Να κάθεσαι και να κοιτάς ή να κρίνεις και να αντιδράς;
Αυτό είναι το ερώτημα - προβληματισμός του Γιώργου Σερβετά, στην δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, σε σενάριο και σκηνοθεσία δική του.
Ένα ερώτημα βασισμένο σε μια ελληνική κοινωνία που μοιάζει με καζάνι έτοιμο να σκάσει, όπου η βία βρίσκεται στα βλέμματα όλων, όπου οι άνθρωποι όλων των ηλικιών έχουν στεγνώσει από ανθρωπιά και αλληλεγγύη.
Η Αντιγόνη (Μαρίνα Συμαίου) επιστρέφει στην επαρχιακή πόλη της να βρει δουλειά ως καθηγήτρια.
Συνάπτει γρήγορα σχέσεις με την παλιά της φίλη Ελένη (Μαριάνθη Παντελοπούλου) και τον Νίκο (Γιώργος Καφετζόπουλος) όπου δημιουργούν μια ανέμελη (αρχικά) ερωτική σχέση.
Τα πράγματα όμως δεν είναι όπως μοιάζουν στην επιφάνεια, αφού κάτω από το χαλί κρύβεται μια αλληλουχία σχέσεων όπου όλα βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ ακινησίας και έντασης.
Τελικά η Αντιγόνη, ως άλλη μυθική Αντιγόνη, εκδικείται για όλους και για όλα, αδιαφορώντας για τις συνέπειες.
Ο Γιώργος Σερβετάς, κρίνοντας κάπως την κατευθυνόμενη εναλλακτικότητα της νέας γενιάς, αλλά και μη μπορώντας να απαγκιστρωθεί εύκολα από αυτή, προσπαθεί να δώσει την δική του θέση και οπτική στη γενιά του ‘80 και την θέση της στη σημερινή, εν κρίση, κοινωνία.
Αν και μοιάζει πως έχει καλή γνώση της τεχνικής του μέσου, δυσκολεύεται να αφηγηθεί την ιστορία κινηματογραφικά.
Πρόβλημα αρχικά σεναριακό.
Με θολές θέσεις, δεν μπορείς να δώσεις καθαρές απαντήσεις.
Δεν μπορείς να περάσεις τους προβληματισμούς.
Χωρίς καλή σύνδεση της αιτίας των πραγμάτων, της πράξη αντιμετώπισης της και της συνέπεια αυτής, αδυνατείς να αφηγηθείς μια ιστορία με δομή που θα συγκινήσει ή θα συναρπάσει.
Μέρος της αφήγησης είναι και ο διάλογος, που δίνει βάρος.
Δεν είναι καλοδουλεμένος, εμμένοντας σε κουβέντες ξεκομμένες από την εικόνα και τα πλάνα.
Στην λογοτεχνία, διαβάζεις λέξεις και φτιάχνεις εικόνες.
Στον κινηματογράφο, οι εικόνες είναι εκεί, πρωταρχικές αφηγηματικά.
Οι διάλογοι πρέπει να έχουν σύνδεση διαλεκτική (συνθετική ή αντιθετική) και ουσιαστική πάνω στην οπτική της κάμερας.
Εφόσον δεν συμβαίνει αυτό, έχουμε το εξής αποτέλεσμα.
Οι ερμηνείες μοιάζουν χαμένες σε επιφανειακές κουβέντες, δίχως να αποτελούν όχημα για να δραματοποιήσουν συναισθηματικά ή να προβληματίσουν το κοινό.
Αποτελούν την μεγαλύτερη (σε πρώτη ανάγνωση) αδυναμία της ταινίας.
Αλλά για να μην κρίνω έτσι απερίσκεπτα τους ηθοποιούς, θεωρώ πως όταν μια σεναριακή ιδέα, μένει ξεκρέμαστη, αν και έξυπνη και δυνατή, και δεν αποτελεί βάση για να χτίσεις πάνω της ένα οικοδόμημα κινηματογραφικό, με βαθύς χαρακτήρες και συγκρούσεις, τότε δυστυχώς και οι ηθοποιοί δεν μπορούν να ξεφύγουν και να αποθεώσουν τους ρόλους τους.
Στον κινηματογράφο, οι ηθοποιοί ενσαρκώνουν ρόλους και όχι ανθρώπους πραγματικούς.
Αυτό έχει μεγάλη σημασία.
Ο ρόλος πρέπει να έχει μια αρχετυπική εικόνα, που μέσα της θα περικλείει νοήματα, γενικεύσεις, αξίες κτλ γενικής σημασίας.
Δεν πρέπει να λέμε «μια» κοπέλα, μα «η» κοπέλα.
Κινηματογραφικά παραδείγματα;
Ο De Niro είναι ο ταξιτζής και όχι κάποιος τυχαίος ταξιτζής.
Είναι ρόλος που προσπαθεί να αποτελέσει όχημα για κρίσεις πάνω σε ολόκληρα κοινωνικά ζητήματα.
Το λάθος των σύγχρονων ελληνικών ταινιών, είναι ότι δεν εστιάζουν σε ήρωες, στην ψυχογράφηση τους, στο να γίνει κοινωνός ο θεατής, στο δράμα τους, στις υπερβάσεις τους, στους προβληματισμούς τους.
Έτσι μοιάζουν ξένοι προς τα εμάς, αδιαφορώντας για την θέση τους στην πλοκή.
Με φωτογραφία ουδέτερη και ψυχρή που αποτελεί, φυσικά, το μεγάλο ατού της ταινίας, μανιέρα, όμως, για την σύγχρονη ελληνική παραγωγή, μεταβιομηχανική αισθητική και ήρωες αντιμέτωπους μεταξύ τους αλλά και τον ίδιο τους τον εαυτό, ο δημιουργός μοιάζει, συνειδητά, να μην προσπαθεί να συγκινήσει, μα να εξάγει θυμό και συγκεκριμένη άποψη.
Εμμένει σε μια γραμμική εξέλιξη της πλοκής που δεν κλιμακώνει με κατάλληλο, λειτουργικό και πιστευτό τρόπο.
Τα γεγονότα μοιάζουν στιλιστικά και επιτηδευμένα τοποθετημένα, μην αφήνοντας το κοινό να κάνει την ανάγνωση αλλά δίνοντας το έτοιμες συνταγές.
Παρόλο δηλαδή την προσπάθεια, το έργο παραμένει αδύναμο, αλλά η γνώση χρήσης του μέσου από πλευράς του Σερβετά, μπορεί να του δώσει καλύτερα αποτελέσματα στο μέλλον, εφόσον, κατά την γνώμη μου, δώσει πιο συγκροτημένες θέσεις στο σενάριο και την σκηνοθετική του υλοποίηση.
Στις αίθουσες από 1η Μάη.
Χρήστος Σκυλλάκος.