Όταν μια ταινία χρησιμοποιεί για soundtrack στις εισαγωγικές σκηνές ενός παιδικού πάρτι γενεθλίων, την μπαλάντα του Leonard Cohen, “Dance me to the end of love“, ένα τραγούδι που παρότι είναι δομημένο ως ένα τραγούδι αγάπης, είναι στην πραγματικότητα εμπνευσμένο από το ολοκαύτωμα, τότε είναι σχεδόν διαισθητικά προφανές πως το υπόλοιπο της ιστορίας δεν θα καταλήξει πουθενά ευχαρίστα.
Ο Αλέξανδρος Αβρανάς έρχεται με το αιχμηρό Miss Violence (Αργυρός Λέοντας, Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας), να μας βυθίσει σε μια αλληγορία πάνω στην σύγχρονη κοινωνική διαφθορά μέσω του καθημερινού εκφυλισμού του πολιτισμού και του ίδιου του ανθρώπου.
Ο οπτικός μας φλοιός καταρρέει για ακόμη μια φορά μπροστά σε όλα αυτά που ξεφεύγουν από το ‘’φυσιολογικό .
Ο Νέος Ελληνικός κινηματογράφος έχει κατακλεισθεί πια από τις σύγχρονες εκδοχές της 'Ελληνικής οικογενειακής Τραγωδίας' (Κυνόδοντας το 2009, Αttenberg το 2010, Άλπεις το 2011) και συνεχίζει να καταπιάνεται με θεματολογίες ταμπού και άφθονη έκθεση προβλέψιμων ή και μη εικονικών διαστροφών.
Εκ των πραγμάτων όμως, αυτό το μοτίβο ταινιών έχει φορεθεί πολύ την τελευταία πενταετία και έχει κάπως κουράσει, να σοκάρει με τον ίδιο αν όχι με παρόμοιο κάθε φορά τρόπο.
Ο Αβρανάς φαίνεται να συμμερίζεται το ενδιαφέρον του Γιώργου Λάνθιμου (Κυνόδοντας, Άλπεις ) και της Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη (Attenberg, Τhe Capsule) πάνω στο προφίλ των δυσλειτουργικών οικογενειών.
Παρόλα αυτά, ο ίδιος κρατάει την προσωπική του χροιά σε όλη την ταινία, καθώς με αιχμηρές δόσεις ειρωνείας ακολουθεί την εγχώρια σεξουαλική κακοποίηση και ξεδιπλώνει ένα είδος συσσωρευτικού μουδιάσματος εξουσίας.
Το Μiss Violence είναι χειρουργικά κομμένο και ραμμένο, προσεγμένο έτσι ώστε να παραδίδει ολοκληρωμένα την παράνοια και τον κλονισμό που του αρμόζει...
Ξεκινά με βία.
Ανοίγει με ένα πάρτι γενεθλίων και με μια αυτοκτονία.
Η συνέχεια είναι μια σύνθεση επιβλητικών χαρακτήρων που ζουν καθεστωτικά με δόσεις απολαύσεων και απειλών, προνομιών και τιμωριών.
Ο Αβρανάς ζωγραφίζει με βιδωτές στροφές το χρονικό της κατάρρευσης της οικογενείας σε μια σύγχρονη Αθήνα που αιμορραγεί.
Από την αρχή της ταινίας αντιλαμβάνεσαι πως πρόκειται για ένα δημιούργημα φανερά φτιαγμένο από το χέρι ενός Έλληνα σκηνοθέτη επηρεασμένο από την New wave ελληνική σύγχρονη κινηματογράφηση.
Τα αποκαλυπτικά σημάδια είναι πολλά.
Από τις παστέλ αποχρώσεις, από τα αυστηρά έπιπλα που μοιάζουν να έχουν προσγειωθεί στα πλάνα μας σαν να ναι παρμένα από κάποιο προάστιο της δεκαετίας του 1960, την τεχνική παρουσίαση μιας σχεδόν σατυρικά σκληροπυρηνικής οικογενείας, καθώς και την κλιμακωτή περίοδο έκφρασης ακραίας βίας.
Έχουμε λοιπόν μια δύσκαμπτη γιορτή γενεθλίων με την εορτάζουσα Αγγελική (Chloe Bolota) να κάνει τα ανάλαφρα βήματα της πάνω από τον τέταρτο όροφο σε ένα φίνο άλμα προς τον θάνατο της.
Η υπόλοιπη οικογένεια ο πατέρας (Θέμης Πάνου), η σύζυγος (Ρενη Πιττάκη), η μητέρα της εορτάζουσας (Ελένη Ρουσσινού), η πρωτότοκη κόρη Μυρτώ (Σισσυ Τουμαση), ο γιος Φίλιππος (Κωνσταντίνος Αθανασιάδης) και η νεότερη κόρη Αλκμήνη (Καλλιόπη Ζωντανού) αρχίζουν σταδιακά να απομακρύνονται από την λήθη και να οδηγούνται προς την καταστροφή και την αυτοκαταστροφή.
Το υπόλοιπο φιλμ μας φέρνει κοντά στα ιδιαίτερα κίνητρα αυτοκτονίας της Αγγελικής, καθώς έρχονται στο φως σιγά όλες οι αντικοινωνικές, διαστροφικές ρυθμίσεις διαβίωσης της οικογένειας αυτής.
Το Miss Violence αφηγείται την ιστορία επιτρέποντας τη μεθυστική συναισθηματική δυναμική των μελών να συντονίσει όσο πιο έντονα τις έξω φρενών διακηρύξεις της.
Οι ενέργειες του πατέρα στα τελευταία στάδια της ταινίας γυρίζουν προκλητικά στο παράλογο και παράλληλα, μέσα από αυτές τις ακραίες κινήσεις γίνεται μια συναισθηματική επίκληση περί της σημερινής Ελλάδας και των δεινών της.
Καθώς το φιλμ κλιμακώνεται, αποκαλύπτεται μια δριμεία αντί καπιταλιστική διάστρωση κατά την οποία η επιδίωξη του χρήματος για να διασφαλιστεί η διαβίωση των εγχώριων, μαίνεται ως ειδύλλιο μετέωρο παρά το γεγονός ότι κανείς στην πραγματικότητα δεν επωφελείται από αυτό με οποιονδήποτε τρόπο.
Είναι μια κάπως ωμη και δίκαια οργισμένη νουθεσία του Ελληνικού κράτους.
Μια συγκλονιστική εξερεύνηση του οικονομικού εξευτελισμού, της κακοποίησης παιδιών και της πράξης της αιμομιξίας.
Η ταινία είναι γυρισμένη σε μειλίχια μικροαστικούς εσωτερικούς χώρους με την σιωπή της οικογενείας να κυριαρχεί.
Η σιωπή σε ένα ελεγχόμενο αφηγηματικό πλαίσιο.
Όλα παίρνουν την θέση τους για να αποκαλυφθεί η υπαρκτή υπόκωφη φρίκη.
Αρχικά καθώς αποσαφηνίζεται η δομή και οι χαρακτήρες αρχίζουν να αλληλεπιδρούν, δεν γίνεται σαφές σκόπιμα αν η μητέρα Ελένη Ρουσινου, είναι η γυναίκα ή η κόρη του απροσδιόριστου κατ επιφάνεια πράου μεσήλικα Θέμη Πάνου, ο οποίος αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο ενός ακέφαλου πατριαρχικού μοντέλου οικογενείας.
Το αντιλαμβανόμαστε αυτό καθώς παράλληλα έχουμε αντιληφτεί πως η δυναμική της οικογένειας αυτής είναι δυσοίωνη και πως όλοι οι χαρακτήρες λειτουργούν σε μια κατάσταση λανθάνουσας τρομοκρατίας.
Η αλήθεια όταν έρχεται είναι απερίγραπτη αλλά όχι και τόσο απροσδόκητη.
Οι αλληλεπιδράσεις της οικογένειας από την αρχή είναι αρκετά αφύσικες.
Η σωματική βία και η ψυχολογική πειθαρχία που ασκείται από το χαρακτήρα του πατέρα, φαίνεται τόσο ρεαλιστική που αρκεί να φτάσει στο τέλος της για να μας επιβεβαιώσει τις χειρότερες υποψίες μας.
Κάθε σκηνή αποκαλύπτει άλλο ένα κομμάτι του πάζλ, καθώς απορροφάσαι εξ ολοκλήρου από την ροη της αφήγησης.
Μετά από ένα σημείο σχεδόν συγκρατιόμαστε να μην φωνάξουμε στην οθόνη.
Η σάπια διεφθαρμένη οικογενειακή μονάδα και οι κτηνώδεις παραστάσεις τσαλαπατάνε την αθωότητα που προβάλλεται και εμείς εκεί μπροστά να αφηνιάζουμε σε αυτό τον χείμαρρο εικονικής διαπαιδαγώγησης.
Εναντιωνόμαστε καθώς στριφογυρνάμε στη θέση μας αλλά δεν σοκαρόμαστε απαραίτητα τόσο πολύ, καθότι ό,τι βλέπουμε εν τέλει έχει ξαναειπωθεί ή έχει ξαναπροβληθεί.
Εν κατακλείδι, χωρίς να θέλω να στηλιτεύσω όλους τους ευεργετικούς παράγοντες της 'οικογένειας', γνωρίζω πολύ απλά και δηλώνω πως άπειρες φορές ό,τι σε τρέφει δύναται να σε καταστρέφει.
Έτσι και οι οικογένειες φαντάζουν γύρω μας όπως οι ταινίες.
Άλλες έχουν σασπένς. Άλλες είναι αδιάφορες.
Άλλες είναι φρικαλέες. Άλλες αισθηματικές .
Άλλες είναι σαν ταινία φαντασίας άλλες είναι απλά πεζές.
Άλλες είναι δραματικές άλλες σαν κωμωδίες.
Άλλες είναι σαν τις θρησκευτικές ταινίες, άλλες σαν ταινίες πορνό.
Άλλες είναι βωβές και άλλες είναι σαν τηλεταινίες.
Αυτή εδώ η οικογένεια είναι άκρως σκοτεινή και διεφθαρμένη.
Άκρως μυστικοπαθής.
Και άκρως προσεγγίσιμη από το γυμνό μας μάτι.
Στις αίθουσες από 7 Νοεμβρίου.
Γεωργία Ξανθάκου.