Παρά το γεγονός ότι ο Captain America 2 θα κλέψει (και δικαιότατα) την παράσταση αυτή την εβδομάδα στις αίθουσες και η κριτική για το Zulu, ίσως περάσει στα ψιλά, κάπως πρέπει να... βγάλουμε το ψωμί μας και εμείς.
Άλλωστε μιλάμε για την ταινία που έκλεισε το περσινό Φεστιβαλ των Καννών.
Ανέκαθεν τα αστυνομικά θρίλερ με πολιτική χροιά συγκέντρωναν μεγάλο ενδιαφέρον και όταν έχεις έναν ηθοποιό στον πρωταγωνιστικό ρόλο, όπως ο Forest Whitaker, αυτόματα ανεβαίνει ο πήχης.
Εδώ στο Zulu, η ιστορία επικεντρώνεται στον Ali Neuman (Forest Whitaker, The Butler), o οποίος γλίτωσε την δολοφονία από τους Inkhata, ένα μαχητικό πολιτικό κόμμα πολέμιο του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου του Νέλσον Μαντέλα.
Μόνο αυτός και η μητέρα του επέζησαν από το μακελειό όλα αυτά τα χρόνια.
Αλλά, όπως στους περισσότερους επιζώντες, τα ψυχολογικά τραύματα παραμένουν.
Σήμερα, ο Ali είναι επικεφαλής του κλάδου ανθρωποκτονιών της νοτιοαφρικανικής αστυνομίας στο Κέιπ Τάουν.
Ένας από τους συνεργάτες του είναι ο Brian Epkeen (Οrlando Bloom, The Hobbit: Desolation of Smaug), ένας ανεξάρτητος λευκός αξιωματικός του οποίου η οικογένεια αρχικά συμμετείχε στην δημιουργία του απαρτχάιντ, αλλά που συνεργάζεται καλά με τον Neuman.
Μαζί έχουν να αντιμετωπίσουν την εγκληματικότητα που αναπόφευκτα υπάρχει σε αχανείς περιοχές υποαπασχολούμενων και ανέργων, μιας εγκληματικότητας που επιδεινώνεται από συμμορίες, τόσο σε τοπικό όσο και σε άλλα μέρη της Αφρικής.
Η δουλειά τους γίνεται ακόμα πιο δύσκολη όταν βρίσκουν τα πτώματα δύο νεαρών γυναικών.
Το κακό ήδη έχει κάνει αισθητή την παρουσία του.
H "προϋπηρεσία" του σκηνοθέτη Jerome Salle ήταν μάλλον ανησυχητική, διότι τα Largo Winch 1 και 2 που είχε σκηνοθετήσει, έμοιαζαν πιο πολύ με παρωδίες ταινιών δράσης, ωστόσο καταφέρνει να ανταπεξέλθει ως επι το πλείστον στις προσδοκίες ενός τέτοιου θέματος.
Το κύριο μέλημα του Salle είναι να επικεντρωθεί στην σκληρή ζωή της Ν. Αφρικής και όλα τα δεινά που υπομένουν οι κάτοικοι, όπως κοινωνική ανισότητα, παιδική εκμετάλλευση, κυνική βία από τους πλούσιους στους φτωχους και να την ενσωματώσει στην πλοκή του.
Σε μεγάλο βαθμό το πετυχαίνει, αν και στο δεύτερο μισό όλα πέρα από κάποιες ηθικολογίες (από αυτές που μας έχει συνηθίσει το Χόλιγουντ), τον κύριο λόγο έχει η δράση.
Όχι κάτι που δεν ξέραμε δηλαδή, αλλά μέχρι ένα σημείο όλα αυτά είναι αρκετά ρεαλιστικά δοσμένα.
Εκείνο που κάπως πηγαίνει πίσω την ταινία είναι ο μπόλικος χρόνος που έχει δοθεί στον Orlando Bloom.
Όχι τόσο για την παρουσία του ίδιου του ηθοποιού, αλλά κυρίως για το ότι το αστυνομικό νουάρ δίνει μεγάλη βάση από την διάρκεια της (που μπορούσε να την εκμεταλλευτεί αλλιώς) στα ερωτικά προβλήματα και γενικότερα το "χάλι" του Bloom, κάτι το οποίο είναι και άστοχο και δεν ενδιαφέρει και κανένα.
Ο Άγγλος ηθοποιός κάνει μια αρκετά ικανοποιητική επανεμφάνιση, αν και θα μπορούσαν να είχαν μειωθεί αισθητά από τον σκηνοθέτη τα πλάνα του γραμμωμένου σώματος του και των τατουάζ του και να είχε εστιάσει περισσότερο στον χαρακτήρα του.
Σίγουρα είναι καλό για μια ταινία να εμβαθύνει στους χαρακτήρες της, ωστόσο εκείνος του Whitaker, ενώ έδειχνε να έχει αρκετά μεγαλύτερο βάθος, μπαίνει σε δεύτερη μοίρα και μόνο με μερικά flashback ανα διαστήματα προσπαθεί να καλυφθεί, σε μια αρκετά επιδερμική ανάλυση.
Από κει και πέρα η ατμόσφαιρα της ταινίας είναι αρκετά σκοτεινή και φυσικά κυριαρχούν η έντονη βία αλλά και οι εντυπωσιακές λήψεις στις σκηνές δράσεις, κάτι που είναι "παράσημο" του σκηνοθέτη, ο οποίος αντιμετωπίζει τον τομέα αυτόν αρκετά ρεαλιστικά και ωμά.
Εν κατακλείδι, λοιπόν, η (ανα στιγμές) εντυπωσιακή κινηματογράφηση, οι καλές ερμηνείες και η ένταση των σκηνών δράσης ισοσταθμίζουν το διεκπεραιωτικό στόρι (που έχει τα φόντα για πολλά περισσότερα), τους αχρείαστους διδακτισμούς και δυο-τρεις ανούσιες σεναριακές υπολοκές που επισκιάζουν την ενδιαφέρουσα σεναριακή ιδέα σε μια ενδιαφέρουσα ταινία μεν, που είχε προοπτικές να γίνει ακόμα καλύτερη όμως.
Στις αίθουσες από 3 Απριλίου.
Νίκος Δρίβας.