Μια ισχυρότατα στιβαρή ταινία, γεμάτη έντονες εικόνες, πολύ δυνατές ερμηνείες και ένα μόνιμο φιλμικό περιβάλλον σιωπής, απόγνωσης, ψυχικής παρακμής, ένα έργο που βαδίζει στα καθαρά χνάρια του κλασικού ευρωπαϊκού κινηματογράφου, χωρίς να αντιγράφει αλλά να ανακινεί την σπουδαία παράδοση του βορειοευρωπαϊκού κινηματογράφου, το Camille Claudel 1915 του σπουδαίου δημιουργού Bruno Dumont, αφηγείται την σπαραχτική ιστορία της μεγάλης γλύπτριας Claudel, στα χρόνια της μη-δημιουργίας, στα χρόνια του εγκλεισμού σε ψυχιατρείο, στα χρόνια - αν και αφηγείται λίγες μέρες από αυτά - όπου μια διάνοια της τέχνης και μια γυναίκα βρίσκεται στα όρια όχι μονάχα της δημιουργικότητας αλλά της ζωής.
Η γυναίκα ως σύμβολο της καταπίεσης στην απέλπιδα προσπάθεια της να αναπνεύσει έξω από το κοινωνικό συμβόλαιο, έξω από το κοινωνικό βάλτο.
Η Camille (Juliette Binoche, A Coeur Ouvert) μια μεγάλη καλλιτέχνης, βρίσκεται έγκλειστη σε άσυλο, με εντολή της οικογένειας της και του αδελφού της Paul Claudel (Jean-Luc Vincent), καλλιτέχνης και ο ίδιος - αλλά στα όρια της θρησκευτικότητας και της οπισθοδρόμησης.
Η ίδια τόσο παράταιρη και τόσο αταίριαστη, μια αχτίδα διάνοιας στην κόλαση της τρέλας.
Η κάμερα δεν κοιτάζει απλά μια καλλιτέχνη, αλλά το απεγνωσμένο πρόσωπο μιας γυναίκας, που κρατάει την αξιοπρέπεια της και σπάει ρυθμικά, μέσα σε ένα τρομερά σφιχτό μοντάζ και σκηνοθεσία και ένα ψυχρό φωτογραφικό κλίμα, διαλύεται ψυχολογικά, προσπαθεί να βρει τις αιτίες, προσπαθεί εσωτερικά να βρει την δύναμη, αλλά αυτή η δύναμη, η αυτοεπίγνωση της μεγαλειότητας της, την κάνει όλο και πιο αδύναμη, μπρος στα απειλητικά και ανέκφραστα πρόσωπα των άλλων έγκλειστων γυναικών - τροφίμων (που είναι πραγματικές τρόφιμοι όπως και το προσωπικό του ασύλου - άθλος σκηνοθεσίας από τον δημιουργό), προσπαθώντας να αποδείξει πρώτα στον εαυτό της, ότι η ασθένεια δεν κρίνει την ίδια αλλά το ίδιο το έργο της, την ίδια την τέχνη της.
Η Juliette Binoche, μια καταξιωμένη, πολυβραβευμένη και με το δίκιο της ηθοποιός, ενσαρκώνει στον απόλυτο βαθμό, τα πάθη, τις φοβίες, την αξιοπρέπεια, την απόγνωση, τον σπαραγμό του ρόλου της, μετατρέποντας τον εαυτό της και εν συνεχεία την Camille, ως άλλο ένα γλυπτό που επιζεί - επιβιώνει μέσα σε ένα εχθρικό, με κάθε έννοια, περιβάλλον.
Ο εγκλεισμός είναι καταστροφή της σκέψης και της δημιουργίας.
Με πλάνα, δασκαλεμένα, από τους θεμελιωτές του ανθρώπινου δράματος, των ταινιών τέχνης, των Carl Dreyer, Andrei Tarkovski και Ingmar Bergman, λιγομίλητη αφήγηση, ισχυρά γκρο πλαν συναισθημάτων, εκφράσεων και ψυχικών συγκρούσεων, ξεπερνά κάθε σκόπελο ελιτισμού, ακαδημαϊσμού και φορμαλισμού, χρησιμοποιώντας την φόρμα, μονάχα ως μέσο εξαγωγής συναισθηματικής φόρτισης και αφήγησης.
Δύσκολο έργο μα ο δημιουργός το πετυχαίνει.
Το περιβάλλον, είναι γεμάτο εικαστικές κινηματογραφικές συνθέσεις, πλαστικότητα των χώρων, η οπτική αποστασιοποιημένη και έντονα συνδεδεμένη συνάμα στην διαχείριση του θέματος.
Η εύθραυστη ψυχολογία της Claudel, μέσα από τα άδεια πλάνα, και τα αντιθέτως απότομα δοσμένους και ρυθμικά τονισμένους μονολόγους - ρεσιτάλ ερμηνείας και σεναριακής μαεστρίας - μέσα στο φιλμικό παρών, βρίσκει την ουσία της μέσα στη ταινία, μια ταινία αποκάλυψη, ένα έργο τέχνης, μια ψυχοφθόρα εμπειρία, μια κατάθεση ψυχής που μόνο να κερδίσει το κοινό, μπορεί.
Στις αίθουσες από 10 Απριλίου.
Χρήστος Σκυλλάκος.