Έχει αναφερθεί σε προηγούμενες κριτικές ότι είναι άδικο να συγκρίνεις μια ταινία με μια αληθινή ιστορία ή ένα βιβλίο, καθότι άλλη οπτική πλευρά έχει αυτός που έχει γράψει τα γεγονότα, τα οποία προφανώς και έχει παρακολουθήσει, και άλλη αυτός που κάνει την ταινία.
Το θέμα λοιπόν είναι καθαρά του τι έχει να πεί η κάθε ταινία στον θεατή.
Και βέβαια, όταν και η ίδια η ταινία αποτυγχάνει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, τότε παύει να υφίσταται η παραπάνω θεωρία και έτσι όλα επικεντρώνονται στην αστοχία της ίδιας της ταινίας.
Το διαπιστώσαμε και στο πρόσφατο Jobs, όπου υπήρχαν όλα τα φόντα για να δημιουργηθεί μια τρομερή βιογραφία (ενός θέλουμε δεν θέλουμε σημαντικού προσώπου της σύγχρονης τεχνολογίας), όπου ακόμα και ο Kutcher ηταν πολύ καλός, και εν τέλει μας προέκυψε ένα δίωρο αδιάφορο διαφημιστικό της Apple.
Στο The Sapphires μεταφερόμαστε στο 1968, κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, όπου η ζωή αλλάζει για πάντα για τέσσερις κοπέλες Αβοριγίνες.
Οι αδελφές Cynthia (Miranda Tapsell), Gail (Deborah Mailman), Julie (Jessica Mauboy) και Κay (Shari Sebbens) ανακαλύπτονται από τον Dave (Chris O' Bowd, This Is 40), ένας σκάουτερ ταλέντων με καλή καρδιά, χωρίς γνώσεις πάνω στο ρυθμό, αλλά πολλές για τη μουσική σόουλ γενικότερα.
Πλασάροντας τις ως τις Αυστραλές Supremes, ο Dave τους κλείνει την πρώτη τους μεγάλη περιοδεία και τις στέλνει στο Βιετνάμ να τραγουδήσουν για τους Αμερικανούς φαντάρους.
To ότι η παραγωγή (για τα δεδομένα της ιστορίας που θέλει να αφηγηθεί) είναι φτωχότατη (σε ποιότητα κατα κύριο λόγο) κανει μπάμ από μακριά, αλλά στην τελική δεν σε ενοχλεί τόσο, όσο οι μέτριες έως και κακές ερμηνείες, αλλά και φυσικά η ανύπαρκτη σκηνοθεσία του Wayne Blair που δεν βοηθάει καθόλου την κατάσταση.
Όλοι σχεδόν οι ηθοποιοί (εκτός ίσως του Ο' Bowd, αλλά με εξαιρέσεις και αυτός) δείχνουν να βαριούνται και απλά να διεκπεραιώνουν τους ρόλους τους δίχως τσαγανό και τσαχπινιά (πέρα ίσως από 2-3 τραγούδια), πράγμα εντελώς αντίθετο με την πραγματική ιστορία.
Η τετράδα των γυναικών και σε αρκετές στιγμές ο Dave δεν καταφέρνουν να πείσουν τον θεατή παρά τις φιλότιμες προσπάθειες τους, και είναι φανερή σε αρκετά σημεία η απειρία τους (3 από τις 4 συμμετέχουν πρώτη φορά σε ταινία).
Mόνο στα τραγούδια δικαιολογούν την παρουσία τους.
Αυτή η ιστορία θα μπορούσε να αποτελέσει πόλο έλξης για τον θεατή, αλλά δεν το καταφέρνει και σε αυτό δεν φταίνε σίγουρα μόνο οι ερμηνείες.
Η ταινία σχεδόν σε όλη της την διάρκεια δεν αποδίδει καθόλου καλά, δεδομένου ότι η ταινία δεν έχει αρχή μέση και τέλος και όλα μας δείχνουν ότι είναι γραμμένα και σκηνοθετημένα στο πόδι.
Υπάρχουν όλα τα εχέγγυα για μια μεγάλη ταινία (feel good τραγούδια, εμπνευσμένη αληθινή ιστορία, American dream) και τελικά η ταινία κατορθώνει να είναι τόσο αδιάφορη (γιατί περι κατορθώματος πρόκειται) που τελικά δεν σου μένει τίποτα στο φινάλε.
Άντε το πολύ δυο-τρια τραγούδια, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι αρκετά αυτά για να δικαιολογήσουν μια απίστευτα υποτονική ταινία, που δεν έχει ούτε πειστικές ερμηνείες, ούτε καλή αποτύπωση της εποχής και το κυριότερο δεν έχει νεύρο και δεν παρασύρει σε κανένα σημείο της τον θεατή.
Το Αυστραλέζικης παραγωγής The Sapphires έκανε πρεμιέρα στις Κάννες τον Μάη του 2012, ενώ προβλήθηκε σε λίγες αίθουσες της Αμερικής στις 22 Μαρτίου 2013.
Νίκος Δρίβας.