Ολλανδικός κινηματογράφος;
Κι όμως υπάρχει!
Παρότι η κινηματογραφική παραγωγή στην Ολλανδία είναι τόσο μικρή όσο και η γεωγραφική έκταση της ίδιας της χώρας και παρότι λίγες από τις ταινίες που παράγονται εκεί καταφέρνουν να βρουν το δρόμο τους στη διεθνή αγορά, αρκετές από αυτές αποτελούν διαμάντια του Ευρωπαϊκού κινηματογράφου.
Το Filmboy ξεκινάει σήμερα ένα αφιέρωμα στον κινηματογράφο της χώρας τον ανεμόμυλων με στόχο να συστήσει στο Ελληνικό κοινό μερικές από τις κλασσικές και πιο χαρακτηριστικές Ολλανδικές ταινίες.
Μέρος Α: Turkish Delight (Turks Fruit) του Paul Verhoeven (1973).
Μπορεί ο τίτλος της ταινίας Turkish Delight να μη μας θυμίζει και πολλά πράγματα, δεν ισχύει το ίδιο όμως και για τους συντελεστές της.
Αν μη τι άλλο ο σκηνοθέτης Paul Verhoeven είναι σε όλους μας γνωστός λόγω της καριέρας του στο Hollywood.
Είτε ως ένας σκηνοθέτης ταινιών science fiction (ξεχωρίζει φυσικά εδώ το εξαιρετικό Robocop, τη βιντεοκασέτα του οποίου αρκετοί από εμάς λιώσαμε στα μαθητικά μας χρόνια, σε μια εποχή που μας ήταν δύσκολο να καταλάβουμε πως η ταινία αποτελούσε μια απ' τις πιο έξυπνες απόπειρες κριτικής στα κακώς κείμενα των ΗΠΑ της εποχής του Reagan, όσο και το Total Recall, μια από τις καλύτερες ταινίες της φιλμογραφίας του Arnold Schwarzenegger), είτε ως δημιουργός προκλητικών ερωτικών ταινιών (αξέχαστο φυσικά το θρίλερ Basic Instinct όπως και το Showgirls -το τελευταίο μάλλον όχι για πολύ καλούς λόγους), ο Verhoeven έχει κερδίσει με το σπαθί του μια θέση ανάμεσα στα δυνατά ονόματα του Hollywood.
Το ίδιο ισχύει και για τον πρωταγωνιστή του Turkish Delight, Rutger Hauer.
Η ερμηνεία του στο Blade Runner του Ridley Scott θεωρείται πλέον κλασσική, ενώ έχει κάνει περάσματα σε δυνατά blockbuster όπως το Batman Begins του Christopher Nolan.
Ο τρίτος της παρέας που ακολούθησε καριέρα στο Hollywood είναι ο Jan de Bont, εικονολήπτης στην ταινία που παρουσιάζουμε εδώ, ο οποίος αργότερα ανέλαβε τη σκηνοθεσία ένοχων απολαύσεων όπως το Twister (εκείνη η ταινία στην οποία ο Bill Paxton και η Helen Hunt κυνηγάνε ανεμοστρόβιλους) και τα δύο Speed.
Βέβαια οι τρεις αυτοί Ολλανδοί δε βρέθηκαν στο Hollywood απ' τη μια μέρα στην άλλη.
Απεναντίας δούλεψαν για αρκετό διάστημα στην χώρα τους, πριν μπουν στα μεγάλα σαλόνια του εμπορικού κινηματογράφου.
Σημαντικότερος καρπός της Ευρωπαϊκής τους καλλιτεχνικής δημιουργίας είναι το Turkish Delight, η δεύτερη ταινία του Verhoeven, η οποία κυκλοφόρησε το 1973 και κυριολεκτικά έκανε πάταγο.
Μέχρι σήμερα παραμένει η πιο εμπορική Ολλανδική ταινία όλων των εποχών: πάνω-κάτω 3.328.804 εισιτήρια κόπηκαν όταν βγήκε στις αίθουσες (περίπου το 27% του πληθυσμού της χώρας εκείνη την εποχή δηλαδή), ενώ η φήμη της έφτασε μέχρι και την Αμερική, καθώς ήταν υποψήφια για Oscar ξενόγλωσσης ταινίας - το αγαλματάκι τελικά πήγε στο French for Night του Francois Truffaut.
To 2005 ένα μιούζικαλ βασισμένο στην ταινία έκανε την πρεμιέρα του, ενώ το 2009, στα πλαίσια του Netherlands Film Festival -το σημαντικότερο φεστιβάλ κινηματογράφου της χώρας που πραγματοποιείται κάθε χρόνο στην Ουτρέχτη - η ταινία ανακηρύχθηκε ως η σημαντικότερη Ολλανδική ταινία του αιώνα, γεγονός που επικύρωσε τη σημασία της και το οποίο μνημονεύεται με μια μεταλλική πλακέτα στην Λεωφόρο των Άστρων της Ουτρέχτης (ένα δρομάκι στο κέντρο της πόλης το οποίο έχει φτιαχτεί στα πρότυπα του Hollywood Walk of Fame).
Η τιμητική πλακέτα στη Λεωφόρο των Άστρων, στην οδό Vinkenburgstraat της Ουτρέχτη, σύμφωνα με την οποία το Turkish Delight είναι η καλύτερη Ολλανδική ταινία του αιώνα. |
Το Turkish Delight, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Jan Wolkers, είναι στην ουσία μια ερωτική ιστορία, το χρονικό της έντονης, παθιασμένης όσο και προβληματικής σχέσης μεταξύ του Eric Vonk (Rutger Hauer), ενός ασυμβίβαστου, ατίθασου, ελευθεριακού, όσο και κτητικού καλλιτέχνη και της Olga Stapels (Monique van de Ven, η οποία δεν ακολούθησε καριέρα στο Hollywood αλλά δίνει μια πραγματικά συγκλονιστική ερμηνεία), μιας νεαρής, ελαφρόμυαλης και αρκετά απρόβλεπτης κοπέλας.
Η ταινία ξεκινάει μια μια δυνατή σκηνή στην οποία ένας οργισμένος Vonk δολοφονεί την Olga και τον εραστή της.
Γρήγορα διαπιστώνουμε πως η σκηνή δεν είναι παρά μια σκέψη που κάνει ο Vonk, τον οποίο όντως η Olga έχει εγκαταλείψει για κάποιον άλλο.
Από εκεί και πέρα βλέπουμε την πρώτη τους συνάντηση - κατά την οποία ο Vonk κάνει οτοστόπ, η Olga σταματάει για να τον πάρει με το αυτοκίνητό της, στα επόμενα λεπτά καταλήγουν να κάνουν παθιασμένο έρωτα, λίγο πριν βρεθούν αιμόφυρτοι σε ένα παραλίγο θανάσιμο τροχαίο - τον βιαστικό τους γάμο, την περίεργη οικογένεια της Olga, τη δυσκολία του Vonk να προσαρμοστεί στο ρόλο του συζύγου, βόλτες στους δρόμους του Άμστερνταμ, το χωρισμό τους, και το οριστικό, απρόβλεπτο, όσο και συγκλονιστικό φινάλε της σχέσης αυτής που σε αφήνει με ένα σφίξιμο στο στομάχι, τόσο γιατί είναι αρκετά δραματικό όσο και γιατί έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον ελαφρύ, χιουμοριστικό και ανέμελο κατά βάση χαρακτήρα της ταινίας.
Οι λέξεις “ελαφρύς” και “ανέμελος” είναι βέβαια σχετικές σε μια ταινία του Verhoeven, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για μια ταινία γυρισμένη κατά τη δεκαετία στην οποία η Ολλανδία διένυε μια περίοδο (μεταξύ άλλων και σεξουαλικής) απελευθέρωσης.
Γιατί μπορεί οι ανέμελες στιγμές της ταινίες κατά τις οποίες οι Vonk και Olga κάνουν βόλτες με τα ποδήλατά τους στα δρομάκια του Άμστερνταμ να έχουν μια γλυκιά, ρομαντική χροιά (συνοδευόμενες από την εξαιρετική μουσική του πρόωρα χαμένου από καρκίνο Rogier van Otterloo), όμως ο Verhoeven δεν κάνει υποχωρήσεις ούτε στην απεικόνιση του ερωτισμού ούτε σκληρών και περίεργων σκηνών, που σκοπό έχουν να προκαλέσουν και να σε κάνουν να αναρωτιέσαι σε ποιο ακριβώς κινηματογραφικό είδος ανήκει η ταινία που βλέπεις.
Πιο συγκεκριμένα, η προκλητικότητα του Turkish Delight κάνει αντίστοιχες ταινίες της Αμερικανικής περιόδου του Verhoeven όπως το Basic Instinct και το Showgirls να δείχνουν σαν ταινίες της Disney.
Οι σεξουαλικές σκηνές εδώ παρουσιάζονται χωρίς κανένα σύνδρομο ενοχής.
Η κάμερα του Jan de Bont δεν αφήνει τίποτα στην φαντασία, και όσα λαμβάνουν χώρα μέσα στο ατελιέ του Vonk δηλώνουν, εμμέσως πλην σαφώς, πως ο έρωτας είναι κάτι τόσο ανθρώπινο και αληθινό όπως η ίδια η τέχνη και πως, ενίοτε, οι περιορισμοί μπορούν μονάχα να καταστρέψουν την ίδια τη δημιουργία.
Οι σκληρές σκηνές του Verhoeven είναι και αυτές προκλητικές, όχι όμως χωρίς λόγο.
Ο Vonk χαζεύει σε κάποια φάση μέσα σε μια χρησιμοποιημένη τουαλέτα, ξερνάει κανονικά πάνω στην Olga όταν αντιλαμβάνεται την απιστία της, ενώ σε κάποια στιγμή αφήνει πάνω στο στήθος της ένα μπουκέτο λουλούδια για να αντιληφθεί μόλις το μετακινήσει από πάνω της ένα πλήθος σκουληκιών πάνω στο γυμνό κορμί της.
Γιατί, αν το ένα μοτίβο της ταινίας είναι ο εορτασμός της σεξουαλικής απελευθέρωσης, το άλλο είναι ο διαρκής φόβος του θανάτου - ένα διαρκές αίσθημα απώλειας.
Η Olga ζει τον έρωτα της με τον Vonk αλλά διαρκώς φοβάται το θάνατο.
Το τροχαίο, το χρονικό καρκίνου στην οικογένεια της και ο θάνατος του πατέρα της είναι γεγονότα που διαρκώς συμβάλλουν στο απρόβλεπτο του χαρακτήρα της.
Ο Vonk, ένας αντισυμβατικός καλλιτέχνης, δε δείχνει να φοβάται το θάνατο αλλά φοβάται την απώλεια της Olga.
Την απώλεια της μούσας του.
Και όταν αυτή τελικά τον εγκαταλείψει αυτός θα προσπαθήσει να την κρατήσει κοντά του.
Σε κάποια σκηνή της ταινίας, ο Vonk αφήνει ένα θαλασσοπούλι, το οποίο είχε χτυπήσει με το αυτοκίνητό του κατά λάθος και το οποίο έκτοτε κρατούσε σε ένα κλουβί στο ατελιέ του, να φύγει - μια συμβολική στιγμή συνειδητοποίησης πως κάποιες στιγμές είναι προτιμότερο να αφήνεις κάποια πράγματα να φύγουν.
Το Turkish Delight είναι μια σημαντική ταινία με δυνατές ερμηνείες και εξαιρετική, άναρχη πολλές φορές, σκηνοθεσία.
Αποτελεί την πιο σημαντική ταινία του Ολλανδικού κινηματογράφου και όχι άδικα, τόσο γιατί όταν τη βλέπεις αντιλαμβάνεσαι πως είναι κάτι διαφορετικό και πως έχει τη δική της, ξεχωριστή ταυτότητα, όσο και γιατί τα παγκόσμια θέματα που πραγματεύεται - τον έρωτα και το θάνατο - τα παρουσιάζει με ένα τρόπο, θα έλεγες κανείς ιδιαίτερα Ολλανδικό.
Οι συντελεστές της ακολούθησαν μια δυνατή καριέρα στο Hollywood αλλά αυτό εδώ το πρώιμο έργο αποτελεί ίσως την πιο προσωπική στιγμή της φιλμογραφίας τους.
Μιχαήλ Ζωντός.