Γεννημένος στην Τυνησία και μεγαλωμένος στην Νίκαια της Γαλλίας, ο Abdellatif Kechiche όντας ηθοποιός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος, είναι ο νικητής του Χρυσού Φοίνικα και του βραβείο Fipresci στο φετινό φεστιβάλ Καννών με το τόσο ανοιχτό και ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο διαμαντάκι του, La vie d'Adele.
Αυτό φυσικά δεν μας εκπλήσσει, καθότι η κινηματογραφική του πορεία συνοδεύεται από διάφορες βραβεύσεις.
Έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο το 2000 με το La Faute à Voltaire και το 2003 σκηνοθέτησε το L'esquive, το οποίο κέρδισε ένα βραβείο César Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερης Σκηνοθεσίας.
Εν συνεχεία παρουσίασε το La graine et le mulet το 2007 στο 64ο φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας όπου τιμήθηκε με το ειδικό βραβείο της κριτικής επιτροπής.
Το φιλμ επίσης κέρδισε με τη σειρά του βραβείο Cesar καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας.
Το φετινό λοιπόν δημιούργημα του Kechiche ξεπροβάλει και ξεχωρίζει στις Κάννες, αλλά δυστυχώς με υπόβαθρο πικρών αντιπαραθέσεων μεταξύ των συντελεστών της ταινίας.
Παρότι ο Χρυσός Φοίνικας σηκώθηκε με εθιμοτυπικά φιλιά και δάκρυα ευγνωμοσύνης, αρκετές μέρες μετά την βράβευσή του δέχτηκε αλλεπάλληλα χτυπήματα, κατά κάποιο τρόπο λογοκρισίας από τις δυο ηρωίδες ηθοποιούς Léa Seydoux και Adèle Exarchopoulos.
Ξέσπασε διαμάχη για τις σκηνοθετικές μεθόδους εργασίας του Kechiche.
Κατηγορίες περί πνευματικής παρενόχλησης, υπερωρίες και παραβιάσεις εργατικής νομοθεσίας.
Με τα ακριβή λόγια της Lea Seydoux για την όλη αρνητική αίσθηση που της άφησε το πλατό αυτής της ταινίας: '...η καλλιτεχνική επιτυχία δεν δικαιολογεί τα πάντα.'
Ήταν σαφές λοιπόν πως μια τέτοια ταινία θα προκαλούσε αντιδράσεις.
Ένα πράγμα που μπορούμε να πούμε με σιγουριά είναι ότι αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο στην ιστορία του κινηματογράφου, ειδικά όταν πρόκειται για βασανισμένες σχέσεις μεταξύ σκηνοθετών και θηλυκών αστέρων.
Ο Alfred Hitchcock κρατάει τα ηνία, καθώς παρενοχλούσε σεξουαλικά τις πρωταγωνίστριες του με τρόπους που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως παράνομοι και προσβλητικοί.
O Bernardo Bertolucci έγινε γνωστός για την πονηριά του στο πλατό και την συναισθηματική του κακοποίηση.
Η Maria Schneider δήλωσε βιασμένη και διαμαρτυρήθηκε για την κομβική σεξουαλική σκηνή με τον Marlon Brando στο Last Tango in Paris.
Η Faye Danaway έριξε ένα φλιτζάνι με ούρα της στο Roman Polansky κατά τα γυρίσματα της τελικής σκηνής στο Chinatown.
Ο Lars Von Trier μάλωνε με την Bjork κατά τη διάρκεια του Dancer in the Dark, όπως επίσης και με την Nicole Kidman στα γυρίσματα του Dogville.
Κλπ, κλπ...
Η αγάπη δεν έχει φύλο και το La vie d'Adele είναι μια πολύ προσωπική εμπειρία.
Αποτελεί μια ιστορία που παραδίδεται στην στοργική αγκαλιά της παραδοξότητας.
Με την Emma (Lea Seydoux, Mission Impossible Ghost Protocol) μεγαλύτερη σε ηλικία, ομοφυλόφιλη, καλλιτέχνης κάπως εκκεντρική με τα μπλε της μαλλιά και την αυτοπεποίθηση της, με μια ελαφρώς μυστηριώδης αύρα και φιλοσοφία, να γοητεύει και να συνεπαίρνει την νεαρή, αισθησιακή 19χρονη Adele Exarchopoulos ως Adele, η οποία με χάρη και με οικειότητα αποδίδει τον νεανικό δυναμικό χαρακτήρα της με ένα ιδιαίτερα συγκινητικό τρόπο.
Σε ένα μεγάλο βαθμό η ταινία γυρίστηκε σε close-up και επικεντρώθηκε στις αξιόλογες ερμηνείες.
Είναι μια έντονη πορεία με δομή και σενάριο, που καλύπτει θέματα πολύ πέρα από την σεξουαλική ανακάλυψη και τις σεξουαλικές πολιτικές των σχέσεων.
Η ταινία γυρίστηκε στην ανεπιτήδευτη επαρχιακή πόλη της Λίλ, και απεικονίζει τις κοινωνικές και πολιτικές ανησυχίες της σύγχρονης πολυπολιτισμικής Γαλλίας.
Διαδηλώσεις κατά των αυστηρών οικονομικών μέτρων και παρελάσεις ομοφυλόφιλης υπερηφάνειας πάνε μαζί.
Αν ο Kechiche έχει χαρακτηριστεί ως τώρα ότι καταπιάνεται με φυλετικά και κοινωνικοπολιτικά ζητήματα στις ταινίες του (όσοι θυμούνται τα Secret of the grain και Vénus noir), έτσι και αυτή εδώ η ταινία μπορεί να θεωρηθεί μια δήλωση πατριωτισμού που αγκαλιάζει τη Γαλλία του 21ου αιώνα μαζί με την πολυπλοκότητα της και τις δυσκολίες της.
Ούτος ή άλλως, ένας σκηνοθέτης με αραβικές ρίζες για να κάνει μια ταινία με ρητές σκηνές λεσβιακού σεξ, αυτό αποτελεί μια πολιτική δήλωση από μόνο του.
Η ταινία δηλώνει με διάφορες μορφές, τις κοινωνικές και πολιτικές εκδοχές της πραγματικότητας της Γαλλίας.
Όπως για παράδειγμα απεικονίζεται αισθητά η διαφορά της κουλτούρας των δυο οικογενειών και το πώς επιδρά αυτό στις ζωές των ηρωίδων μας.
Όλα παίζουν το ρόλο στο υπόβαθρο τους.
Από τη μια η παραδοσιακή οικογένεια της εργατικής τάξης και από την άλλη η φιλελεύθερη, μποέμ, κομψή μικροαστική οικογένεια.
Τα πρίσματα είναι διαφορετικά.
Οι απόψεις και οι ιδέες διαφέρουν.
Σκιαγραφεί όλους τους χαρακτήρες και τους περιφερειακούς από τους κεντρικούς, για να μας δώσει να καταλάβουμε την ουσία της διαφορετικής κουλτούρας και νοοτροπίας, που στην ουσία μπορεί να μην επηρεάζει άμεσα τον δεσμό τους αλλά σίγουρα παίζει και αυτό το ρόλο του με τη σειρά του.
Η προκλητικά ρομαντική αυτή ταινία είναι με ένα σκυθρωπό τρόπο, ένα ιδιότροπο άδειο έπος της καρδιάς.
Τα ναρκοπέδια και τα πυροτεχνήματα της σχέσης εύκολα μπορούν να προβληθούν, αλλά δύσκολα να κατανοηθούν.
Το μοτίβο που κρατάει εδώ ο Kechiche ‘’έρωτας με τη πρώτη ματιά’’ μπορεί να μην ισχύει και τόσο στις μέρες μας αλλά εδώ αποδίδεται με επιτυχία.
Όλο αυτό το σύγχρονο γαλλικό στυλ, ο νατουραλιστικός φωτισμός, οι ήσυχοι ρυθμοί του που βγάζουν μια μακρινή λαχτάρα και προσμονή, όλα βρίσκονται σε μια αρμονία.
Ο εξτρεμισμός όμως στην αγάπη, θέλει και τις δεσμεύσεις του.
Ο Kechiche δεν έχει κάνει και την πιο πιστή μεταφορά της ιστορίας.
Και ό,τι έχει κάνει, το έχει τραβήξει στα όρια του δίχως επιστροφή.
Έχει εγκαταλείψει την τραγική όψη μιας θορυβώδης ερωτικής σχέσης και την έχει αντικαταστήσει με μακροσκελής σιωπές, καθώς επίσης έχει επιλέξει ηρωίδες που δεν μπορούν να κατοικήσουν τους χαρακτήρες ολοκληρωμένα όπως αποδίδονται και στο βιβλίο.
Η ταινία είναι βασισμένη στο graphic novel Blue Angel (2010) της Julie Maroh.
Η ίδια αξίζει να τονίσουμε πως δεν στάθηκε τόσο θερμή απέναντι στην μεταφορά του βιβλίου της σε αυτή την ταινία, σε αντίθεση με τις διθυραμβικές κριτικές που έλαβε.
Δήλωσε ότι δεν θεώρει την ταινία ως προδοσία, αλλά ως μια άλλη εκδοχή της ίδιας ιστορίας που έγραψε εκείνη.
Ασκεί έντονη κριτική στις σεξουαλικές σκηνές στη ταινία, συγκρίνοντας τες με πορνό.
Συνέχισε υποστηρίζοντας πως όλοι οι gay και queer άνθρωποι γέλασαν με την ταινία διότι δεν είναι πειστική και πως το όλο φαντάζει κάπως άκομψο.
Οι ηθοποιοί όντας straight και οι δυο, δεν θα μπορούσαν να συλλάβουν ποτέ τη χημεία που ενυπάρχει στους χαρακτήρες του βιβλίου.
Δήλωσε πως, ως φεμινίστρια, δεν μπορεί να εγκρίνει τη διατριβή διαχείρισης της θεματικής της ιστορίας της από τον Kechiche, αλλά παρόλα αυτά η θέση της αυτή ισχυρίστηκε πως παραμένει προσωπική και πως περιμένει από το γυναικείο κοινό να δει την ανταπόκριση του.
Πέρα όμως από την τόση ίντριγκα, τις αξιολογήσεις, τη διαμάχη των φύλων, τις πολιτικές και τις προσωπικές διενέξεις, το La vie d'Adele δεν είναι μια ταινία για το σεξ, ούτε για το αν είσαι ομοφυλόφιλος, ούτε τίποτα σε σχέση με αυτό.
Είναι μια ολοζώντανη, δυναμική, ρεαλιστική ταινία, με χρώμα και ζωή, με συναισθηματικά ύψη και βάθη.
Είναι τόσο κοινωνική όσο και προσωπική.
Καθολική και συγκεκριμένη.
Έχει να κάνει με τη νεότητα και τον τυφλό έρωτα, ανεξαρτήτου φύλου, τον αληθινό έρωτα που ξέρεις ότι πολλές φορές πονάει όχι μόνο όταν τον χάνεις αλλά και όταν τον έχεις.
Στις αίθουσες από 31 Οκτωβρίου.
Γεωργία Ξανθάκου.
Blue Is The Warmest Color trailer by FilmBoy-gr