Εάν ήθελα να ακουστώ κυνικός, θα έλεγα πως είχατε μια ολόκληρη δεκαετία στα χέρια σας για να απολαύσετε το αυθεντικό Oldboy του σπουδαίου Chan-wook Park, πριν οι Αμερικάνοι παρουσιάσουν ένα από τα γνωστά τους αποτυχημένα remake.
Η αλήθεια είναι πως το Oldboy αποτελεί έναν θρύλο του Ασιατικού κινηματογράφου και πως οι συγκρίσεις με την ομώνυμη ταινία του σήμερα είναι, όχι μονό αναπόφευκτες, αλλά και τραγικά αποκαλυπτικές απέναντι στην νοοτροπία του Hollywood.
Έτσι, πριν καν ξεκινήσει αυτή η κριτική μπορούμε να κάνουμε μια πρώτη παρατήρηση: πως τα Αμερικάνικα remake, εν γένει, πάσχουν από μια τρομαχτική έλλειψη βάθους και προοπτικής.
Ακόμα και εγώ, ωστόσο, πρέπει να παραδεχτώ πως όταν άκουσα για πρώτη φορά το όνομα του Spike Lee να συνδέεται με το συγκεκριμένο project, για λίγο αναθάρρησα.
Αν μη τι άλλο είναι ένας έμπειρος σκηνοθέτης με χαρακτηριστική φωνή και ξεχωριστό στυλ.
Μέσα μου σκέφτηκα πως εάν είχε την απαραίτητη δημιουργική ελευθερία, ίσως κάτι θα μπορούσε να είχε καταφέρει.
Όταν, τελικά, έφτασε η ώρα της δημοσιογραφικής προβολής, όλες μου οι προσδοκίες εξανεμίστηκαν τόσο εύκολα όσο είχαν δημιουργηθεί.
Όσο εγώ εθελοτυφλούσα απέναντι στις αδυναμίες αυτού του νέου Oldboy, τόσο πιο έντονο γινόταν το συναίσθημα πως αυτή η ταινία, όχι μόνο δεν μπορεί να συγκριθεί με τον προκάτοχο της, αλλά και πως σαν μια συνηθισμένη αμερικάνικη περιπέτεια αγωνίας, είναι απλά μέτρια.
Παρόλο που θεωρώ αυτονόητο ότι όλοι γνωρίζουμε το σενάριο του Oldboy, θα αναφέρω περιληπτικά την -ελάχιστα διαφοροποιημένη- Αμερικάνικη έκδοση της ιστορίας.
Ένας αλκοολικός και κακότροπος διαφημιστής, ο Joe Duchett (Josh Brolin, Gangster Squad), εξαφανίζεται μυστηριωδώς και φυλακίζεται σε ένα μέρος που μοιάζει με αποστειρωμένο δωμάτιο ξενοδοχείου δυο αστέρων.
Παράλληλα, από το μόνο μέσο επικοινωνίας του με τον έξω κόσμο, μια τηλεόραση, μαθαίνει πως η κόρη και η γυναίκα του δολοφονήθηκαν βίαια και πως ο ίδιος είναι ο νούμερο ένα ύποπτος.
Σε αυτό το δωμάτιο θα περάσει τα επόμενα είκοσι χρόνια, ώσπου μια μέρα θα ελευθερωθεί.
Με μοναδικούς συμμάχους έναν φίλο από το παρελθόν (Michael Imperioli, The Call) και μια νεαρή νοσοκόμα (Elizabeth Olsen, Liberal Arts), θα αποπειραθεί να ξετυλίξει το κουβάρι των γεγονότων και να αποκαλύψει ποιος κρύβεται πίσω από αυτό το νοσηρό μυστήριο.
Σε μια προσπάθεια «αμερικανοποίησης» της κεντρικής ιδέας, πολλά από τα βασικά "όπλα" του Oldboy βγαίνουν εκτός μάχης από πολύ νωρίς.
Ενώ στον πυρήνα του το κεντρικό story παραμένει αμετάκλητο (όλες οι κομβικές σκηνές είναι πλήρως αντιγραμμένες), ότι στοιχείο έχει αλλάξει, έχει πάρει μια τροπή προς το χειρότερο.
Η λυρική προσέγγιση του ζητήματος της εκδίκησης εξανεμίζεται για να αντικατασταθεί από σκηνές δράσης, κινηματογραφικά κλισέ και ένα iPhone.
Οι χαρακτήρες χάνουν τις πιο σκοτεινές πτυχές τους και το προσωπικό τους δράμα μοιάζει αμελητέο μπροστά στην δράση αλά video game που υιοθετείται από την ταινία.
Όσο για τα πιο ακραία manga στοιχεία του original, έχουν και αυτά αντικατασταθεί από άτσαλες επεξηγηματικές σκηνές.
Η σκηνοθεσία του Spike Lee βρίσκεται σε καλά επίπεδα μιας και οι χειρισμοί της κάμερας αλλά και οι γωνίες λήψεις του προσθέτουν στην κατά τ'άλλα επιδερμική προσέγγιση της ιστορίας του Oldboy.
Στην γνωστή σκηνή της μάχης στο δρομάκι, μάλιστα, παίρνει και κάποιες αξιοσημείωτες πρωτοβουλίες οι οποίες προσδίδουν μια κινηματογραφική δυναμική.
Μια δυναμική που ποτέ δεν αξιοποιείται, ωστόσο.
O Joe του Josh Brolin, είναι ένας χαρακτήρας που χάνει την δραματουργική του σημασία από πολύ νωρίς.
Σαν να είναι ένας ακόμα σκληροτράχηλος και αδικημένος πρωταγωνιστής που αναζητά την βίαιη λύση του προβλήματος του.
Όχι την λύτρωση, όχι την δικαίωση και ούτε τις απαντήσεις που του αξίζουν.
Μονάχα μια αποστειρωμένη Αμερικάνικη έκδοση της εκδίκησης.
Ενώ εκεί που ο Mark Protosevich(σεναριογράφος του έργου) έχει δώσει τα ρέστα του, είναι στον απερίγραπτα καρτουνίστικο "κακό" της υπόθεσης.
Αντί να του προσδώσει το κυρός του σιωπηλού, αδίστακτου και άκαρδου χαρακτήρα που είχαμε γνωρίσει στην Κορεάτικη έκδοση του έργου, εδώ ο αντίπαλος του Joe δεν είναι τίποτα περισσότερο από έναν σαδιστή με αμέτρητα λεφτά και γελοίο ντύσιμο.
Στον αντίποδα, ένα από τα λίγα καλά στοιχεία του νέου Oldboy είναι ο χαρακτήρας της Elizabeth Olsen, που έχει μια πολύ πιο σημαντική θέση στην υπόθεση.
Αντί να λειτούργει ως ένα απλό «δόλωμα» οι κινήσεις και οι συμπεριφορές της είναι ικανές να παραξενέψουν ακόμα και αυτούς που έχουν δει την αρχική ταινία.
Θα μπορούσα να συνεχίσω να γκρινιάζω για πολλές ώρες ακόμα για αυτό το απερίγραπτο remake.
Να αναφερθώ στο απαράδεκτο φινάλε, ή στο κάκιστο τελευταίο μισάωρο, όμως, όπως το βλέπω, καμία σημασία δεν έχει.
Η ταινία του Spike Lee ούτε επανεξετάζει το πρωτότυπο, ούτε φέρνει στο προσκήνιο διαφορετικές πτυχές της θρυλικής ταινίας του 2003.
Απλά υπάρχει για να καταναλωθεί από ένα κοινό πού γουστάρει μαζί με τα ποπ-κορν του και λίγη δράση.
Όλοι οι υπόλοιποι έχουμε καλύτερα πράγματα να κάνουμε.
Όπως να δούμε για ακόμα μια φορά το Oldboy.
Όχι αυτό. Το παλιό.
Στις αίθουσες από 20 Απριλίου.
Γιώργος Καραμάνος.
Oldboy trailer από Horrorant