Η κριτική μιας ταινίας όπως το Hunger Games: Catching Fire μπορεί να πάρει δυο τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις.
Από την μια, όπως όλα δείχνουν το συγκεκριμένο franchise έχει υψηλότερες προδιαγραφές και δυνατότητες εξέλιξης από τις γνωστές young adult άπρακτες στις όποιες μας έχουν συνηθίσει οι Αμερικάνικες εταιρείες παραγωγής.
Παράλληλα, επιτέλους βλέπουμε ένα sequel που είναι μακράν καλύτερο από την αρχική ταινία.
Πιο προσεγμένο, πιο ολοκληρωμένο και με περισσότερες προεκτάσεις.
Όμως, κάπου εκεί αρχίζουν να "μπαίνουν στο παιχνίδι" ορισμένα ερωτηματικά.
Πού θα βρισκόταν η ταινία αν δεν είχε όλο αυτό το αδικαιολόγητο hype να την στηρίζει και να την προωθεί;
Πόσο διαφορετικά θα την αντιμετώπιζε το κοινό αν δεν ήταν τμήμα ενός franchise πάνω στο οποίο έχουν επενδυθεί τεράστια ποσά;
Και εν τέλει, η αντικειμενική της αξία υπερβαίνει τον θόρυβο γύρω από το όνομα της, ή μήπως συμβαίνει το αντίστροφο;
Το Catching Fire ξεκινά εκεί ακριβώς που το πρώτο Hunger Games μας άφησε.
Αφού η Katniss Everdeen (Jennifer Lawrence, House at the End of the Street) και ο Peeta Mellark (Josh Hutcherson, Red Dawn) επέζησαν από τους 74ους Αγώνες Πείνας και αποφάσισαν να αποχωρίσουν μαζί αντί να σκοτώσουν ο ένας τον άλλον, επιστρέφουν στην πτέρυγα που ανήκουν.
Η περιπέτεια της Katniss μοιάζει να έχει φτάσει στο τέλος της ωστόσο ο πρόεδρος της Capitol (Donald Sutherland, The Best Offer) έχει άλλα σχέδια στο μυαλό του.
Το love story που αναπτύχθηκε στους Αγώνες Πείνας αποτελεί ιδανικό αντιπερισπασμό για να συνεχίσουν οι φασιστικές πολιτικές της ηγεσίας.
Έτσι, το υποτιθέμενο ζευγάρι θα αναγκαστεί να κάνει μια τουρνέ στις υποδουλωμένες περιφέρειες για να αναχαιτίσει τις επαναστατικές διαθέσεις των κατοίκων και να περιορίσει τις πολιτικές αναταραχές.
Σταδιακά, γίνεται σαφές πως η Katniss δεν είναι διατεθειμένη να συμμετάσχει στα παίγνια της Capitol και να γίνει ένα ακόμα πιόνι της πολίτικης σκακιέρας.
Η θαρραλέα ηρωίδα είναι ήδη εξεγερμένη και δεν φοβάται να το δείξει.
Βλέποντας την κατάσταση να παίρνει επικίνδυνες διαστάσεις, ο πρόεδρος Snow θα συμβουλευτεί τον ιθύνοντα νου πίσω από τα Hunger Games, Plutach (Phillip Seymour Hoffman, A Late Quartet), και θα καταλήξουν σε μια νοσηρή απόφαση.
Με αφορμή την επέτειο της αποτυχημένης επανάστασης θα στήσουν για μια ακόμα χρονιά τα Hunger Games, μόνο που αυτή την φόρα θα συμμετάσχουν οι νικητές των προηγούμενων ετών.
Η Katniss χωρίς να έχει επιλογή θα αναγκαστεί να επιστρέψει και να πολεμήσει για την ζωή της.
Πλέον, δεν είναι μια κοπέλα που επιλέχτηκε τυχαία, αλλά το σύμβολο της εξέγερσης που πρέπει να εξοντώσει πάση θυσία η ηγεσία της Capitol.
Το Catching Fire χαρακτηρίζεται από την ποιότητα των επιμέρους στοιχείων του, ενώ συγχρόνως γίνεται αντιληπτό πως θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερο.
Το πρώτο μισό της ταινίας, το οποίο συγκεντρώνεται στο να αναδείξει την κοινωνική αναταραχή και την ακρότητα των φασιστικών πολιτικών, λειτουργεί σωστά καθώς καταφέρνει να δώσει ένα μεγαλύτερο υπόβαθρο στην ταινία και να σε φέρει πιο κοντά στους βασανισμένους χαρακτήρες.
Όμως, ποτέ το πολιτικό σχόλιο του Catching Fire δεν υπερβαίνει την Αμερικάνικη MTV κουλτούρα που το περιβάλει.
Ναι μεν θα σου δείξει μια στυγερή δολοφονία και ένα δημόσιο μαστίγωμα, αλλά σε κανένα σημείο του έργου δεν θα προβάλει ξεκάθαρα την αλλοίωση και την προσβολή της προσωπικότητας των χαρακτήρων μπροστά στις τερατώδεις πράξεις της Capitol.
Ακόμα, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αυτό το δεύτερο Hunger Games λειτουργεί σαν συνδετικός κρίκος του franchise.
Όπως συμβαίνει συνήθως, αυτά τα έργα συγκεντρώνονται περισσότερο στους χαρακτήρες και στο δράμα τους παρά στην δράση.
Συνεπώς, η πλοκή μένει στάσιμη σε αρκετά σημεία αφού την μερίδα του λέοντος από το μελάνι του σεναριογράφου, Simon Beaufoy, καταλαμβάνει η "ανύψωση" των ηρώων και η συναισθηματική ταύτιση κοινού και πρωταγωνιστών.
Ακόμα και έτσι, η δράση αυτή καθ'αυτή θα μπορούσε να στέκεται καλύτερα και να έχει σημαντικότερο ρόλο στην εξέλιξη του έργου.
Αντίθετα, οι έξυπνες σκηνές μάχης και ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους παίχτες έχει πρακτικά εξαλειφθεί αφού πλέον οι διοργανωτές του Hunger Games αποφάσισαν να εξοντώσουν τους διαγωνιζόμενους με άλλα μέσα.
Το μεγαλύτερο ατού του Catching Fire θα το εντοπίσουμε στις ερμηνείες που, μετά και την προσθήκη του Philip Seymour Hoffman, έχουν απογειωθεί.
Η Jennifer Lawrence ως η κεντρική πρωταγωνίστρια που πάνω της στήνεται η ταινία, φαίνεται να έχει συλλάβει με ακρίβεια τον ρόλο της ώριμης και θαρραλέας Katniss.
Η ερμηνεία της είναι ρεαλιστική και μεστή, μετριάζοντας κατά κάποιο τρόπο τις υπερβολές του σεναρίου.
Ο Woody Harrelson (Now You See Me) υποδύεται τον αξιαγάπητο αλκοολικό σύμβουλο της Katniss και με την ερμηνεία του αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του πως ένας ηθοποιός πρώτης γραμμής μπορεί να δώσει ζωή σε έναν β'ρόλο.
Παρομοίως, η Elizabeth Banks (Movie 43) και ο Stanley Tucci (Percy Jackson: Sea of Monsters) με την θεατρικότητα και τις φρενήρεις ερμηνείες τους αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της επιτυχίας του Catching Fire.
Η αδικαιολόγητα μεγάλη διάρκεια του έργου (146') θα σε προδώσει σε ορισμένα σημεία καθώς η διαρκής εξέλιξη του χαρακτήρα της Katniss - από φτωχό κορίτσι στο Πρόσωπο της επανάστασης - μπορεί να έχει ενδιαφέρον, αλλά δεν είναι αρκετή για να μαγνητίσει την περιέργεια και την αγωνία σου.
Ακόμα, με παραξένεψε αρκετά το γεγονός πως οι χαρακτήρες του Peeta και του Gale (Liam Hemsworth, Love and Honor) δεν είχαν την ανάλογη ανοδική πορεία.
Το ερωτικό τρίγωνο ανάμεσα στην Katniss και τα δυο νεαρά αγόρια δεν ολοκληρώνεται και ούτε παίρνει ένα σαφή προσανατολισμό, ενώ οι δυο αυτοί χαρακτήρες παραμένουν στο παρασκήνιο και εμφανίζονται μονάχα οπότε εξυπηρετούν το σενάριο.
Ως επί το πλείστον, το Catching Fire είναι μια ταινία δυο ταχυτήτων.
Με μια κοινωνικά ευαίσθητη αλλά βαρετή αρχή και ένα δεύτερο μέρος γεμισμένο με PG-13 δράση.
Η μανία γύρω από το όνομα του θα παραμείνει μυστήριο για μένα, ωστόσο μπορώ να αναγνωρίσω πως το συγκεκριμένο sequel αν και αναίμακτο, είναι μια σημαντική προσθήκη στην ιστορία των Hunger Games.
Στις αίθουσες από 28 Νοεμβρίου.
Γιώργος Καραμάνος.
The Hunger Games: Catching Fire trailer #2 by FilmBoy-gr