Tί σημαίνει "γράφω αντικειμενικά" για μια ταινία";
H πρώτη ειλικρινής απάντησή μου είναι: δεν ξέρω.
Αυτό που ξέρω είναι ότι, διαβάζοντας κριτικές παρουσιάσεις ταινιών, θα βρούμε συνήθως πολλά σχόλια για την πλοκή (που ήταν σφιχτοδεμένη, έθετε προβληματισμούς ή αναπαρήγαγε κλισέ και έκανε κοιλιά), τους χαρακτήρες (που αναπτύσσονταν ή είχαν βάθος, ή ήταν αδιάφοροι), τους διαλόγους (που ήταν καλογραμμένοι), την φωτογραφία (που ήταν ενδιαφέρουσα, λαμπερή κλπ), την επιλογή της μουσικής (που έδενε με τα συναισθήματα), την σκηνοθεσία (που ήταν άψογη, ενδιαφέρουσα ή περνούσε απαρατήρητη) και άλλα πολλά.
Συμπεραίνω λοιπόν, ότι "γράφουμε αντικειμενικά" σημαίνει κάνουμε ένα αξιολογικό σχόλιο για κάθε στοιχείο της ταινίας ή για αυτά που θεωρούμε πιό σημαντικά.
Γράφουμε αντικειμενικά σημαίνει επαινούμε την τεχνικά άψογη χρήση των κινηματογραφικών μέσων (την κάμερα, τα φίλτρα, τους φακούς κλπ.)
Γράφουμε αντικειμενικά σημαίνει αφήνουμε χρόνο να περάσει για να πάρουμε απόσταση από την ταινία και να κάνουμε μια ψύχραιμη -όσο γίνεται - ανάλυση.
Γραφουμε αντικειμενικά σημαίνει εφαρμόζουμε κάποια (κατα το δυνατόν) κοινώς αποδεκτά κριτήρια, το οποία βεβαίως αλλάζουν στην πορεία.
Και ως εδώ όλα μοιάζουν να είναι καλά και αποδεκτά.
Αυτό για το οποίο προσωπικά αναρωτιέμαι, είναι: Τι συμβαίνει με την ταινία ως γεγονός;
Τι συμβαίνει με το σινεμά ως σχέση αναμεσα στην ταινία και τους θεατές;
Τι συμβαίνει με την συγκίνησή μας;
Η εμπειρία μιας ταινίας δεν μπορεί (και δεν πρέπει νομίζω) να ξεχαστεί.
Άλλωστε μιλάμε για τέχνη, δηλαδή για σχέση προσωπική με κάτι, και όχι για ένα φυσικό φαινόμενο που το παρατηρούμε αντικειμενικά ως επιστήμονες.
Απο τη στιγμή που νιώθουμε μια ταινία (και δεν την αναλύουμε απλώς, δεν την σκεφτόμαστε μόνο, δεν την εξηγούμε, και δεν την χρησιμοποιούμε μόνο ως αφορμή για προβληματισμό), τότε δεν μπορεί παρα η γλώσσα που θα χρησιμοποιήσουμε μετα την ταινία για να γράψουμε (ή να μιλήσουμε) γι αυτήν να είναι περισσότερο προσωπική, άρα υποκειμενική.
Θα είναι μια γλώσσα που θα φέρει τον παλμό μας - δηλαδή τον παλμό που μας προκάλεσε η ταινία - την σκέψη και την συγκίνηση που προέκυψε όταν συναντηθήκαμε με την ταινία.
Η ταινία σκέφτεται κάτι και νιώθει κάπως κι εμείς ως θεατές..
- μπορεί να αγγιζόμαστε από την ταινία, συγκινούμαστε (η συγκίνηση είναι το άμεσο καλοσόρισμα αυτόυ που μας δίνεται και μας προτείνεται),
- μπορεί καποιος προβληματισμός της ταινίας να αντηχει κάποιον δικο μας προβληματισμό,
- μπορεί να ταυτιζόμαστε με κάποιον χαρακτήρα της ταινίας,
- και εν τέλει αναπνέουμε στην ατμόσφαιρα της ταινίας.
Δεν γράφουμε για την δική μας σκέψη μόνο, ούτε για το τί σκεφτόταν η ταινία από μόνη της (δηλαδή τί ήθελε να μας πει ο σκηνοθέτης), αλλά για την συνάντηση της δική μας σκέψη με εκείνη της ταινίας.
Ο στόχος μιας τέτοιας γραφής είναι νομίζω να κάνει τον αναγνώστη πιό ευαίσθητο.
Να αισθανθεί αυτό που ένιωσε ο γράφων-θεατής ή έστω να γίνει περισσότερο υποψιασμένος ως προς τα κινηματογραφικά στοιχεία που μπορεί να αφήσει να τον αγγίξουν σε μια ταινία.
Αυτό που ένιωσε με το σώμα του, αυτό που διέγειρε τη φαντασία του, εκείνο που άλλαξε τους παλμούς της καρδιάς του, εκείνο που τον έκανε να μην μπορεί να κατσει στη θέση του ακίνητος, ή εκείνο που τον έκανε να πλήξει αφόρητα, εκείνο που τον εκνεύρισε ή τον κόυρασε (η κατάσταση και η αντίδραση του σώματός μας ΕΧΕΙ θέση στα όσα θα γράψουμε ή θα πούμε για την ταινία).
Από αυτή την άποψη, η ειλικρίνεια είναι μάλλον η μόνη αντικειμενικότητα-αλήθεια στην Τέχνη.
Να μεταφερθεί η αίσθηση και ο τρόπος του βλέμματος, η τονικότητα και ο χρωματισμός μιας σχέσης.
Να ιδωθεί η ταινία ως σκέψη μαζί και συναίσθημα.
Οχι μόνο ως τεχνικό επίτευγμα, όχι μόνο ως εργο που θέλει να αναλυθεί (ανατομία της ταινίας), όχι μόνο ως έργο που αναζητά τη θέση του σε κάποιο top-ten ταινιών.
Ένας τέτοιος τρόπος γραφής είναι υποκειμενικός μεν, αλλά όχι αυθαίρετος.
Γιατί αναφέρεται σε μια σχέση (του θεατή με την ταινία), δηλαδή αναφέρεται και σε εμάς, αλλά και σε κάτι έξω από εμάς (την ταινία).
Όμως αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια;
Για την «ποιότητα» μιας ταινίας, τους «ειδικούς» και τα «αντικειμενικά κριτήρια», την επόμενη φορά.
Γιώργος Παυλίδης.