξε, μην μπορώντας να ξεφύγει από αυτή την εικόνα.
Η αποκάλυψη έρχεται στο τέλος, όταν το πτώμα ξεβράζεται στα νερά, την στιγμή του γάμου της κόρης της οικογένειας (Έλενα Ναθαναήλ) με τον αγαπημένο της (Σπύρο Φωκά).
Η ετεροθαλής αδελφή του Ανέστη, αλλά και η μητριά του, θέλουν να τον βοηθήσουν, αλλά δεν ξέρουν τον τρόπο.
Η ταινία διαθέτει πολλούς συμβολισμούς, όπως στον χορό του γλεντιού που ο Ανέστης νιώθει πως εγκλωβίζεται από τους υπολοίπους.
Το γεγονός της συγκάλυψης δηλώνει την νοσηρότητα που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό και που οι ήρωες όμως δεν είναι σε θέση να την αντιληφθούν.
Οι ερμηνείες βέβαια είναι σε πολύ καλό επίπεδο σε αυτή την δύσκολη ιστορία.
Ο Ανέστης Βλάχος στο ρόλο του απαίδευτου, του αγροίκου που αυτόματα όμως μετανοεί και διψά για συγχώρεση, είναι καταπληκτικός.
Η Έλλη Φωτίου δίνει επίσης μια έξοχη ερμηνεία και χρησιμοποιεί όλα τα εκφραστικά της μέσα στο μέγιστο βαθμό.
Ο Αλέξης Δαμιανός στον ρόλο του πατέρα στέκεται επάξια στο υπόλοιπο cast και η παρουσία της Έλενας Ναθαναήλ στο ρόλο της νεαρής κόρης ταιριάζει άψογα στο ύφος της ταινίας.
Για μία ακόμα φορά θαυμάζουμε το ταλέντο της μοναδικής Μαίρης Χρονοπούλου, η οποία σε ηλικία μόλις 33 ετών, αποτυπώνει εκπληκτικά το πορτρέτο της καταρρακωμένης μάνας.
Δίνει μια εσωτερική ερμηνεία, με τις εκφράσεις της να λένε πολλά περισσότερα από ότι η ίδια.
Καθηλωτική η ερμηνεία της, που αποδεικνύει ότι και στους δραματικούς ρόλους διαπρέπει.
Ο Κώστας Μανουσάκης στην τρίτη και τελευταία κινηματογραφική ταινία του, δίνει τον καλύτερό του εαυτό.
Είχε σκηνοθετήσει το Έρωτας στους αμμόλοφους (1958) με τους Αλίκη Βουγιουκλάκη και Ανδρέα Μπάρκουλη και την πολεμική ταινία Προδοσία (1964) που είχαν προηγηθεί.
Η σκηνή του βιασμού, μέσα από τις ενδιαφέρουσες γωνίες λήψεις που χρησιμοποιεί, είναι αρκετά πρωτοποριακή για την εποχή.
Αξίζει να σημειωθεί η εκπληκτική και ιδανικά σκοτεινή φωτογραφία του Νίκου Γαρδέλη.
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος με την μουσική του κατορθώνει να κορυφώσει την αγωνία.
Υποψηφιότητα για Χρυσή Άρκτο στο φεστιβάλ του Βερολίνου.
Ραντεβού με μια άγνωστη (1968)
Η ταινία ξεκινά με την Έλενα Ναθαναήλ να βρίσκεται στο ειδώλιο του δικαστηρίου και να καταθέτει τα γεγονότα που την οδήγησαν εκεί.
Μέσα από την ανάγνωση του ημερολογίου που διατηρούσε, μαθαίνουμε το χρονικό μέχρι την πράξη του φόνου που διέπραξε.
Σε μια μικρή επαρχιακή πόλη συναντάμε την νεαρή και καλλιεργημένη Χριστίνα (Ναθαναήλ) που είναι παντρεμένη με τον κατά πολύ μεγαλύτερό της εισαγγελέα, (Δημήτρη Μυράτ).
Η ρουτίνα της καθημερινότητας μοιάζει να την έχει διαλύσει και το μουντό κλίμα της περιοχής, ρίχνει την ψυχολογία της ακόμη περισσότερο.
Μην μπορώντας να καλύψει τις ατέλειωτες ώρες που περνά μόνη της, αφού ο σύζυγός της αφιερώνει μεγάλο χρόνο στην εργασία του, εκείνη προσπαθεί να βρει κάτι για να απασχολείται.
Τα ενδιαφέροντά της έχουν πάψει προ πολλού, αφού η ίδια μοιάζει σχεδόν ηθελημένα εγκλωβισμένη στο παλιό αρχοντικό που κατοικεί και που θυμίζει πολύ έντονα κάστρο.
Πραγματοποιώντας βόλτες με την βάρκα στην θάλασσα, όταν ξαφνικά ξεσπά καταιγίδα, θα βρεθεί απομακρυσμένα από την οικία της και θα ζητήσει καταφύγιο σε ένα εκ πρώτης όψεως ερειπωμένο σπίτι.
Ο ερημίτης στον οποίο ανήκει το σπίτι είναι ένας βαθειά πληγωμένος άνθρωπος, ο Αλέξης (Γιάννης Βόγλης).
Έχει χάσει την οικογένειά του μετά από δυστύχημα και λόγω του θανάτου της πολυαγαπημένης νεκρής συζύγου του, έχει χάσει το ενδιαφέρον του για ζωή και έχει πλέον αφεθεί.
Η συνάντησή του όμως με την Χριστίνα, θα αλλάξει τις ισορροπίες της ζωής του.
Και οι δύο θα αισθανθούν αυτόματα μια αμοιβαία ερωτική έλξη και έπειτα οι συναντήσεις τους θα είναι τακτικές και σίγουρα όχι τυχαίες.
Η ίδια γοητεύεται από το πάθος του νεαρού ζωγράφου και χωρίς να σκεφτεί καθαρά παρασύρεται στο να ζήσει στιγμές αγάπης και έρωτα μαζί του, οι οποίες όμως δεν θα κρατήσουν για πολύ.
Ενστικτωδώς η ίδια αποκρύπτει κάποια στοιχεία για την προσωπική της ζωή και οι δυο τους συνευρίσκονται, αποκλειστικά και μόνο όταν το θέλει εκείνη.
Η δεύτερη ζωή που ζει παράλληλα θα σταματήσει εσπευσμένα.
Η άφιξη της κόρης του συζύγου της από τον πρώτο του γάμου θα βάλει ένα οριστικό τέλος στον παράνομο δεσμό.
Η γλυκιά Ελληνοαμερικανίδα Ειρήνη (Ann Lonnberg) θα γνωριστεί τυχαία με τον Αλέξη και θα καταλάβει τον ρόλο της ύπαρξής του στην ζωή της μητριάς της, αλλά θα κρατήσει μια διακριτική στάση.
Η Χριστίνα όμως αποφασίζει να τερματίσει την σχέση της με τον Αλέξη και προσπαθεί να αναθερμάνει την σχέση της με τον σύζυγό της, τον οποίο επιλέγει οριστικά ως σύντροφο.
Ο Αλέξης τυφλωμένος από την ζήλεια του, θα οδηγήσει τις καταστάσεις στα άκρα και εν τέλει η Χριστίνα αναγκάζεται να τον σκοτώσει.
Τέτοιου είδους νέα όμως μαθαίνονται γρήγορα, ειδικά αν η επαγγελματική σου ιδιότητα είναι αυτή του εισαγγελέα και η Χριστίνα ομολογεί σχεδόν αμέσως την δολοφονία του εραστή της στον σύζυγο της.
Ο Βασίλης Γεωργιάδης μεγαλουργεί και ανεβάζει το σενάριο κατά πολύ με την σκηνοθεσία του.
Υπέροχη φωτογραφία του Νίκου Γαρδέλη που δίνει χαρακτήρα θρίλερ στην ταινία.
Η αποπνιχτική ατμόσφαιρα δημιουργείται επιτυχημένα τόσο στις σκηνές που διαδραματίζονται μέσα στο επιβλητικό κάστρο που αποτελεί την οικία του ζεύγους, όσο και από τα πλάνα στους εξωτερικούς χώρους.
Η μουσική του Χρήστου Λεοντή συντελεί θετικά στο όλο κλίμα.
Ο Δημήτρης Μυράτ εδώ έχει μία από τις καλύτερες στιγμές της κινηματογραφικής του πορείας.
Ο Γιάννης Βόγλης στο ρόλο του εραστή που καταλήγει παράφρων, είναι ικανοποιητικός και η Ann Lonnberg είναι μια ευχάριστη νότα ανάμεσα στο βαρύ κλίμα του έργου.
Ο κινηματογραφικός φακός όμως μαγνητίζεται από την λάμψη της Έλενας Ναθαναήλ.
Η ψιλόλιγνη φιγούρα της ηθοποιού δένει απόλυτα με το ύφος της ταινίας.
Το εντυπωσιακό παρουσιαστικό της αποκτά κάποιες φορές έως και τρομακτική όψη σε ορισμένα μακρινά πλάνα.
Συνδέεται απόλυτα με το ρόλο της καταπιεσμένης συζύγου που λόγω των συνθηκών οδηγείται έως το έγκλημα.
Αν και θεωρώ ότι η παρουσία της Έλενας Ναθαναήλ δεν αξιοποιείται πλήρως όπως θα μπορούσε, παρά μόνο σε ορισμένα κοντινά πλάνα
Αυτό το καθαρό πρόσωπο με την χλωμή επιδερμίδα και τα μεγάλα εκφραστικά μάτια αποτελεί την τέλεια ενσάρκωση του ρόλου.
Δίνει την εντύπωση ότι κάλλιστα θα μπορούσε να αποτελεί πρωταγωνίστρια του Χίτσκοκ, αν ο σπουδαίος σκηνοθέτης δεν είχε μια ελαφρά προτίμηση στις ξανθιές.
Δικαίως τιμήθηκε με το βραβείο α΄ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία της.
Δάκρυα για την Ηλέκτρα (1966)
Το cast του είδαμε στο Ίλιγγος επιστρέφει τρία χρόνια αργότερα.
Ο Δαλιανίδης συγκεντρώνει και πάλι το πρωταγωνιστικό τρίο των ηθοποιών που ομολογουμένως έχουν πολύ καλή δυναμική μεταξύ τους.
Αλεξανδράκης, Χρονοπούλου και Λάσκαρη βρίσκονται σε διαφορετικές καταστάσεις, εξίσου δύσκολες όπως οι προηγούμενες.
Το σενάριο Νίκου Φώσκολου βασίζεται πάνω στο μύθο των Ατρείδων, καθώς αποτελεί ελεύθερη διασκευή του.
Με βάση την μυθολογία, η Ηλέκτρα αποτελεί σύμβολο της αγάπης προς τον πατέρα της και της αντιζηλίας προς την μητέρα της.
Μετά το φόνο του αγαπημένου της πατέρα από την γυναίκα του και τον εραστή της, η Ηλέκτρα έμεινε στην ιστορία ως η εκδικήτρια και τιμωρός του φόνου, καθώς και ως η ηθική αυτουργός της μητροκτονίας που επακολούθησε.
Αυτό αποτελεί και την βασική ιδέα της ιστορίας για την πρώτη συνεργασία του Δαλιανίδη με τον Φώσκολο.
Η υπόθεση έχει ως εξής.
Ο Γιώργος (Αλέκος Αλεξανδράκης) είναι ένας γοητευτικός άνδρας που προσλαμβάνεται ως σοφέρ του πλούσιου επιχειρηματία Τάσου Πετρίδη (Μάνος Κατράκης).
Πολύ εύκολα ξελογιάζει και δημιουργεί ερωτικό δεσμό με την μητέρα της οικογένειας, την Λίνα Πετρίδη (Μαίρη Χρονοπούλου).
Όταν ο απατημένος σύζυγος τους πιάνει επ αυτοφώρω, τότε η καρδιά του τον προδίδει και πεθαίνει ακαριαία.
Η αγαπημένη του κόρη, Ηλέκτρα (Ζωή Λάσκαρη) που του είχε ιδιαίτερη αδυναμία, κρίνει το παράνομο ζευγάρι ως κύριους υπαίτιους του θανάτου του πατέρα της.
Τότε θα θελήσει να τους εκδικηθεί, καθώς επιθυμεί να πληρώσουν και οι δύο με το ίδιο νόμισμα.
Ενώ αρχικά είναι εξαγριωμένη μαζί τους και δεν χάνει ευκαιρία να τους κατηγορεί και να τους εξευτελίζει, στην συνέχεια αποκτά μια διαφορετική τακτική.
Η εκδίκηση άλλωστε είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο.
Για αυτό παγώνει τα συναισθήματα που νιώθει και συναινεί με την ύπαρξη της σχέσης τους, βρισκόμενη διαρκώς κοντά τους.
Παραμερίζει την απέχθεια που αισθάνεται για τον Γιώργο και τον σαγηνεύει, φέρνοντας τον σε ρήξη με την μητέρα της.
Μόλις η Λίνα ανακαλύπτει τον ερωτικό δεσμό του συντρόφου με την κόρη της, νιώθει αποστροφή για τον άνθρωπο που μέχρι πρότινος αγάπαγε παράφορα περισσότερο από το οτιδήποτε.
Η μητρική της αγάπη όμως είναι μεγαλύτερη και επιχειρεί να σκοτώσει τον Γιώργο, προκειμένου να σώσει την κόρη της.
Αδυνατεί να ολοκληρώσει την ενέργεια αυτή και καταλήγει να βρίσκεται με ένα παραμορφωμένο πρόσωπο εξαιτίας ενός ατυχήματος, το οποίο προξενεί η ίδια στον εαυτό της, όντας σε σύγχυση.
Η προηγουμένη συμπλοκή Γιώργου-Λίνας, βρίσκει την Ηλέκτρα απόλυτα ευχαριστημένη, καθώς παρακολουθούσε το όλο σκηνικό με ευχαρίστηση, αρχικά με απάθεια και στη συνέχεια με μίσος απέναντι και στους δύο.
Μόλις ο Γιώργος αντιλαμβάνεται την κοροϊδία της Ηλέκτρας ενεργεί και εκείνος παράλογα όντας πληγωμένος.
Θέλοντας η Λίνα να γλυτώσει την κόρη της από την εκδικητική μανία του Γιώργου, οδηγείται εν τέλει στον θάνατο.
Η Ηλέκτρα συγκινείται από την τραγική κατάληξη της μετανοιωμένης μάνας της.
Όλοι οι ηθοποιοί πραγματοποιούν ερμηνείες υψηλού επιπέδου.
Ο Αλεξανδράκης σε ρόλο άπληστου συμφεροντολόγου που εν τέλει και εκείνος προδίδεται από τον ερωτά του για την Ηλέκτρα και η Μαίρη Χρονοπούλου στο ρόλο της τραγικής φιγούρας της μάνας που κάνει τα πάντα για να επανορθώσει απέναντι στην κόρη της.
Τέλος, η Ζωή Λάσκαρη δίνει μια ολοκληρωμένη ερμηνεία και το μίσος που νιώθει καθρεπτίζεται απόλυτα στο πρόσωπό της.
Η μουσική του Μίμη Πλέσσα κυμαίνεται στους απαραίτητους για την ταινία τόνους.
Μια γυναίκα κατηγορείται (1966)
Ο Γρηγόρης Γρηγορίου αναλαμβάνει να μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη άλλη μια αστυνομική ιστορία του Γιάννη Μαρή.
Παρά την αστυνομική υπόθεση, δεν υπάρχει η παρουσία του αστυνόμου Μπέκα αυτή την φορά.
Ο χαρακτήρας της ταινίας δεν θυμίζει τόσο θρίλερ, όσο περισσότερο μια έντονη δραματική ταινία, αλλά η υπόθεση οπωσδήποτε διαθέτει αυτό το παραπάνω που της επιτρέπει να έχει και άλλες προεκτάσεις.
Το ανατρεπτικό twist στο τέλος της ιστορίας δίνει επιπλέον bonus στην ταινία.
Η Ελεονώρα Δενδρινού (Μάρω Κοντού) κατηγορείται για την δηλητηρίαση του κατά πολύ μεγαλύτερου ηλικιακά συζύγου της.
Χειροπιαστές αποδείξεις κατηγορίας δεν υπάρχουν, αλλά όλα δείχνουν εις βάρος της.
Ο ανιψιός της, Ανδρέας (Λευτέρης Βουρνάς) είναι βέβαιος για την αθωότητα της θείας του και επιστρέφει στη Ελλάδα, έτσι ώστε να βρει τρόπο για να την βοηθήσει.
Και θα το καταφέρει σε συνεργασία με τον συνήγορο υπεράσπισης Καλαντζή (Βάσος Ανδρονίδης).
Η απόφαση των ενόρκων είναι αθωωτική, δικαιώνοντας τον αγώνα τους.
Ο Ανδρέας όμως μετά την διεξαγωγή της δίκης, ανακαλύπτει ορισμένα στοιχεία που είχε αγνοήσει προηγουμένως και κατευθύνουν στην ενοχή της αγαπημένης του θείας Νόρας.
Μαθαίνει για την παράνομη εξωσυζυγική σχέση που διατηρούσε η ίδια με τον Γεώργιο Μαυροσπάθη (Μιχάλης Νικολανάκος) και προς μεγάλη του έκπληξη ανακαλύπτει ότι εκείνη είχε καθοδηγήσει τα πάντα με ιδιαίτερα λεπτούς χειρισμούς.
Δημιούργησε ένα άρτια προσχεδιασμένο έγκλημα και χειραγώγησε όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα με βάση τις επιθυμίες της.
Υπήρξαν όλοι πιόνια της, καθώς η ίδια δημιούργησε ψευδείς κατηγορίες στο πρόσωπό της μέσω τρίτων ανθρώπων, έτσι ώστε εν τέλει να αποδειχθεί ατράνταχτα η αθωότητά της και έφτασε μέχρι το σημείο να κατευθύνει έμμεσα και τις έρευνες.
Τελικά αποδεικνύεται μια σατανική γυναίκα, ιδιαίτερα εύστροφη που διέπραξε την τέλεια δολοφονία.
Δεν πρόκειται όμως για μια απλά πανούργα γυναίκα.
Παρά τις ενέργειές της, η ίδια έχει συναισθήματα.
Αυτό φανερώνεται στην απάντησή της στην ερώτηση του εραστή της, Γιώργου, σχετικά για τον λόγο που την ώθησε στην δολοφονία του συζύγου της και στην μετέπειτα επιτυχημένη συγκάλυψη που οργάνωσε.
Την πράξη του φόνου, η ίδια την αποδίδει στην διαφορά ηλικίας που είχε με τον σύζυγό της, στην παθολογική του ζήλια, στην αγάπη της για έναν άλλον άνδρα, έως και το δαίμονα που ισχυρίζεται ότι ίσως έχει μέσα της.
Κάτι δηλαδή σαν τον dark passenger του Dexter για να πάω λίγο προς τα λημέρια του Τάσου.
Μην πάει η σκέψη σας πάντως στο μεταφυσικό.
Η ταινία περισσότερο αξίζει λόγω του ανατρεπτικού φινάλε και της ώριμης ερμηνείας της Μάρως Κοντού.
Ο Θάνατος θα ξανάρθει (1961)
Η ταινία κυμαίνεται ανάμεσα σε αστυνομικό φιλμ και ψυχολογικό θρίλερ.
Διαθέτει μυστήριο και εξαιρετική ατμόσφαιρα.
Αποτελεί σταθμό για την ιστορία του ελληνικού σινεμά, καθώς ούτως ή άλλως είναι μοναδική του είδους της στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο που προβλήθηκε.
Δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από την πλοκή και τους χαρακτήρες, όπως αυτούς που δημιουργούσε η μεγάλη Αγκάθα Κρίστι.
Η ταινία άνετα θα μπορούσε να αποτελεί μία από τις ιστορίες της, καθώς η υπόθεση παραπέμπει κατά πολύ στο ύφος της διάσημης συγγραφέα.
Στην ταινία παρουσιάζεται μια ενδιαφέρουσα ιστορία που διαδραματίζεται στη Κύπρο.
Συγκεκριμένα βρισκόμαστε σε ένα προάστιο της Λευκωσίας, όπου παρακολουθούμε την ζωή ορισμένων ανθρώπων που μοιράζονται την ίδια στέγη.
Πρόκειται για μια μεγαλειώδη έπαυλη που έχει μάλιστα την ονομασία Γκρέιχιλ.
Ο ιδιοκτήτης της οικίας, η οποία περισσότερο μοιάζει με πύργο, είναι ένας Άγγλος ταξίαρχος που ζει εκεί μαζί με την οικογένεια του.
Τα άτομα που τον περιβάλλουν είναι πολλά, αλλά δεν τρέφουν όλοι και τα καλύτερα συναισθήματα για εκείνον.
Μαζί του ζει η κόρη του, Έλενα Μόρτον (Νέλλη Αγγελίδου) που βρίσκεται μαζί με τον αρραβωνιαστικό της, Αλέξη Μαυρείδη (Θανάσης Μυλωνάς), ο οποίος όμως είναι κρυφά ερωτευμένος με την ξαδέλφη της Έλενας, την Βέρα (Λένα Μαβίλη).
Μετά το θάνατο της συζύγου του πριν από 5 χρόνια, ο Ταξίαρχος παντρεύτηκε την πρώην νοσοκόμα του, την γαλλίδα Ελίζ Ντεζενόβ (Δέσπω Διαμαντίδου).
Στο μέγαρο επίσης διαμένουν ο οικογενειακός γιατρός (Χρήστος Τσαγγανέας), η νεαρή οικονόμος και προστατευμένη του ταξίαρχου, Σάρα (Άννα Τάρη) και ο κηπουρός Στέφανος (Λαυρέντης Διανέλλος).
Ανάμεσα σε όλους αυτούς βρίσκεται και ο δολοφόνος του.
Η ταινία ξεκινά με τον θανάσιμο πυροβολισμό που δέχεται ο Ταξίαρχος στο δωμάτιό του.
Άμεσα ειδοποιείται η αστυνομία και στον χώρο του εγκλήματος κατευθύνεται ο έμπειρος αστυνόμος Φοξ (Βασίλης Διαμαντόπουλος).
Ο τελευταίος υποθέτει πρόχειρα τον τρόπο με τον οποίο ο δολοφόνος ενέργησε χωρίς να γίνει αντιληπτός, αλλά αδυνατεί να ανακαλύψει το ποιός είναι.
Οι υποψίες στρέφονται στον Λοχαγό Κόραλη (Νίκος Μπιρμπίλης), ο οποίος μοιράζεται ένα ένοχο παρελθόν με τον μακαρίτη.
Ένας διεθνούς φήμης εγκληματολόγος παρά το νεαρό της ηλικίας του, ο Τηλέμαχος Χριστόφης (Δημήτρης Παπαμιχαήλ) καλείται από την χήρα Μόρτον για να εξιχνιάσει την δολοφονία.
Ο ντεντέκτιβ Τηλ, μαζί με την πιστή βοηθό του, Αλίκη (Μέλπω Ζαρόκωστα) θα ρίξει φως στην υπόθεση και εν τέλει θα ανακαλύψει τον δολοφόνο.
Αν και δεν πρόκειται για μια εύκολη υπόθεση, αφού έχουν να αντιμετωπίσουν έναν ιδιαίτερα έξυπνο δολοφόνο.
Οι ύποπτοι είναι πολλοί, όπως ο μυστικοπαθής γαμπρός, Αλέξης που φαίνεται ότι κρύβει κάτι, η συνεχώς νευρωτική ανιψιά Βέρα, η μελαγχολική κόρη Έλενα, η δεύτερη σύζυγος Λίζα ή μήπως κάποιος από το υπηρετικό προσωπικό;
Αιτία της δολοφονίας αποτελούν προσωπικά κίνητρα, εμπάθεια απέναντι στον μακαρίτη ή μήπως η απλά πολύ μεγάλη περιουσία που αφήνει πίσω του;
Η απάντηση έρχεται λίγο πριν το τέλος.
Πρόκειται για διασκευή του ομώνυμου θεατρικού έργου του Νίκου Φώσκολου, ο οποίος είχε δηλώσει ότι το σενάριο του είχε έντονες επιρροές από τα έργα της Αγκάθα Κρίστι.
Η ταινία του Ερρίκου Θαλασσινού αποτελεί κατόρθωμα για την εποχή, καθώς έχει όλες τις προδιαγραφές για να χαρακτηριστεί ως ένα από τα καλύτερα ίσως θρίλερ του ευρωπαϊκού κινηματογράφου εκείνης της περιόδου.
Ο Ερρίκος Θαλασσινός στα πρότυπα του Χίτσκοκ, δημιουργεί μια έντονα κλειστοφοβική ατμόσφαιρα εντός του πύργου, όπου διαδραματίζεται και το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας.
Άψογα συνδυασμένη μουσική από τον Αργύρη Κουνάδη που προσφέρει μεγάλες δόσεις αγωνίας.
Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ αποτελεί την ιδανική αποτύπωση του εύστροφου και πνευματώδη ντεντέκτιβ Τηλ και η Μέλπω Ζαρόκωστα ακτινοβολεί στον ρόλο της βοηθού του.
Η Δέσπω Διαμαντίδου και ο Χρήστος Τσαγγανέας δίνουν το απαραίτητο μυστήριο στους ρόλους τους, είναι αινιγματικοί και ταιριάζουν απόλυτα με την ατμόσφαιρά της ταινίας.
Ειδικά η Διαμαντίδου (όπως πάντα υπέροχη) ανεβάζει την ταινία με την μεστή ερμηνεία της.
Επίσης επιτυχημένη επιλογή στο cast είναι και η Λένα Μαβίλη που δίνει μια πολύ καλή ερμηνείας ως μια νεαρή γυναίκα στα όρια του αλκοολισμού και της εξουθένωσης λόγω της ψυχολογίας της.
Οι σκηνές που περιφέρεται μόνη της στους μεγάλους διαδρόμους του σπιτιού, παρουσιάζουν μια αγωνιώδη ατμόσφαιρα.
Η μεγάλη θεατρική ηθοποιός Νέλλη Αγγελίδου είναι όμως αυτή που αξίζει τα περισσότερα συγχαρητήρια.
Δίνει μια πολυεπίπεδη ερμηνεία, με εξάρσεις θυμού και βλέμματα μελαγχολίας να εναλλάσσονται αστραπιαία.
Διαβάστε εδώ το 1ο Μέρος.
Φινάλε αύριο με το 3ο Μέρος, μια ταινία μόνη της.
Νάσος Κυριακίδης.