Το FilmBoy συνεχίζει τα μαθήματα κινηματογράφου στην Περί Φιλ(μ)οσοφίας στήλη του.
Μετά την εικόνα και την εστίαση, το χρώμα και το ασπρόμαυρο και το Κάδρο και ο Ήχος , ας μιλήσουμε για την ταχύτητα.
Η ταχύτητα είναι από τα κεντρικότερα, δραματικότερα και δημιουργικότερα στοιχεία μιας ταινίας.
Το σινεμά μπορεί να επιταχύνει την κίνηση (fast forward) κάνοντας τον χρόνο να συστέλλεται και να συμπυκνώνεται.
Άλλοτε αποκαλύπτει κρυμμένες πτυχές των κινήσεων που γίνονται πολύ αργά για να τις αντιληφθούμε με τα δικά μας μάτια.
Άλλοτε ελαττώνει τη διάρκεια ενός γεγονότος για να δημιουργήσει μια αντίστιξη συναισθημάτων και νοήματος με τα υπόλοιπα γεγονότα της ταινίας και άλλοτε δημιουργεί μια ισχυρή δύναμη ανατροπής και διεξόδου από το βαρετό, συνηθισμένο τέμπο της καθημερινότητας.
- Η επιταχυνόμενη κίνηση (fast forward).
- Στην ταινία À propos de Nice (1930) του Jean Vigo, βλέπουμε όμορφες και χαρούμενες (επί το πλείστον) στιγμές από την καθημερινή ζωή των κατοίκων της Nice στη Γαλλία: καθημερινές συνήθειες, κοινωνικές σχέσεις, ένα καρναβάλι όπου οι άνθρωποι διασκεδάζουν.
Όλα αυτά κινηματογραφούνται σε κανονική ταχύτητα, μέχρι τη στιγμή που ο Vigo θα μας δείξει μια κηδεία σε γρήγορη κίνηση.
Κατά τον Boris Kaufmann (καμεραμάν της ταινίας), η επιθυμία του Vigo ήταν να διώξει τον θάνατο από την ζωή των ανθρώπων όσο γίνεται γρηγορότερα.
Έτσι η γρήγορη κίνηση εδώ πραγματοποιεί μια επιθυμία ελάττωσης της σημασίας του θανάτου.
- Στην ταινία Koyaanisqatsi (1982) του Godfrey Reggio, δεν υπάρχει συμβατική πλοκή - η ταινία αποτελείται αποκλειστικά από πλάνα τοπίων και μουσική.
Οι εικόνες άλλοτε επιβραδύνονται και άλλοτε επιταχύνονται ώστε να δημιουργήσουν έναν κοινό ρυθμό κινήσεων και χρωμάτων που σκέφτεται (οπτικά) τον κόσμο σαν μηχανή, που λειτουργεί στην δική του συχνότητα (εδώ η μουσική του Philip Glass είναι ο χτύπος της καρδιάς που γύρω του συγχρονίζονται οι εικόνες).
- Στην μικρού μήκους ταινία Τα πάντα ρει (1951), του Ολλανδού Bert Haanstra, ο σκηνοθέτης επιταχύνει την κίνηση των σύννεφων στον ουρανό της Ολλανδίας, που άλλοτε αραιώνουν και χάνονται βιαστικά, άλλοτε πυκνώνουν, σκοτεινιάζουν και αποκτούν απειλητική όψη.
Ένα λουλούδι που ανοίγει και κλείνει τα πέταλά του σε διάστημα δύο ή τριών ωρών, εδώ εμφανίζεται να τα ανοίγει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα (λόγω του fast forward).
Ενώ λοιπόν με αυτή την επιτάχυνση της κίνησης ο ρυθμός έρχεται πιο κοντά στον δικό μας οικείο ρυθμό, ταυτόχρονα αποκαλύπτει την ανοίκεια - και γι αυτό τόσο εντυπωσιακή - όψη των πιο λεπτών μικροκινήσεων της φύσης και φυσικά την ζωντανή πνοή που κρύβουν μέσα τους.
Στιγμές που με γυμνό μάτι φαίνονται στατικές, επειδή κινούνται πολύ αργά, εδώ με την επιταχυνόμενη κίνηση ζωντανεύουν.
- Τέλος, στο Mauvais Sang (1986) του Leos Carax, και στο The Εlement of Crime (1984) του Λάρς φον Τρίερ, η επιταχυνόμενη κίνηση παρουσιάζει μια υπαρξιακή φυγή και μια διέξοδο από τα δρώμενα:
Στην πρώτη ταινία η Άννα φεύγει από το αεροδρόμιο σε fast forward, ενώ στην δεύτερη ταινία ο Fischer αποδρά από την σκηνή του εγκλήματος και από την σύγχυση του μυαλού του με ένα VW beetle σε επιταχυνόμενη κίνηση.
- Η επιβραδυνόμενη κίνηση (slow motion)
Πολύ πιο συχνά το σινεμά επιβραδύνει την κίνηση της δράσης και των εικόνων και έτσι πετυχαίνει άλλοτε να αυξάνει την δραματοποίηση των γεγονότων, άλλοτε να εμφανίζει άμεσα την επιθυμία μας να διαρκέσει μια σκηνή ή μια εικόνα περισσότερο, άλλοτε να μας δίνει περισσότερο χρόνο να σκεφτούμε αυτά που βλέπουμε.
- Ξανά στην μικρού μήκους ταινία Τα πάντα ρει (1951), ο Bert Haanstra επιβραδύνει την κίνηση και τον χρόνο των γεγονότων, για να ανατρέψει την συνηθισμένη όψη των πραγμάτων.
Η κίνηση του νερού που τρέχει ορμητικά στην κοίτη ενός ποταμού επιβραδύνεται ραγδαία έτσι ώστε να αποκαλύψει όχι τόσο την ένταση της κίνησής αυτής, αλλά τους σχηματισμούς του νερού και τον τρόπο με τον οποίο μεταλλάσσονται συνεχώς.
Με την αργή κίνηση ο Haanstra διαστέλλει τον χρόνο των γεγονότων και έτσι απελευθερώνει την κίνηση από την φυσική κανονικότητά της και μαζί ανοίγει το βλέμμα μας προς μια κρυφή όψη των πραγμάτων, την οποία δεν είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε όσο κινούμαστε ακολουθώντας την ομαλή ροή του χρόνου.
- Στο Strangers on a Train (1951), του Χίτσκοκ, όταν ο ήρωας μπαίνει στο σπίτι του ανθρώπου που πρόκειται να δολοφονήσει, ένας σκύλος τον πλησιάζει και του γλύφει το χέρι.
Προκειμένου να δειχθεί η σημασία αυτής της στιγμής για τον ήρωα, η σκηνή επιβραδύνεται και έτσι βαθαίνει την σημασία της στον χρόνο και αλλάζει την διάθεση του πρωταγωνιστή.
-Στην Ερωτική επιθυμία (2000), του Wong Kar Wai, παρακολουθούμε συνεχώς πλάνα σε αργή κίνηση των δύο ηρώων, καθώς περνούν ο έναν δίπλα από τον άλλο, τα σώματά τους πλησιάζουν, τα βλέμματά τους συναντιούνται φευγαλέα, ο καπνός του τσιγάρου τυλίγει την παρουσία τους σε μια άχλη που τονίζει το ανομολόγητο και ανεκδήλωτο της επιθυμίας τους.
Αυτές οι κινήσεις, τα βλέμματα, οι λεπτομέρειες, διεκδικούν το δικό τους βάρος στο χρόνο, καθώς συλλαμβάνονται σε αργή κίνηση και έτσι διαρκούν περισσότερο.
Το παροδικό και το φευγαλέο διαστέλλουν την παρουσία τους και εκδηλώνουν τις κρυφές αποχρώσεις ενός ερωτικού συναισθήματος ανάμεσα στους δύο ήρωες, που αλλιώς θα παρέμενε ανεκδήλωτο και θα προσπερνιόταν χωρίς δεύτερη σκέψη.
Πριν ολοκληρώσουμε, ας αναφερθούμε σε κάτι που ίσως ξεχνάμε: πριν την κίνηση (είτε επιβραδυνόμενη, είτε επιταχυνόμενη) υπάρχει η ακινησία.
Και αυτή συναντάται επίσης –περισσότερο σπάνια- στην κινηματογραφική σκέψη.
- Στον Δον Κιχώτη (1957) του Όρσον Γουέλς, όταν ο Δον Κιχώτης μάχεται με τους ανεμόμυλους, τα μακρινά ελαφρώς παραμορφωμένα πλάνα των ανεμόμυλων, διακόπτονται στιγμιαία από την παρεμβολή κοντινών fix-carre (ακίνητων εικόνων).
Αυτή η στιγμιαία ακινησία είναι η στιγμή που η ήρωας συλλαμβάνει τους ανεμόμυλους ως εχθρούς.
- Στο Butch Cassidy and the Sundance Kid (1969), του George Roy Hill, μια ακίνητη εικόνα των δύο ηρώων – σε τόνους σέπια - στο τέλος της ταινίας, (καθώς ορμούν προς το μέρος των αστυνομικών που τους έχουν περικυκλώσει, γνωρίζοντας πως θα πεθάνουν) ακινητοποιεί μέσα στον χρόνο τη στιγμή αυτή.
Αυτή η ακινησία από τη μια μεριά σηματοδοτεί το σταμάτημα του χρόνου και σημαίνει τον θάνατό τους, από την άλλη μεριά απαθανατίζει την τελευταία τους στιγμή – η φωτογραφία είναι ένα ακίνητο στιγμιότυπο του χρόνου – και καταγράφει την ηρωικότητα της πράξης τους.
- Στα 400 Χτυπήματα (1959), του F. Truffaut το τελευταίο ακίνητο πλάνο του παιδιού που πλησιάζει προς το μέρος μας και μας κοιτάζει κατάματα, δίνει στην πράξη ελευθερίας του μια μνημειώδη αίσθηση - ακίνητου αγάλματος- και την ανυψώνει σε μνημείο αθανασίας (όπως μια στιγμή που έχει καταγραφεί σε μια φωτογραφία, αποκτά μια αθανασία επειδή δεν χάνεται μέσα στη ροή του χρόνου, έχει αποσπαστεί από τον χρόνο και την λήθη που αυτός φέρει).
Η πράξη του παιδιού-ήρωα της ταινίας δεν πρέπει να ξεχαστεί.
Την επόμενη βδομάδα, η τελευταία ενότητα: Η σκέψη στο σινεμά – Ο ρυθμός.
Γιώργος Παυλίδης.