Κάποτε υπήρχαν κινηματογραφιστές που εξερευνούσαν τον ερωτισμό με έναν τρόπο που στένευε κυριολεκτικά τα προσωπικά μας όρια.
Για αρκετές δεκαετίες, το σεξ ήταν η επαναστατική σφραγίδα, ένας προκλητικός παλμός, η προσπάθεια εκμαίευσης της πραγματικότητας ώστε να μπορέσουμε να αντιληφθούμε την εσωτερική εμπειρία του τι είναι η σάρκα και η προβολή αυτής.
Ο κόσμος άλλαξε και πρόφθασε σεξουαλικά το σινεμά εξελίσσοντάς το, καθώς το απομάκρυνε από την φορμαλιστική εκδοχή του παλιού ερωτικού κινηματογράφου.
Εσωτερικά και εξωτερικά όρια της σεξουαλικότητας λοιπόν, και ο συγγραφέας- σκηνοθέτης Francois Ozon κάνει την εμφάνισή του για ακόμη μια φορά στις Κάννες με τη νέα ταινία Jeune & Jolie (Young and Beautiful).
Με παιχνιδιάρικη αλλά ώριμη διάθεση όπως και στην περσινή του ταινία, Dans la Maison, επανέρχεται με μια λεπτή, συναισθηματική μελέτη της πρώιμης νεολαίας, επικεντρώνοντας αυτή τη φορά στην αστική ζωή μιας έφηβης, της οποίας ο χαρακτήρας ενσαρκώνεται λάγνα και απροκάλυπτα από την νεοφερμένη ηθοποιό–μοντέλο Marine Vacth σε κεντρικό ρόλο, και τους Geraldine Pailhas και Frederik Pierrot να συμπρωταγωνιστούν.
Σε σύντομο ρόλο-έκπληξη μια από τις πιο ιδιαίτερες ηθοποιούς στο χώρο, η Charlotte Rampling (Night Train to Lisbon).
Σίγουρα η καλύτερη ταινία του Ozon μετά το Swimming pool του 2003, o σκηνοθέτης μας στο μέσο της σταδιοδρομίας του ωριμάζει και βουτά στα βαθιά, θέλοντας να μας απομακρύνει από όλα τα ταμπού και τους λανθασμένους ψιθύρους περί σεξουαλικότητας και να μας δώσει απλόχερα αυτή την σύγχρονη δελεαστική εκδοχή ερωτικής αφύπνισης.
’Γυναίκα, το πλάσμα μια ώρας' έλεγε ο Ντάντε Αλιγκιέρι.
Ένας μύθος ανακυκλώνεται γύρω από το πώς ένα νεαρό κορίτσι μπορεί να εμπνέει τον έρωτα, το σεξ - μια σάρκα γεμάτη εξερεύνηση της εφηβικής σεξουαλικής αναζήτησης.
Βρισκόμαστε να ακολουθούμε ηδονοβλεπτικά τις προκλήσεις του νεαρού κοριτσιού, η οποία καταπιάνεται με την πορνεία καθώς ισορροπεί ακροβατώντας μυστικά σε μια διπλή ζωή.
Ένας χαρακτήρας πιο συχνά ιδωμένος μέσα από τα μάτια τρίτων, παρά μέσα από τα δικά της.
Το επιφυλακτικό και συναρπαστικό πορτρέτο μιας δεκαεπτάχρονης, σε τέσσερα εποχιακά κεφάλαια που δομούν άξια ενός έτους δράση και τέσσερα τραγούδια της Françoise Madeleine Hardy να αναδεικνύουν κάθε τμήμα της ταινίας σαν σημεία στήριξης, καθώς οι στίχοι και η μουσική είναι απλά αργές αναγωγές από αυτό που διαφαίνεται στην οθόνη.
Σκιαγραφείται η φαιά ουσία της ψυχοσύνθεσης της Isabelle (Vacht) και στην ουσία τα συμπεράσματα είναι όλα δικά μας - το βάθος των συναισθημάτων, η αίσθηση της ειρωνείας, οι συνέπειες των πράξεων και ούτε ένα ίχνος αυτοκριτικής;
Η απαγορευμένη συγκίνηση;
Μήπως είναι όλα για τα χρήματα; (αν και δεν θα έστεκε μια τέτοια ερμηνεία, καθότι η θέση της στην μπουρζουαζία αναιρεί αυτή την προοπτική).
Η απάντηση λοιπόν είναι όλα τα παραπάνω καθώς επίσης και τίποτα από τα παραπάνω.
Ο Οzon δεν είναι ξένος στην καλαισθησία των προκλητικών εικόνων και αυτό απογειώνεται δίχως άλλο προσεκτικά και πειστικά σε κάθε στιγμή του φιλμ.
Είναι όμως που αποφεύγει με έντονα αντί-ψυχολογική διάθεση να εξηγήσει την Ιsabelle.
Δεν προσπαθεί καθόλου να δώσει κάποια ρητή ψυχολογική εξήγηση.
Ο Ozon εισάγει την ηρωίδα μας μέσα από το πρίσμα του ανδρικού βλέμματος (ο μικρότερος αδελφός της να την κοιτάει μέσα από τα κιάλια στην παραλία στο πρώτο πλάνο άνοιγμα της εικόνας) και γενικά στην όλη ροή καδράρει το πρόσωπό της με μεσαία και γκρο πλάνα, σε αντίθεση με σκούρες και βαθιές χρωματικές αποχρώσεις στο φόντο για να τονίσει τη μοναδική ομορφιά της.
Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί ένα μοτίβο για να αναπτύξει την αντίληψη ότι για την ηρωίδα μας το σεξ και η πορνεία είναι μια μορφή φυγής, υπέρβασης μακριά από την κοινοτυπία.
Γι’ αυτό και η αποξένωση από τους συμμαθητές της είναι ορατή καθώς ωθείται να βιώσει κάτι πέρα από την καθημερινή ρουτίνα.
Είναι ένα σιωπηρό ενδοσκοπικό εύρημα, ένα σχεδόν δημοσιογραφικό δράμα της εποχής μας, μια ηδονοβλεπτική μάτια στο πώς ένα κορίτσι το οποίο έχει τα πάντα, αλλά που έχει ενθαρρυνθεί από το κάρμα του κόσμου γύρω της, μετράει την αξία του με μια άκρως ψυχρή εκδοχή καταναλωτικών όρων που μπορεί να επιλέξει, όχι από περιέργεια ούτε από ανάγκη.
Μήπως η δράση της σε όλη την ταινία είναι αδικαιολόγητη;
Η έλλειψη τύψεων και η ικανότητά της για συναισθηματικό μούδιασμα είναι που κάνουν το χαρακτήρα της πιο αιχμηρά σοκαριστικό.
Ο φευγαλέος ολισθηρός χαρακτήρας λοιπόν της Vacht είναι που κρατάει όλο το έργο, από όλες τις πλευρές του, σεναριακά, σκηνοθετικά, ηχητικά.
Μια ακραιφνής, διχασμένη απόδοση του ρόλου ειδικά προς το τέλος όπου η Isabelle αρχίζει να αισθάνεται την ανικανότητα ανάκτησης της αθωότητας που τόσο βάναυσα έχει παραμερίσει.
Δυστυχώς για αυτήν, δεν είναι η Lolita.
Καθώς κατευθύνεται προς το κλείσιμό της, η ταινία δεν στρέφεται ούτε μια φορά ηθολογικά ως προς την όλη θεματολογία της και ευτυχώς δεν εστιάζει σχεδόν καθόλου στο οικογενειακό δράμα.
Το μυστήριο εμβάθυνσης καθώς συνοψίζονται οι εικόνες βασίζεται απλά σε έννοιες που βρίσκονται πολύ κοντά στον σημερινό ιδιότροπο ρεαλισμό.
Η νεότητα που συνοδεύεται από αψεγάδιαστη ομορφιά, η ομορφιά που συνοδεύεται από ναρκισσισμό, ο ναρκισσισμός που συνοδεύει τον χαρακτήρα και οι συνέπειες όλων αυτών.
Στη μέση της ταινίας, ο σκηνοθέτης βάζει τους συμμαθητές της Isabelle και την ίδια να απαγγείλουν ολόκληρο το ποίημα “Roman’’ του Arthur Rimbaud το οποίο ξεκινάει με την φράση 'Κανείς δεν είναι σοβαρός στα δεκαεπτά του χρόνια'…
Αυτό ίσως συνοψίζει όλη την σημασία της ταινίας από μόνο του
Στις αίθουσες από 17 Οκτωβρίου.
Γεωργία Ξανθάκου.