Υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους μπορεί κάποιος να αποκωδικοποιήσει το έργο του Lars von Trier.
Ο πρώτος (και εύκολος) τρόπος βασίζεται στην αρχή πως αυτός ο τύπος μας δουλεύει κανονικά και διασκεδάζει να μας βασανίζει όση ώρα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τα έργα τέχνης του.
Ο δεύτερος είναι να αποδεχτούμε την άποψη του Edgar Allan Poe (ο οποίος παρεμπιπτόντως βρίσκεται κάπου μέσα στην ταινία) σχετικά με την ποίηση και δούμε μέσα από το πρίσμα της το έργο του Δανού σκηνοθέτη: “With me poetry has not been a purpose, but a passion; and the passions should be held in reverence”.
Αν η ποίηση δεν είναι σκοπός αλλά πάθος, τότε το ίδιο ενδέχεται να ισχύει και για άλλες μορφές τέχνης, πόσο μάλλον για τον κινηματογράφο ενός βαθύτατα προβληματικού ανθρώπου ο οποίος πάσχει από κατάθλιψη και διάφορες φοβίες, και κάνει κινηματογράφο για να ξορκίσει όλα όσα τον βασανίζουν.
Παράλληλα επιδιώκει διαρκώς να μας σοκάρει, αλλά μήπως δεν είναι και αυτή του η προσπάθεια αποτέλεσμα κάποιας ενδόμυχης επιθυμίας;
Το Melancholia (2011) ήταν η πιο προφανής διατύπωση των λόγων που ενεργοποιούν τη δημιουργικότητα του συγκεκριμένου σκηνοθέτη - μια ταινία σπουδή πάνω στην κατάθλιψη από την οποία πάσχει.
Για τον Trier ο κινηματογράφος δεν είναι σκοπός αλλά πάθος και, όπως σωστά μας δίδαξε ο Poe, όταν τα πάθη εκφράζονται μέσω της τέχνης ή όταν είναι η ίδια η τέχνη, πρέπει να είναι σεβαστά.
Ήχος σκουριασμένου μετάλλου από κάποιο σχεδόν κατεστραμμένο εξαεριστήρα, παρησμασμένο αστικό τοπίο κάποιας κακόφημης συνοικίας οπού τα φως του ήλιου δε φτάνει ποτέ στα παράθυρα των δωματίων, τα κιθαριστικά riff της γοτθικής industrial αισθητικής των Rammstein και η εικόνα μιας αιμόφυρτης γυναίκας που βρίσκεται λιπόθυμη σε κάποιο απόμερο δρομάκι.
Η ταινία ξεκινάει ως μια κατάβαση στην κόλαση - κάτι που δεν είναι τυχαίο: το Nymphomaniac απ΄ την αρχή μέχρι το τέλος διατηρεί το χαρακτήρα μιας θρησκευτικής αλληγορίας.
Σύντομα ένας ηλικιωμένος άνδρας θα περάσει τυχαία απ' το σημείο, θα τη βοηθήσει να σηκωθεί και θα της προτείνει να τον ακολουθήσει στο σπίτι του όπου θα της φτιάξει ζεστό τσάι και θα την βοηθήσει.
Εκείνη θα προσφερθεί να του διηγηθεί την ιστορία της ζωής της, ίσως ως δώρο για την καλοσύνη του.
Εκείνος, ο καλός Σαμαρείτης, είναι ο Seligman (Stellan Skarsgard, Thor: The Dark World), ένας ηλικιωμένος διανοούμενος που ζει μόνος με συντροφιά τα βιβλία του - ένας άνθρωπος που ότι γνωρίζει για τη ζωή τα έχει μάθει μέσα από σελίδες.
Εκείνη είναι η Joe (Charlotte Gainsbourg, Melancholia), μια νυμφομανής που όλη της η ζωή είναι μια διαρκής περιπέτεια αναζήτησης νέων ερωτικών εμπειριών.
Στη συνάντηση και τη συζήτηση που ακολουθεί (και η οποία διαρκεί περίπου τέσσερις ώρες στην ελαφρώς λογοκριμένη εκδοχή της ταινίας), υποβόσκει μια σύγκρουση μεταξύ του ανθρώπου της δράσης και του ανθρώπου της θεωρίας.
Κάθε ερωτική περιπέτεια της Joe, ο Seligman θα τη συνδυάσει με κάποια φιλοσοφική ιδέα, με κάποια γνώση μουσικής θεωρίας, με κάποιο ιστορικό γεγονός ή κάποια θρησκευτική ιστορία - κάτι για το οποίο έχει κάπου διαβάσει αλλά το οποίο δεν έχει βιώσει.
Όπως μαθαίνουμε, η ζωή της Joe είναι μια διαρκής αναζήτηση ενός άπιαστου σκοπού, τον οποίο επιδιώκει να ανακαλύψει μέσα απ'το πάθος της για συνεχόμενο και ποικιλόμορφο σεξ.
Στο μυαλό της βρίσκεται διαρκώς η εικόνα του πατέρα της, ενός γιατρού με χόμπι τη βοτανολογία, ο οποίος συνήθιζε να πηγαίνει βόλτες μαζί της στο δάσος, όταν ήταν μικρή, και να της μιλάει για το αγαπημένο του δέντρο.
Η ίδια της η ζωή είναι η αναζήτηση του δικού της δέντρου, ενός νοήματος το οποίο αδυνατεί να βρει όσο κι αν προσπαθεί.
Με κυνικότητα αποφασίζει πως η αγάπη δεν πρέπει να αποτελεί συστατικό του σεξ και αφαιρεί οποιοδήποτε συναισθηματισμό από τις ερωτικές της περιπέτειες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από σκληρότητα και ψυχρότητα.
Ο Trier όμως χαρίζει στον χαρακτήρα της Joe μια ατάκα η οποία την αθωώνει στα μάτια του θεατή:
“Perhaps the only difference between me and other people is that I've always demanded more from the sunset, more spectacular colors when the sun hits the horizon. That's perhaps my only sin”.
Μια απ΄ τις σπάνιες εκείνες στιγμές στις οποίες ο σκηνοθέτης δείχνει κάποια συμπάθεια προς τους χαρακτήρες του - ή απλά μια προσπάθεια του να εξιλεωθεί για τον ύποπτο μισογυνισμό του Antichrist (2009).
Το Nymphomaniac είναι μια ταινία σκληρού ερωτισμού (και φαντάζομαι πως αυτό θα είναι πιο ξεκάθαρο στη μη λογοκριμένη εκδοχή, η οποία θα αγγίζει τις πεντέμισι ώρες) και δεν χαρίζεται όσον αφορά αυτό.
Αλλά η ευρηματικότητα του Trier έγκειται στον τρόπο με τον οποίο συνδυάζει ένα έργο πορνό με θέματα ευρύτερης φιλοσοφίας και γνώσης περί της ανθρώπινης ιστορίας.
Αυτή είναι μια ταινία στην οποία η ερωτική ζωή της Joe (κάποια στιγμή είχε μέχρι και δέκα εραστές την ίδια βραδιά) παραλληλίζεται με την πολυφωνία της δυτικής μουσικής παράδοσης.
Όπως οι μουσικές φωνές ήταν αυτόνομες αλλά παράλληλα δημιουργούσαν ένα ενιαίο όλο στη μουσική ενός Palestrina ή ενός Bach, έτσι και η Joe πιστεύει πως κάθε εραστής της ήταν διαφορετικός - αλλά αυτό που την ενδιέφερε ήταν η πράξη άρα στην ουσία είχε πάντα μοναχά έναν εραστή.
Είναι μια ταινία στην οποία η συζήτηση σχετικά με τη μουσική των εν λόγω συνθετών (βαθύτατα θρησκευτική στην ουσία της) συνυπάρχει με μια ανάλυση του τριτόνου, του μουσικού διαστήματος που απέφευγαν οι μουσικοί του μεσαίωνα μιας και υπήρχε η αντίληψη πως ενδεχομένως στον ήχο του να βρίσκεται ο διάβολος (diabolus in musica).
Και είναι επίσης μια ταινία στην οποία η μετάβαση απ' τη θεωρούμενη φυσιολογική ερωτική εμπειρία προς τον σαδομαζοχισμό παρομοιάζεται με ένα ταξίδι απ' την Ανατολική στην Δυτική εκδοχή του Χριστιανισμού.
Cantus Firmus, ακολουθία Φιμπονάτσι, Ακρόπολη, η Πτώση του Οίκου των Άσερ, το Πάθος του Χριστού και το Μονοπάτι των Δακρύων, ο Ian Fleming, o Sigmund Freud και η πόρνη της Βαβυλώνας.
Στοιχεία θεωρητικά ασύνδετα μεταξύ τους που όμως βρίσκονται εδώ σε μια εύστοχη αλληλουχία, απαραίτητα μέρη ενός ενιαίου όλου το οποίο θα χαρίσει άπλετο προβληματισμό σε όποιον καταφέρει να μη μείνει στο σεξουαλισμό της ταινίας (πουριτανοί και βαθύτατα συντηρητικοί άνθρωποι θα δυσκολευτούν να δουν πέρα από αυτό το επίπεδο, αλλά ο Trier προφανώς δεν ενδιαφέρεται).
Στοιχεία τα οποία θα ακολουθήσουν την Joe στη πορεία της απ΄ το φως στο σκοτάδι, απ' τις νόρμες της κοινωνίας στην παραβατικότητα και σε μια τελική κάθαρση η οποία δίνει κάποιες απαντήσεις μα δημιουργεί ακόμα περισσότερες ερωτήσεις και χαρίζει μια παροδική μονάχα λύτρωση.
Ο Trier όπως συνήθως δε θέλει να αφήσεις την αίθουσα μόνο με ένα σφίξιμο στο στομάχι: θέλει να σκεφτείς και να αναρωτηθείς - όπως έκανες αφότου είδες και τις περισσότερες απ' τις προηγούμενες ταινίες του.
Υπάρχουν πολλά που θα μπορούσε να γράψει κάποιος για το Nymphomaniac, πολλές πτυχές που θα μπορούσαν να εξερευνηθούν.
Ως σύνολο όμως αποτελεί το magnum opus του σκηνοθέτη.
Στη μεγάλη διάρκεια του, ο Trier έχει τη δυνατότητα να αναφερθεί σε πτυχές των προηγούμενων ταινιών του (στο 2ο μέρος υπάρχει μια παραπομπή σε μια απ' τις πιο δυνατές σκηνές του Antichrist, όπου μέχρι και το μουσικό θέμα είναι το ίδιο - άλλη μια φορά που διαπιστώνεις πως ο Δανός απλά δε λυπάται τους θεατές του) και να διατηρήσει στις απαραίτητες ποσότητες τα χαρακτηριστικά εκείνα που καθιέρωσαν ως κλασσικές προηγούμενες δουλειές του.
Το Nymphomaniac είναι ένα ψυχογράφημα - λιγότερο απ' ότι ήταν το Dogville, ένα στοιχειωμένο και βίαιο εφιαλτικό ποίημα - λιγότερο απ' το Antichrist, μια ταινία βαθιά συναισθηματική - λιγότερο απ΄το Melancholia.
Αλλά όλα τα συστατικά βρίσκονται εδώ σε ίσες ποσότητες γεγονός που δίνει στο έργο ένα σύνθετο χαρακτήρα και στους ηθοποιούς την ευκαιρία να δώσουν συγκλονιστικές ερμηνείες: η Charlotte Ginsbourg μάλλον δίνει την ερμηνεία της ζωής της στο ρόλο της Joe, η Stacy Martin είναι η αποκάλυψη της ταινίας στον ίδιο χαρακτήρα σε νεότερη ηλικία, όπως και η Mia Goth στο ρόλο της μαθητευόμενης της Joe, η Uma Thurman (Movie 43) κάνει ένα σύντομο μα δυνατό πέρασμα στο ρόλο της απατημένης συζύγου, ενώ οι Skarsgard και Shia LeBeouf (The Company you Keep) αποδεικνύουν πως μπορούν να κάνουν πολύ περισσότερα απ΄το να εμφανιστούν στο Thor ή στο Transformers.
Ο ίδιος ο Trier μάλλον χαμογελά πονηρά.
Μπορεί να μην έδωσε καμιά συνέντευξη για το Nymphomaniac - με το πρόσχημα πως δε θα ήθελε να ξαναπεί καμιά βλακεία σαν και εκείνη που μάλλον προβοκατόρικα πέταξε στο φεστιβάλ των Κανών - αλλά στις τέσσερις και κάτι ώρες αυτής της ταινίας είπε πολύ περισσότερα και προκάλεσε πολύ περισσότερο απ' ότι θα έκανε σε οποιαδήποτε συνέντευξη.
Και τώρα απλά περιμένουμε να δούμε τι μας επιφυλάσσει στο μέλλον αυτός ο τύπος, ένας απ΄ τους καλύτερους Ευρωπαίους σκηνοθέτες της εποχής μας.
ΥΓ. Ο διανοούμενος Seligman που έχει διαβάσει σχεδόν τα πάντα όσον αφορά αντικείμενα όπως ιστορία, φιλοσοφία και θεολογία δε γνωρίζει ποιος είναι ο Ian Fleming.
Ένα ανεπαίσθητο και έξυπνο σχόλιο του Trier στη σύγκρουση μεταξύ της υψηλής και pop κουλτούρας.
Το Nymphomaniac Volume I προβάλλεται στις αίθουσες από 30 Ιανουαρίου, ενώ το Nymphomaniac Volume II θα προβληθεί από 20 Φεβρουαρίου.
Μιχαήλ Ζωντός.
Nymphomaniac trailer από FilmBoy-gr