Από το 1962, όταν έκανε το ντεμπούτο του με το The Grim Reaper, μια ταινία στον απόηχο της κινηματογράφησης του Rashomon με σενάριο γραμμένο από τον Pier Paolo Pasolini, μέχρι και το 1990, όταν σκηνοθέτησε μια υποτιμημένη προσαρμογή του Paul Bowles ’’The Sheltering Sky’’, o Bernardo Bertolucci είναι υπεύθυνος για μερικές από τις καλύτερες ταινίες της εποχής μας.
Αν ανακαλέσω τις καλύτερες κινηματογραφικές στιγμές του, αυτές θα ήταν το Il conformista (1970), όπου κατάφερε και συγκέντρωσε τον Μαρξ και τον Φρόιντ με προκλητικούς και πειστικούς τρόπους, το επιβλητικά ερωτικό The Last Tango in Paris, και το The last emperor (1987), το οποίο κέρδισε 9 όσκαρ και θεωρείται από τις πιο άρτιες βιογραφικές ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου.
Ο Bernardo Bertolucci απουσιάζει από τον χώρο του κινηματογράφου εδώ και δέκα χρόνια, με την τελευταία του σκηνοθετική απόπειρα το The Dreamers (2003), όπου ήταν μια μεταφορά - επανάληψη του Les enfants terribles (1950) του Jean Cocteau, μια ταινία αναφορά για τη δεκαετία του 1960 στο Παρίσι.
Από τις αγαπημένες μου στιγμές στο σινεμά, αυτή η σύνθεση αταξικών χαρακτήρων, σεξουαλικής αφύπνισης και το τέλος της αθωότητας πάντα να καραδοκεί.
Ο χρόνος πέρασε και άφησε σημάδια στη ψυχή και στο σώμα του σκηνοθέτη.
Αν και μαστίζεται από κακή υγεία εδώ και πολλά χρόνια με σοβαρά προβλήματα στη μέση και όντας πια καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, ο Bertolucci παραμένει αισιόδοξος και φέρνει εις πέρας την παραγωγή του τελευταίου βιβλίου του Niccolò Ammaniti "Io e te", (Me and you) του 2012.
Η πρώτη ταινία του σκηνοθέτη σε ιταλική γλώσσα εδώ και 30 χρόνια.
Θέλοντας να αποδείξει πως ως Ιταλός δεν έχει χάσει την ικανότητα να μεταφράζει και να μεταφέρει εφήβων ανησυχίες στην οθόνη μετά από την αναγκαστική απουσία του από τη βιομηχανία του σινεμά.
Όπως δήλωσε άλλωστε και ο ίδιος ο σκηνοθέτης: “έχω εξαχνίσει τα πάντα σε σχέση με το σώμα και έτσι έχω περισσότερο χώρο για το μυαλό’’.
Πλησιάζοντας λοιπόν το νέο δημιούργημά του, βλέπουμε τον Bertolucci να βγαίνει από τη ναφθαλίνη και μέσα από αυτή την καθυστερημένη επιστροφή του προσπαθεί να μας καλύψει όλες τις υψηλές μας προσδοκίες για κάτι φρέσκο και πραγματικό.
Όλες οι προσπάθειες που μιμούνται το παρελθοντικό μεγαλείο συχνά είναι καταδικασμένες να αποτύχουν.
Σε κάποιο βαθμό απροσδόκητα και σοφά, ο σκηνοθέτης μας παρουσιάζει κάτι εντελώς διαφορετικό και σύγχρονα προσεγγίσιμο.
Με το Me and You επιστρέφει στην έντονη οικειότητα που έχουν οι πιο ισχυρές του ως τώρα ταινίες · από τα εγκαταλελειμένα δωμάτια του Last tango in paris κατεβαίνουμε μαζί του σε ένα ρυπαρό υπόγειο με μόνο δύο χαρακτήρες να βρίσκουν ανάπαυλα από τα συναισθήματα της σύγχυσης και της αηδίας τους.
Tον αγέλαστο μοναχικό έφηβο Lorenzo (Jacopo Olmo Antinori) και την εκκεντρική τοξικομανή ετεροθαλή αδερφή του Olivia (Tea Falco).
Εμπιστευτικά εκ βαθέων ειλικρινής ερμηνεία κυρίως από την Tea Falco.
Οι κύριοι χαρακτήρες έχουν πολύ λίγο από το πάθος και τον ιδεαλισμό του Fabrizio στο Prima della rivoluzione (1964), ή οποιαδήποτε ομοιότητα με τους ζαλισμένους παρατηρητές των γεγονότων του Μάη του 1968 στο The Dreamers (2003).
Αντ 'αυτού, είναι πολύ κοντά στον 21ο αιώνα, αποξενωμένοι, κατεστραμμένοι και δύσπιστοι όσον αφορά το ‘’ναρκοπέδιο’’ της σημερινής κοινωνίας.
Η συνάντησή τους μετά από τόσα χρόνια και η εριστική ολιγοήμερη αναγκαστική συμβίωσή τους, συνθέτει όλη την δυναμική της ιστορίας.
Οι ήρωές μας έχουν ανάγκη από προσοχή και αγάπη και μέχρι το τέλος της ταινίας δείχνει πως τελικά καταφέρνουν να έρθουν κοντά και να αλληλεπιδράσουν.
Η ταινία έχει να κάνει με αυτά που δεν θα συμβούν, όσο και με αυτά που συμβαίνουν.
Έχει να κάνει με τις λέξεις όσο και με τις σιωπές.
Η σκηνοθεσία επικεντρώνεται σε κεντρικούς ζοφερούς χώρους όπου η Olivia περνάει το μαρτύριό της προς την ανάκτηση εαυτού από την τοξικομανία.
Με έντονα πλάνα που πραγματεύονται την αποξένωση και τη λύτρωση, επικεντρώνεται αρκετά στην αρρώστια του εθισμού της ηρωίνης, ίσως θέλοντας να δείξει ρεαλιστικά το πορτραίτο ενός τοξικομανή στην πορεία του προς την απεξάρτηση.
Όλος αυτός ο χείμαρρος σκοτεινών εικόνων και ψυχολογικών εκρήξεων υπό τους ρυθμούς των The cure, Arcade fire και David Bowie.
Ακόμα και σε ένα σκοτεινό υπόγειο όλα τα συναισθήματα κραυγάζουν κάπως φωτεινά.
Όσο για την δεξιοτεχνία του, την καλαισθησία του και το προσωπικό του σκοτάδι, οι λίγες υπαίθριες εξωτερικές σκηνές μας δείχνουν πως ο Bertolucci δεν έχει χάσει την αίσθηση του να εργάζεται με το φως και ιδιαίτερα με τις αντανακλάσεις του.
Η πάροδος των ημερών μέσα στο υπόγειο μας κάνει να χάνουμε την αίσθηση του χρόνου.
Τα πάντα είναι προγραμματισμένα σε αυτή την ταινία, αν και το αποτέλεσμα είναι κάτι αβίαστο.
Όπως και οι αντανακλάσεις, έτσι και αυτή η ιστορία αποκαλύπτει ένα απροσδόκητο βάθος στην αντιμετώπιση των ψευδαισθήσεων.
Ίσως στο τέλος της ταινίας ο Lorenzo δεν χρειάζεται πια τον θεραπευτή του να του ζητάει να προσεγγίσει το τι είναι νορμάλ.
Αυτό που θέλει να πει η ταινία είναι πως τίποτα δεν είναι μόνο φυσιολογικό και πολλές φορές δεν χρειάζεται και να είναι.
Το Freezeframe πλάνο στο τέλος είναι ίσως ένα νεύμα στον François Truffaut, αν και η κατάληξή του στο σύνολό της ίσως να είναι και λίγο βιαστική.
Όπως και να έχει όλα είναι και θα είναι υποκειμενικά.
Ο Bertolucci παραμένει μια υπολογίσιμη δύναμη που ξεπροβάλει και αφήνει το σημάδι του μετά από τόσα χρόνια ακόμα και μέσα από ένα σκοτεινό ρυπαρό υπόγειο.
Από 7 Νοεμβρίου στους κινηματογράφους.
Γεωργία Ξανθάκου.