Σήμερα στο Περί Φιλ(μ)οσοφίας του FilmBoy ξεκινάμε άλλη μια ενότητα σε δύο μέρη.
Αυτή τη φορά θα σχοληθούμε με μία μόνο ταινία.
Στο 1ο μέρος θα δούμε, εν συντομία, κάποια στοιχεία για την πλοκή της καθώς και τις πιό διαδεδομένες θεωρητικές ερμηνείες γυρω από αυτήν.
Η ταινίa "Persona" προβλήθηκε το 1966 και μοιάζει να ακολουθεί αντιστικτικά την "Tριλογία της Σιωπής" που προηγήθηκε λίγα χρόνια πριν (Μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη – 1961, Χειμερινό φως – 1962, Σιωπή – 1963).
Σε εκείνη την τριλογία οι ήρωες του Μπέργκμαν βασανίστηκαν από τη σιωπή του Θεού (στην πρώτη ταινία), ένιωσαν με αγωνία τα όρια που θέτει στην επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων η έλλειψη πίστης και ο εγωισμός (στην δέυτερη ταινία), είδαν να ξεθωριάζει ακόμα και η δυνατότητα της γλώσσας να δημιουργεί κοινό τόπο επικοινωνίας (στην τρίτη ταινία).
Στην Persona o Bergman μοιάζει να συνεχίζει την έρευνά του, έχοντας αφήσει πίσω του οριστικά την αναζήτηση της ύπαρξης ενός αφηρημένου Θεού που παραμένει σιωπηλός, και επικεντρώνεται αποκλειστικά στην επίγεια διάσταση της σχέσης των ανθρώπων μεταξύ τους όσο και της σχέσης του καθενός με τον εαυτό του.
Η πλοκή
Μια πετυχημένη θεατρική ηθοποιός, η Elisabeth Vogler (Liv Ullmann), υποφέρει από μια αινιγματική πνευματική κατάρρευση, που προήλθε κατά τη διάρκεια μιας θεατρικής παράστασης της Ηλέκτρας.
Tα βασικά συμπτώματα είναι η αλαλία και η κατατονική συμπεριφορά.
Μια νεαρή νοσοκόμα, η Alma (Bibi Andersson), αναλαμβάνει την ευθύνη να φροντίζει την Elisabeth, πρώτα στην ψυχιατρική κλινική όπου βρίσκεται ήδη για περίπου τρεις μήνες και στη συνέχεια στην εξοχική κατοικία της γιατρού (Margareta Krook) που παρακολουθεί την Elisabeth.
Εκεί, μέσα από μια σειρά επεισοδίων εξομολόγησης και σύγκρουσης, οι δύο γυναίκες μοιάζουν να ανταλλάσουν ταυτότητες.
Η φαινομενικά δυνατότερη, Alma χάνει σταδιακά τον έλεγχο και βυθίζεται σε σύγχυση, ενώ η άρρωστη Elisabeth ανακτά τη δύναμη και την ομιλία της.
Τελικά και οι δύο μοιάζουν να επιστρέφουν στους παλιούς τους ρόλους στο τέλος της ταινίας.
Θεωρίες συνομοσίας
Για την Persona έχουν γραφτεί δεκάδες άρθρα αλλά και βιβλία που ασχολούνται μόνο με αυτή την ταινία.
Οι πιό διαδεδομένες ερμηνείες-προσεγγίσεις του κινηματογράφου έρχονται να μας δώσουν την δική τους εξήγηση:
- Η ψυχαναλυτική προσέγγιση θα μας πει ότι η Elisabet είναι το σιωπηλό ασυνείδητο και η Alma το ομιλούν προσωπείο.
Η ταινία είναι μια σπουδή πάνω στην σχέση ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο, τον τρόπο που ρυθμίζουμε ή προσπαθούμε να ρυθμίσουμε τη σχέση των δύο και μια έρευνα για το πού μπορεί να οδηγήσει η διάσχιση της σχέσης αυτής, πόσο εύκολο είναι να χάσουμε την ρυθμισμένη και τακτοποιημένη ζωή μας/ταυτότητά μας.
Είναι χαρακτηριστικο ότι, ενώ σε όλη την ταινία βλέπουμε δύο ηρωίδες, στην προτελευταία σκηνή παρακολουθούμε μόνο την νοσοκόμα να πακετάρει τα πράγματά της και να φεύγει μόνη της από την εξοχική κατοικία.
Υπάρχουν δύο ηρωίδες ή μονο μία;
Μήπως βλέπουμε τις δύο όψεις του ίδιου ανθρώπου;
- Η σημειολογική προσέγγιση θα συναντήσει την θεολογία και θα σταθεί στη σημασία των ονομάτων των δυο ηρωίδων: Elisabet στα Εβραϊκά σημάινει "υπόσχεση του Θεου", "όρκος του Θεού" ή "κόρη του Θεού".
Η Elisabet λοιπόν σημαίνει την σιωπηλή παρουσια του Θεού, ή την κόρη που έστειλε ο Θεός στη Γη για να σώσει την ψυχή του ανθρώπου.
Alma στα Ισπανικά σημαίνει "ψυχή".
Ισως έχουμε να κάνουμε με μια συμβολική σχεση Θεού-ανθρώπου, ή με μια σχέση ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή που έχουν χάσει κάθε επικοινωνία μεταξύ τους.
- Η φεμινιστική προσέγγιση επικεντρώνεται στο γεγονός ότι έχουμε δύο γυναίκες πρωταγωνίστριες.
Στην ταινία μαθαίνουμε ότι η Elisabet έχει γεννήσει ένα παιδί το οποίο μισεί επειδή την κρατάει μακριά από τα όνειρά της και τελικά το εγκαταλείπει όταν αποφασίζει να παραμείνει σιωπηλή και ανέκφραστη.
Σε μια σκηνή, η Alma περιγράφει με λεπτομέρειες μια ερωτικά ερεθιστική εμπειρία της με δύο αγόρια, που την οδήγησε σε μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και τελικά στην έκτρωση του αγέννητου παιδιού της.
Η μητρική ιδιότητα (το μητρικό φίλτρο που μοιάζει να απουσιάζει και από τις δύο) συνδέει τις δύο ηρωίδες.
Επίσης, η ταινία περιέχει σκηνές όπου αφήνεται να υπονοείται ερωτική έλξη μεταξύ των δύο γυναικών.
- Η κοινωνιολογική προσέγγιση θα στραφεί στην σημασία των ρόλων που καλείται να "παίξει" κάθε άνθρωπος.
Η Elisabeth εγκαταλείπει τον ρόλο της ως ηθοποιού και αρνείται να παίξει τον ρόλο της μητέρας (δεν είναι τυχαίο ότι η θεατρική παράσταση στην οποία ξαφνικά σταματάει να μιλά, είναι η Ηλέκτρα που σκότωσε τα παιδία της).
Η Alma κρύβεται πίσω από τον ρόλο της νοσοκόμας (που όμως τον εγκαταλείπει όσο προχωρά η ταινία) αλλά και της καλή συζύγου (πού όμως απατά τον άντρα της).
Είναι βολικό να προστατευόμαστε πίσω από κοινωνικά προσωπεία, αλλά τί συμβαίνει όταν οι μάσκες ραγίζουν και μένει μόνο αυτό που κρύβεται πίσω τους;
Τί μενει αν βγάλουμε έναν άνθρωπο από το κοινωνικό του περιβάλλον;
Τι μένει όταν δεν υπάρχουν ρόλοι;
- Η αφηγηματική προσέγγιση θα στρέψει την προσοχή μας στον τρόπο αφήγησης της ταινίας.
Στα πρώτα πλάνα βλέπουμε είκόνες της μηχανής προβολής που ανάβει, έπειτα βλέπουμε την μπομπίνα του φιλμ να γυρίζει και ακόυμε συνεχώς τον ήχο της μηχανής που λειτουργεί.
Στη μέση της ταινίας, και ενώ το δράμα κορυφώνεται, ξαφνικά η εικόνα καίγεται, το φίλμ κόβεται, η ταινία σταματά, επιστρέφουμε στο σκοτάδι, μέχρι κάποιος να την ξανασυνδέσει, να την νετάρει και η ταινία να συνεχίσει.
Στο τέλος της ταινίας βλέπουμε εμβόλιμα πλάνα του ίδιου του Bergman και του φωτογράφου του πίσω από την κάμερα την ώρα των γυρισμάτων.
Ο Bergman φροντίζει να μας θυμίζει συνεχώς ότι αυτό που βλέπουμε είναι μια ταινία, διερευνώντας τα όρια ανάμεσα στην τέχνη και την πραγματικότητα, ανάμεσα στην ταίνια και τον θεατή.
- Η φιλοσοφική προσέγγιση θα μείνει στην διάκριση του Φαίνεσθαι και του Είναι.
Όσο οι ήρωίδες παίζουν τους κοινωνικούς ρόλους τους, γίνονται αντιληπτοί μέσα από την μάσκα που φοράνε.
Υποκρίνονται, αναλώνονται σε ανούσιες επιδείξεις του φαινεσθαι.
Όταν οι ρόλοι σταματούν μένει το Είναι, αυτό που ο κάθε άνθρωπος είναι πραγματικά πριν και πίσω απ' όλες της μάσκες.
Οι λόγοι που παραθέτουμε αυτές τις προσεγγίσεις είναι δύο:
Ο πρώτος είναι να δείξουμε ότι καμία άποψη δεν έχει το αλάθητο, καμια οπτική γωνία δεν διεκδικεί το απόλυτο της εξήγησης μιας ταινίας.
Η ταινία δεν εξαντλείται μέσα σε καμμία από τις θεωρίες.
Σπάει το καλούπι και ξεχειλίζει, διατηρώντας κάτι που είναι απόλυτα δικό της.
Ο δεύτερος είναι να δείξουμε ότι ο κινηματογράφος είναι (ή μπορεί να γίνει) τόσο σύνθετη και βαθεία τέχνη (υβριδική τέχνη είχαμε γράψει αλλού) ώστε μπορεί να πυροδοτήσει σκέψεις και θεωρίες που εκκινούν από διαφορετική μεριά.
Προσωπικά δεν προκειται να πάρω θέση υπέρ κάποιας από αυτές τις προσεγγίσεις.
Την επόμενη βδομάδα θα δούμε την ταινία ως γεγονός που φανερώνει νόημα, αίσθημα και (φιλοσοφική) σκέψη με κινηματογραφικό τρόπο.
Γιώργος Παυλίδης.