Tα τελευταία χρόνια (για την ακρίβεια από τον πετυχημένο Κυνόδοντα και έπειτα), το Ελληνικό σινεμά ή καλύτερα ένα κομμάτι του, προσπαθεί να αλλάξει ύφος και στυλ.
Έτσι οι ταινίες, όλο και περισσότερο κλίνουν πρός το λεγόμενο 'weird cinema'.
Προσωπικά, μου αρέσει το γεγονός ότι το Ελληνικό σινεμά προσπαθεί να ξεφύγει από τα καθιερωμένα και να υιοθετήσει ένα δικό της ξεχωριστό στυλ που είναι πιο κοντά στον Ευρωπαϊκό κινηματογράφο.
Ωστόσο, δυστυχώς όπως και σε πολλά άλλα θέματα συνηθίζουμε να το παρακάνουμε με αποτέλεσμα αυτό να ξεχειλώνει και να κουράζει.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το Μικρό Ψάρι.
Πριν από κάποιες μέρες η ταινία συζητήθηκε στο Φεστιβαλ Βερολίνου με θετικές και αρνητικές κριτικές.
Αυτό το γεγονός είναι αν μη τι άλλο αξιοσημείωτο, ωστόσο υπάρχουν και σημαντικοί παράμετροι που θα αναφερθούν παρακάτω.
Στην καινούργια ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, έχουμε τον Στράτο (Βαγγέλης Μουρίκης), ο οποίος τη νύχτα εργάζεται σε βιοτεχνία αρτοποιίας, ενώ την ημέρα εκτελεί συμβόλαια θανάτου.
Μαζεύει χρήματα για την απόδραση του Λεωνίδα, του ανθρώπου που τον έσωσε, όσο ο ίδιος ήταν στη φυλακή.
Του χρωστάει τη ζωή του και ο Στράτος δεν θέλει να αφήνει ανοιχτούς λογαριασμούς.
Στην πορεία όμως, ο Στράτος συνειδητοποιεί ότι έχει περισσότερες οφειλές από όσες νόμιζε.
Καταστρώνει ένα νέο, λεπτομερές σχέδιο, μια ακόμα αποστολή.
Ο Οικονομίδης όπως και στις προηγούμενες του ταινίες (Σπιρτόκουτο, Μαχαιροβγάλτης, Ψυχή στο στόμα), προσπαθεί να απεικονίσει την Ελληνική σκληρή πραγματικότητα μέσα από κάποιες ρεαλιστικές καταστάσεις και συνθήκες.
Αυτό δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς.
Ούτε φυσικά ότι έχει τον δικό του τρόπο να προσεγγίζει τέτοιου είδους καταστάσεις.
Ωστόσο, όπως και στο Μικρό Ψάρι, στα κρίσιμα σημεία καταφέρνει να χάσει τον έλεγχο με αποτέλεσμα η ταινία να αγγίζει τα όρια καρικατούρας, αναιρώντας πολλά από αυτά που προσπαθούσε να κάνει σε όλη την διάρκεια της ταινίας.
Το Μικρό Ψάρι, ενώ ξεκινάει με μεγάλο ενδιαφέρον και στο πρώτο του μέρος δείχνει ικανό να μπορέσει να προσφέρει κάτι σπουδαίο στον θεατή, ωστόσο στο δεύτερο μέρος όλα γκρεμίζονται.
Οι αργές εικόνες, οι έντονοι διάλογοι, κάποιοι ενδιαφέροντες χαρακτήρες και η προσπάθεια να καταλάβεις "που το πάει ο Οικονομίδης" είναι στοιχεία τα οποία δίνουν μια βάση στο πρώτο μισό της ταινίας.
Στην συνέχεια ομως δείχνει να ξεμένει από ιδέες, καθώς η κουραστική επανάληψη των διαλόγων κατά κύριο λόγο και η απελπιστικά αργή εξέλιξη της ταινίας είναι πολύ πιθανό να απογοητεύσουν τον θεατή.
Δεν προκαλέι έκπληξη που η ταινία έχει σκληρούς διαλόγους, ωστόσο μου φάνηκε ότι εδώ ήταν όλα ανούσια από ένα σημείο και μετά, και απλά έγιναν για να προκαλέσουν.
Συν τοις άλλοις, η διάρκεια είναι αναίτια μεγάλη για να δικαιολογήσει όσα ίσως ήθελε να μεταφέρει ο Οικονομίδης στην μεγάλη οθόνη.
Βέβαια, αξίζει να σημειώσουμε την πολύ καλή σκηνοθεσία και φωτογραφία, όπου έχει γίνει εξαιρετική δουλειά, και την εύστοχη αξιοποίηση πολλών χώρων και τοπίων, ενώ τα κοντινά στα πρόσωπα δίνουν έναν ρεαλισμό στο όλο εγχείρημα.
Όμως, αυτό δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τις υπερβολές που ακολουθούν αλλά και το γεγονός ότι η ταινία, ενώ έχει πράγματα να πεί, τελικά μένει απολύτως στάσιμη και αποτελεί χαμένη ευκαιρία.
Άποψη μου είναι ότι πρέπει να αλλάξουν ρότα οι Έλληνες σκηνοθέτες, καθότι και μετά την απογοητευτική Αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά έγινε αντιληπτο ότι το νεο ρεύμα που έχει δημιουργηθεί καταλήγει στο να αντιγράφει η μια ταινία την άλλη.
Όσον αφορά τον Οικονομίδη, δεν το συζητάμε ότι έχει αδιαμφισβήτητο ταλέντο σε αυτό που κάνει, ωστόσο η γραφική απεικόνιση και πολλές υπερβολές εμποδίζουν στο να κορυφώσει τον ρεαλισμό που έχει σε όλες του τις ταινίες και να κάνει το βήμα παραπάνω.
Στις αίθουσες από 27 Μαρτίου.
Νίκος Δρίβας.