Το προφίλ της ‘’οικογένειας’’ για κάποιους είναι αρεστό, φροντιστικό, ολοκληρωμένο, απόλυτο, οικείο.
Για κάποιους άλλους η οικογένεια είναι ακριβώς όπως το κουτί της Πανδώρας.
Άπαξ και ανοίξει, ουδείς γνωρίζει τι έπεται στην συνέχεια - φόντο γεμάτο φαντάσματα του παρελθόντος και ανεπίλυτα ζητήματα να κραυγάζουν για λίγη σιγή.
Φαίνεται πως η δυσλειτουργία και οι εκκρεμότητες στη ζωή απαιτούν υψηλούς μανιερισμούς για να προβληθούν ρεαλιστικά, ειδικά από τη στιγμή που ξέρουμε βαρύγδουπα και αμετάκλητα ότι μιλάμε για ένα ’κοινωνικό δράμα’.
Χρειάζεται ένας σωστός αρχιτέκτονας της σύγχυσης και του συναισθήματος, ένας σκηνοθέτης σαν τον Asghar Farhadi που όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος άλλωστε, τον ενδιαφέρει να προβάλει και να μιλά για τα περίπλοκα ζητήματα που μας επηρεάζουν στη ζωή μας και στο είναι μας.
Δυο χρόνια μετά τον «Χωρισμό», ο Farhadi επιστρέφει με το χαρακτηριστικό του ύφος στο «Παρελθόν».
Ο ερχομός του μαστορεύει για ακόμη μια φορά την οικογενειακή δυσλειτουργία, την αμφιβολία και την ενοχή.
Η κατάθλιψη, ο χωρισμός, η επαφή, οι αποστάσεις, η εμπιστοσύνη, τα ψέματα, η προδοσία, οι δεσμοί, οι αποχαιρετισμοί, η αγάπη, ο έρωτας, η οικογένεια, όλα αυτά δομούν τον κόσμο των ταινιών του Ιρανού σεναριογράφου και σκηνοθέτη.
Συνθέτει με τα πιο αιχμηρά συναισθήματα και απλώνει μπροστά μας μια συναισθηματική συμμετοχή στην ιστορία αυτής της ’μεσολάβησης και επανεύρεσης’.
Σε αυτό εδώ το δημιούργημα, ο παλιός έρωτας καλύπτει αποστάσεις.
Οι κραδασμοί ακούγονται με την έλευσή του.
Επιστροφή ανθρώπου σε άνθρωπο.
Ολισθηρά συναισθήματα και κενά.
Κάτω από την ίδια στέγη και πάλι στο παρόν.
Μια ενδιαφέρουσα δυναμική – τρίγωνο μεταξύ των τριών βασικών χαρακτήρων.
Σε κεντρικό ρόλο την Berenice Bejo (Populaire), η οποία κέρδισε με την αξία της τις καρδιές όλων στις φετινές Κάννες για αυτήν εδώ την καίρια και ωμά γήινη προσφορά της στο ρόλο.
Μια γυναίκα σε αναζήτηση εαυτού να κρέμεται από βεβιασμένες μετέωρες επιλογές, μαζί με τους συμπρωταγωνιστές της Ali Mosaffa και Tahar Rahim (The Eagle) σε αντίστοιχα ρεαλιστικές οικογενειακές ερμηνείες, να ακροβατούν όλοι μαζί στα όριά τους, καθώς η αλήθεια αχνοφαίνεται πάντα αν θες πραγματικά να την δεις.
Tα τρία παιδιά που εμπλέκονται στην πλοκή της ιστορίας, ανάμεσα τους η όχι και τόσο άγνωστη νεαρά Pauline Burlet με ρόλο στο ’La Mome’, δίνουν και αυτά με τη σειρά τους από τις πιο ώριμες ερμηνείες, όντας θύματα στην ιστορία αυτής της ίντριγκας και του διαπληκτισμού.
Ο σκηνοθέτης, θυμίζοντας πάντα λίγο την δραματουργία του Μπέργκμαν, εστιάζει πάνω απ'όλα λοιπόν στα συναισθήματα, και στην ουσία η όλη σκηνοθετική εμπειρία στηρίζεται πάνω σε αυτά.
Διακρίνονται διάφορα μοτίβα στη ταινία, με μεσαία και μερικά γκρο πλάνα όπως είναι αυτό των Χεριών, το αυτοκίνητο, οι πόρτες, τα παράθυρα - στην ουσία το ίδιο το σπίτι που διαδραματίζεται ένα μεγάλο μέρος της πλοκής εκφράζει την γειτνίαση και την απομάκρυνση των ίδιων των χαρακτήρων.
Όλη η ταινία βασίζεται σε συμβολισμούς και στην ουσία ο σκηνοθέτης είναι σαν να έχει αφήσει πίσω την απλότητά του στην κινηματογράφησή του και έχει εξελίξει κατά κάποιο τρόπο μια εκδοχή ταρκοφσκικής σημειολογίας με άξονα πάντα το σώμα, τις κινήσεις και το χώρο.
Οι ήχοι, η μουσική, δεν παύουν να παίζουν τον συμβολικό τους ρόλο καθότι η δεξιοτεχνία της έντασης και της σίγασης στο χώρο και στο χρόνο, είναι ιδιαίτερα συγκεκριμένη και κομβική, μιας και προσθέτει την δυναμική στην κάθε εικόνα πολύ στοχευμένα, ώστε να μην φαντάζουν τόσο μονότονα ορισμένα πλάνα.
Παρόλα αυτά, η ταινία ως ταινία είναι μια όχι και τόσο σύντομη πορεία προς την άβυσσο της κάθε οικογένειας.
Τα 130 λεπτά σίγουρα αφιερώνονται, αλλά και τα 90 λεπτά στην προκείμενη ταινία θα ήταν ειδυλλιακά για την όλη απόληξή της.
Ο παλμός χάνεται κάπου στη μέση, αλλά επανέρχεται με αποκαλύψεις ύψους και βάθους στο τελευταίο μισάωρο που σε κάνει σχεδόν να σκέφτεσαι μήπως η πλοκή αγγίζει τα όρια σαπουνόπερας(;)!
Γελάς λίγο μόνη στο κάθισμά σου, με τις εξελίξεις – αποκαλύψεις και σκέφτεσαι μειδιάζοντας πως μέσα από τη ζωή (;) είναι αυτή η εξτραβαγκάνζα συγκυριών και στιγμών και συνεχίζεις μέχρι το μεγάλο φινάλε.
Αξίζει όμως η αναμονή για τις τελευταίες σκηνές που είναι στην ουσία ο επίλογος – Κάθαρση.
Ένας αναστεναγμός ξεγλιστράει και νιώθεις πως αυτή η συναρμολόγηση εικόνων είναι τουλάχιστον μια αναγνωρισμένη σφραγίδα του τι πάει να πει ξεθάβω την αλήθεια και την φέρνω κοντά εν τέλει στα πιο πρόδηλα ψέματα, είτε μέσα σε μια οικογένεια είτε μέσα στον ίδιο μας τον εαυτό.
Όλοι έχουμε ’σκελετούς στη ντουλάπα μας’.
Άλλοι τους έχουμε ξεχασμένους, θαμμένους, αλλά πάντοτε ριζωμένους και άλλοι τους φέρνουμε μπροστά μας και τους αντιμετωπίζουμε καθημερινά.
Συμπτώματα ενός άλλου εαυτού μάς κάνουν να σκεπτόμαστε τι είναι αυτό ακριβώς που αποφεύγουμε;
Στις πιο χιμαιρικές μας επιθυμίες, για μια ολοκληρωμένη καρδιά ή για μια ολοκληρωμένη οικογένεια… νιώθουμε αυτό ακριβώς που θέλουμε μέσα μας.
Το βασανίζουμε, μας βασανίζει …μέχρι που μαθαίνουμε τον πιο απλό κανόνα:
Μαθαίνεις να αφήνεις για να προχωράς;
Στις αίθουσες από 10 Οκτωβρίου.
Γεωργία Ξανθάκου.